Μιας και δημοσιεύτηκαν σε διάφορες ιστοσελίδες αποσπάσματα από ημερολόγια χωριανών μας στρατιωτών κατά τα δύσκολα χρόνια του 40 και του εμφυλίου θα δημοσιεύσουμε στη σελίδα μας αποσπάσματα από το ημερολόγιο του αείμνηστου δασκάλου Κώστα Τσέλεκα, όπως αυτά δημοσιεύτηκαν πριν 8-9 χρόνια στον Αντίλαλο. Η δημοσίευση θα γίνει τμηματικά σε τρία τετρασέλιδα.
Ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης του αείμνηστου δασκάλου Κώστα Τσέλεκα υπήρχαν και δυο φθαρμένα σημειωματάρια με χειρόγραφες ημερολογιακές σημειώσεις απ’ τις μέρες του πολέμου στο μέτωπο. Ο δάσκαλος ήταν στρατιώτης στην επιμελητεία των μονάδων της Α΄ γραμμής. Παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το πρώτο σημειωματάριο. (Για την αντιγραφή Στρατής Νικέλλης)
29-10-1940
Η ζωή κυλά και στο δρόμο της παίρνει τον καθένα μας σαν άχυρο που δεν ξέρει που θα σταθεί και αν σταθεί όταν τον παρασύρει το ρεύμα του ποταμού. Έτσι και μας τώρα που μας καλεί η Πατρίδα δεν ξέρουμε τι θα μας συμβεί. Θα προσπαθήσω να κρατήσω αυτές τις μεταδόσεις μου με σύντομη περιγραφή για θύμηση.
Ξεκίνησα χτες στις 9 βράδυ από την Καλλονή με λεωφορείο για το Ίππειος. Στο δρόμο γκρεμνίσαμε χωρίς απευκταίο. Τι κακό στο Ίππειος, τι κόσμος. Κοιμήθηκα στο Σταθμό Σήμερα παρουσιαστήκαμε στον 1ο λόχο.
22-12-1940
Πόντγορ. Κυριακή. Ξυπνήσαμε αργά. Το χιόνι δεν έλιωσε. Όνειρο πάλι ζωντανό με ξύπνησε. Βρισκόμουνα στην Αθήνα με την Ερασμία η οποία γέννησε σε μια κλινική. ….Παιδιά ή η κυρά μου γέννησε ή άλλο τι θα μου συμβεί. Κατά το μεσημέρι εκεί που καθόμουν μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο να και ξεπροβάλει μια σιλουέτα στη μικρή πόρτα , η οποία αναζητούσε με το βλέμμα κάτι. «Μάριε»! βγάζω μια φωνή και πετιέμαι πάνω. Αγκαλιαζόμαστε ενώ ένα δάκρυ κυλά απ’ τα μάτια μου. Φαγητό θέλουμε, μου λέει. Το μεσημέρι έχουμε πλούσιο γεύμα: Φασόλες, ψητές ρέγκες, κρεμμύδια, μήλα, καρύδια, σύκα. Τα λέμε λίγο και έπειτα από λίγες ώρες εφοδιάζονται με ότι είχα: ρέγκες, καφέ, ζάχαρη, τυρί. Το όνειρο βγήκε!. Τι όμορφα που πέρασε τούτη η μέρα. Μόλις πέσαμε άρχισε μια χιονοθύελλα πρωτοφανής. Ε! καημένα παιδιά αναφωνεί ο Σούμας, διπλώνοντας την κουβέρτα του. Κατά τα μεσάνυχτα επέστρεψε απ’ τη Φλώρινα ο Χαραλαμπίδης, ο οποίος διηγείται τις περιπέτειές του. Για να φθάσει στην Φλώρινα διέτρεξε 350 χιλιόμετρα μέσω Κοζάνης. Σήμερα γύρισε απ’ το Πισσοδέρι. Οι δρόμοι άνοιξαν γιατί η Ο.Ρ.Ε. έχει συνεργεία τα οποία καθαρίζουν τους δρόμους. Απ’ την αγγαρεία αυτή δεν εξαιρείται κανείς. Μόνο οι ανώτεροι δικαστικοί. Τώρα δυο μέρες άρχισαν να σπανίζουν οι τροφές. Μα να σήμερα 200 άρτοι.
