Το παρακάτω απόσπασμα εντόπισε και μας έστειλε ο Ανδροκλής μιας και αναφέρεται στα Βατερά. Στα Βατερά για τα οποία ο Λευκίας -όπως είχαμε αναφέρει εδώ πριν λίγες μέρες – ήταν περήφανος αλλά και προβληματισμένος σχετικά με την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Πριν από το 1940, στα Βατερά, ένας πλανόδιος Πλωμαρίτης μανάβης διαλαλούσε την πραμάτεια του, φωνάζοντας: ωραία, ζουμερά, αγιασώτικα ροδάκινα. Όταν τα είδαν, πως είναι δεύτερης ποιότητας, ο Στρατής Παπανικόλας, ο Θείελπης Λευκίας, που αγαπούσαν τα πειράγματα κι ήταν τρυπ’τήρια σωστά, καθώς και ο γιατρός Καραμάνος, που δεν πήγαινε παρακάτω, (μακαρίτες και οι τρεις), νόμισαν πως τους δόθηκε η ευκαιρία να μας βάλουν στην τσιργίνα, να μας πειράξουν, να μας πθέψουν, να μας κουρδίσουν, για να σπάσουν πλάκα.
Το πρώτο κέντρισμά τους ήταν, αν ό,τι βγάζει η Αγιάσος είναι σαν αυτά τα ροδάκινα.
Μονάχοι τους πέσανε στη φάκα. Χωρίς καμιά επιδίωξη, καμιά προσπάθεια ή προετοιμασία. Ούτε μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως θα πάνε για μαλλί και θα βγουν κουρεμένοι. Για κάτι τέτοια και προπαντός αυθόρμητα τρελαινόταν κι ήταν η ψυχή του Καμπά.
Χαρούμενος, γελαστός και με έκδηλη την ικανοποίηση στο πρόσωπό του, ξεκρεμάζει τον κυνηγετικό του τροβά, χώνει μέσα το χέρι του, βγάζει και προσφέρει σ’ όλους από ένα ροδάκινο, γιατί άλλο δε χωρούσε η χούφτα του, που μείνανε όλοι κατάπληκτοι, με γουρλωμένα κι ορθάνοιχτα τα μάτια, αποσβολωμένοι, και με τα ροδάκινα στο χέρι, χωρίς να βγάζουν άχνα κανείς τους για κάμποση ώρα. Δίνοντας τους τα ροδάκινα, τους είπε. Να, ποια είναι τ’ αγιασώτικα κι όχι αυτά που σας φέρνει και σας γελά ο Κατσούπς, ο Λουβιάρς (έτσι λέγαν τότες τους Πλωμαρίτες). Και γυρίζοντας στον Πλωμαρίτη, που τα είχε κι αυτός χαμένα από το ανέλπιστο περιστατικό, και πριν ακόμα του πει κουβέντα, νομίζοντας πως θα τον βάλει μπροστά για την απάτη που κάνει, λέγει: Κι να κάνου, φαμ’λίκς κι φτουχός άθριπους είμι κι τρέχου απ’ κη μια ως κη άλλ’ κι κάνου ό,κ(ι) μπουρώ, να βγάλου του ψουμί σκιά μουρέλια μ’.
Η καλή η μέρα φαίνεται από το πρωί. Όλα ήρθαν στον Καμπά βολικά κι από μόνα τους. Πέτυχε να μην πάρουμε χαμπάρι τα ροδάκινα που είχε στον τροβά του. Μ’ αυτά τους κατέπληξε και τους αποσβόλωσε. Αλλιώς θα μας έπρηζαν και θα μας έσκαζαν στο πθέψ’μου.
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ
περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ. τ. 011 & 012-1982