25-12-1940
Χριστούγεννα στο Ποντγορκ. Κατά τις 5 ξυπνώ την παρέα μας. Βάλαμε προσωρινά τα ρούχα και πηγαίνουμε αθόρυβα στο αντικρινό δωμάτιο των αξιωματικών. Ανοίγουμε σιγά την πόρτα και στο σκοτάδι με κατάνυξη ψάλλουμε τους κυριότερους ύμνους της ημέρας. Η κατάπληξή των από την επιτυχή αυτή σκέψη είναι έκδηλη. Ο Μιχαλόπουλος δακρύζει. Γυρίζουμε στα κρεβάτια μας και ψάλλουμε όλη την ακολουθία των Χριστουγέννων. Κατά τις 9 ψήνουμε κάτι χοιρινές μπριζόλες που εξοικονόμησα. Η κνίσα των μας θυμίζει τι μέρα είχαμε. Πόσο ευχαριστήθηκα. Οι αξιωματικοί το ρίχνουν στο γλέντι. Ύστερα από το φαγητό το ιταλικό κλαρίνο σκορπά τους ήχους και μας κάνει να ξεχάσουμε τα ντέρτια. Ο χορός και το τραγούδι συναδελφώνουν φαντάρους και αξιωματικούς. Βγάζουμε αναμνηστική φωτογραφία με αλβανούς.
« Ο Ρόκος αυτοκτόνησε» ήλθε η είδηση. Καταδικάστηκε απ’ το στρατοδικείο 3,5 φυλακή επί βλακεία. Ξέπλυνε την τιμή του. Το απόγευμα ανεβαίνω κατά τον τομέα. Νέα γράμματα. Από τον Χαράλαμπο και Δημητρό μας. Πόσο με ενθουσίασαν και με χαροποίησαν. Ξανάγραψα. Στον πατέρα, Ερασμία και φίλους.
Η μέρα πέρασε με ανάλαφρη καρδιά, μα πάντα ο νους πετά σε προσφιλή πρόσωπα: των γονέων, της οικογένειας, των φίλων. Θα μείνει όμως κι αυτή με αναμνήσεις εξαιρετικές της ζωής μου.
29-12-1940
Τσέροβα. Μέρα αξέχαστη της ζωής μου. Πρωί ξεκινήσαμε για μεταστάθμευση. Ο καιρός φοβερή παγωνιά και ανέφελος. Στο δρόμο συναντούμε τη φάλαγγα της ΧΧΙΙΙ μεραρχίας. Την ώρα που συνομιλούσαμε με το λοχαγό Ηλιάδη βόμβος αεροπλάνων ακούεται από πάνω μας. Λαμβάνουμε προφυλάξεις ενώ πολλοί δεν έχουν καρδιά ούτε να καθίσουν. Ο δρόμος είναι κατάμεστος από στρατό. Άνω 300. Τα αεροπλάνα πληθαίνουν. Μετρούμε περί τα 35. Νομίζουμε ότι γίνεται αερομαχία γιατί είναι δυο ομάδες με διαφορετικό χρώμα. Ριπές πολυβόλων ακούγονται αλλεπάλληλες. Πετούν 100 μέτρα από πάνω μας. Η μούρη μας χώνεται στο χώμα και αναμένουμε το μοιραίο. Βάσταξε περί τα 20 λεπτά. Ξεκινούμε με χίλιες δυο σκέψεις και συζητήσεις στο δρόμο. Εδώ μαθαίνουμε ότι τραυματίστηκαν εφτά και σκοτώθηκε ένας. Μπροστά μου 4 άλογα, θύματα κι αυτά ψυχορραγούν
Σταθμεύουμε σε μια γειτονική χαράδρα. Νέα επιδρομή επαναλαμβάνεται κατά τις 3 χωρίς θύματα. Μου κάνει κατάπληξη η εκκίνηση του εφοδιασμού. Τι κόσμος! Τι θα πει πόλεμος! Πόσο όλοι μπροστά στο συναίσθημα του κινδύνου χάνουν τη ψυχραιμία τους1 Για μια στιγμή αξιωματικοί και στρατιώτες βρεθήκαμε κάτω από μια σκάλα. Στη πρώτη επιδρομή ξαπλωμένος στο χιόνι με το Δωρόθεο με μια ματιά συνεννοηθήκαμε. Προ ολίγου αντάμωσα τον Κουτρούλη ο οποίος μου είπε ότι τραυματίστηκε στα πόδια ο Χ#Ευλογημένος ο Σάββας. Πως βρήκαν τον Αγγελίδη τον Αριστείδη σκοτωμένο. Πόσο δάγκωσε η καρδιά μου από την είδηση. Μα τι να πρωτογράψω; Ας παύσω και ας εμπιστευθώ τον εαυτό μου στο Ύψιστο με μια παράκληση να δώσει τέρμα στον Αγώνα μας.
31-12-1940
Τσέροβα. Κίνηση εξαιρετική έχει ο εφοδιασμός μας. Ετοιμαζόμαστε για να γιορτάσουμε την Πρωτοχρονιά στο μέτωπο. Δε διστάζω να κουβαλήσω και ο ίδιος τσουβάλι. Ο ενθουσιασμός πλημμυρεί τα στήθια μου. Δουλέψετε παιδιά με την καρδιά σας για το μεγαλείο της Πατρίδος μας. Οι οβίδες του βαρέος (πυροβολικού) περνούν με τον ιδιάζοντα χου, χου, χου κρότο πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Η Μεραρχία μας κρατεί άμυνα. Κατά τις 7 το βράδυ τα πολυβόλα κακαρίζουν. Και λάμψεις φαίνονται κατά τη Λένιτσα. Εξαπελύθη επίθεσις των Ιταλών. Βαστάτε παιδιά γερά την τιμή της Πατρίδος μας.. Ένα ποδόλουτρο ξεκουράζει τα μουδιασμένα πόδια και φέρνει στο νου τις απολαύσεις του οικογενειακού βίου. Το τραγούδι μας συντροφεύει πάντα. Όλα νοσταλγικά που φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Περιμένουμε τη 12 για να χαιρετίσουμε την ανατολή του 1941. Η συντροφιά την αναγγέλλει με τραγούδι στους αξιωματικούς στο διπλανό δωμάτιο που παίζουν χαρτιά και όλοι μαζί επισφραγίζουμε την ανταλλαγή των ευχών «Καλή Πατρίδα με τη Νίκη παιδιά» με τον Εθνικό Ύμνο που ποτέ δεν τον ένοιωσα τόσο επιβλητικό όσο σήμερα. Σ’ ένα τσουβάλι ξαπλωμένος με την κουβέρτα τυλιγμένος βρίσκομαι στη Τσέροβα ενώ ο νους μου, η ψυχή μου πέταξαν μακριά … στην Καλλονή, …στη Βρησά.
1-1-1941
Τσέροβα. Πρωτοχρονιά στο μέτωπο. Σηκωθείτε παιδιά. Άλλαξα και ότι καινούριο με ενθουσιάζει. Οι κάλτσες. Τι δώρο για μένα θεϊκό. Τι χαρά νοιώθω όταν τις χαϊδεύω στα πόδια μου. Νομίζεις πως κάτι ζητά απ’ αυτές η ψυχή μου. Θέλει να τις ρωτήσει να μάθει κάτι…. Τροφή εξαιρετική. Ζητάμε να ικανοποιήσουμε την ανάγκη αδιαφορώντας για την ετικέτα Στο λαχείο που διοργανώθηκε από τους αξιωματικούς μου πέφτει ένα ράμμα Με πόση απληστία αντικρίζουμε τα δώρα. Μια σοκολάτα ένα ζευγάρι κορδόνια. Σήμερα γνώρισα ένα συνάδελφο λοχία Φιαράκη, πρωτοδίκη Αθηνών, ο οποίος βρίσκεται επικεφαλής συνεργείου περισυλλογής λαφύρων στο αντίσκηνό του ενώ επάνω ….η βροχή χωρίς να μας ταράζει τη συζήτησή μας γύρω στον Αγώνα μας.
Ο Μυτούσης συνεχάρη το22 Σύνταγμα γιατί χτες απέκρουσε την επίθεση των Ιταλών. Δε βάσταξα και ξαναέγραψα στο σπίτι, …., Λευκαρίδη, Κωνστανέλλη Και πάλι με την παρέα το ρίχνουμε στο τραγούδι Ζητάμε μέσα σ’ αυτό να ξεχαστούμε. Ένα κερί και το καντήλι φωτίζουν αμυδρά τα πρόσωπά μας και το δωμάτιο που είναι το καλύτερο απ’ όσα μέχρι τώρα μείναμε.
6-1-1941
Τσέροβο. Ξυπνάμε άκεφοι. Συννεφιά μα μαλακωσιά. Δεν μπορώ να σηκωθώ. Με πονά η μέση μου φοβερά. Ίσως να κρύωσα. Εν τούτοις δε βαστώ. Βγαίνω μια βόλτα και παρακολουθώ το φόρτωμα των λαφύρων. Σήμερα είχαμε δώρα απ’ το βασιλιά μας. Ένα κουτί τσιγάρα. Το απομεσήμερο έρχεται ο Παφλιωτέλλης από μια εκδρομή σ’ ένα γειτονικό χωριό. Φέρνει λίγο βασιλικό ξερό απ’ την εκκλησία σήμερα που παρακολούθησε τη λειτουργία. Έτσι ασπαστήκαμε Σταυρό και τον τοποθετήσαμε στο εικόνισμά μας.
Βομβαρδίστηκε η Κορυτσά με θύματα. Ένα δικό μας αεροπλάνο είδα να φλέγεται και να πέφτει σε ιταλικό έδαφος. Έγραψα στο Τζοάννο και Χαραλαμπάκη Η βραδιά είναι εξαιρετική, ανοιξιάτικη. Νομίζει κανείς ότι δεν βρίσκεται στην Αλβανία. Λες πως μαζί μας σέρνουμε κάτι που μεταβάλλει κι αυτή τη φύση. Όλοι απορούμε. Ολοφάνερη η θεϊκή βοήθεια στον αγώνα μας.
Νέους αιχμαλώτους ανθρώπινα ράκη πέρασαν και όλοι οι φαντάροι με το γέλιο της εθνικής υπερηφάνειας τους περιεργάζονται και διαφιλοτιμούνται να τους προσφέρουν τα τσιγάρα των. Θαυμάζει κανείς την ελληνική ψυχή για το μεγαλείο της. Νέες επιτυχίες αγγέλλονται στον τομέα μας. Κατελήφθησαν 17 πυροβόλα.
30-1-1941
Τσέροβο. Καιρός ίδιος. Κατάσταση η ίδια. Χειμώνας Το χέρι χειροτερεύει και υποφέρω πολύ. Οι ψείρες ανάμεσά μας πήραν δρόμο. Τα καλαμπούρια δίνουν και παίρνουν. Σήμερα έπιασα 3. Έχω πυρετό από το χέρι και η κουβέρτα είναι μια. Είμαι φοβερά κρυωμένος. Αν δεν είχα δουλειά θα πήγαινα στο νοσοκομείο. Για να ιδούμε. Πήρα δελτάρια από το Θεοφάνη και την Ερασμία της 1-1 -41.
4-2-1941
Τσέροβα. Ο καιρός βροχερός. Νύχτα απύρετος αλλά με πόνους. Νέα επίσκεψη της κας Δοσίδου (νοσοκόμας) Είναι αηδής η περιγραφή της πληγής. Άμα ξηλώθηκε ο επίδεσμος, έσπασε και το πύο είναι άφθονο. Το καθάρισε με αντισηπτικά και το επιδέσαμε βάζοντας ΙLΟΝ, σπεσιαλιτέ ειδική που προμηθεύτηκα από τη Φλώρινα. Το μεσημέρι είχα ένα πιάτο κρέμα απ’ τη Γωνιά του Τραυματίου. Επιτέλους πήρα γράμμα από τον Ανδροκλή (αδελφό του). Όντως είναι ένας από τους ήρωες. Δεν μπορεί να γράψει υπό τα συνθήκας που βρίσκεται. Είναι στην α΄ γραμμή, σε αντίσκηνο. Ο Θεός να τον φυλάει. Επίσης έμαθα ότι ο Στρατής (αδελφός του) σήμερα ευρίσκετο εν πορεία από Κορυτσά προς το Καντρ.
Να και οι ψείρες. Πάνω από 10-15 μέρες άρχισαν να μας παρενοχλούν επικινδύνως. Κάθε βράδυ γίνεται επίθεσης εις τα καταφύγιά των και άγριο φονικό. «Βρε να μια σαν αρκούδα» λέει πάλι ο Αργύρας. «Ου μια βουβάλα» «15 βρήκα ακόμα». Ο Παφλιωτέλλης ύστερα από κάθε ψειροφόνο συνοφρυώνεται και κατεβάζει Θεούς και δαίμονες και αιτιάται το Δωρόθεο, ότι τον κόλλησε ενώ αυτός γελά ή ξιέται και συγχρόνως επιχειρεί έρευνα ανά την διαλεκτήν χώρα και κατακαίει τα αποτελέσματα της έρευνάς του.
6-2-1941
… Στο νοσοκομείο βλέπουμε πολλούς γνωστούς (Γ. Γδούντο) Ένα κλάμα με κάνει να βγω έξω απ’ το δωμάτιο. Στο διάδρομο σε μια γωνιά πάνω σε ένα φορείο σκεπασμένος με λίγο καπότ είναι ένας νεκρός φαντάρος ενώ από πάνω του τον μοιρολογά μοναχός ο αδελφός του κλαίγοντας. Η σκηνή είναι θλιβερότατη. Πλησιάζω και προσπαθώ να τον παρηγορήσω αλλά δε βαστώ, με παίρνουν τα κλάματα και απομακρύνομαι. Είναι από τη Σάμο τα παιδιά και πέθανε από πνευμονία. «Θάψτε τον να φύγω» ξεφωνίζει ο καημένος ο αδελφός «πίσω στην α΄ γραμμή». Ένας λάκκος με νερό ήταν η στερνή κατοικία ακόμα ενός ήρωα της Ελευθερίας.