Τα αλώνια. Ορμώμενη από τις φωτογραφίες του χωριού μας.
Το χωριό μας σαν τοποθεσία είναι χτισμένο σε δύο λαγκαδιές και στους γύρω από αυτές λόφους.
Το λόφο που είναι χτισμένη η εκκλησία μας και στο ψηλότερο σημείο του είναι το νεκροταφείο με το εκκλησάκι του Αγίου Γιάννη, το Παγώνι, και τα Αλώνια.
Μάλλον όταν ήρθαν οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στις λαγκαδιές για να μην φαίνεται τίποτα από την θάλασσα για τον φόβο των πειρατών, και σιγά σιγά μεγάλωσε, και ανέβηκε και στους λόφους.
Οι λόφοι εκτείνονται από τον βορρά στην Ανατολή και στο νότο και μόνο από την Δύση είναι πεδιάδα και ο δρόμος που ενώνει το χωριό με άλλα χωριά του νησιού μας.
Στην κορυφή στα Αλώνια, στον τρίτο λόφο, από την πλευρά του νότου, υπάρχει σε ένα τμήμα του χτισμένο το σχολείο του χωριού μας.
Ένα πολύ όμορφο κτήριο που ένα τμήμα του είχε κτισθεί παλιά και ξεκίνησε μόνο σαν αρρένων και γύρω στο τριάντα έγινε μικτό.
Αυτό το λέω γιατί η μαμά μου που γεννήθηκε το 1915 τελείωσε το δημοτικό το 1927 στο παρθεναγωγείο στον άγιο Κωνσταντίνο ενώ η αδερφή της που γεννήθηκε το 1925 πήγε το 1932 στο πάνω σχολείο που είχε μετατραπεί σε μικτό.
Και μετά όταν νομάρχης Λέσβου έγινε ο Γεώργιος Παπανδρέου το σχολείο μεγάλωσε, προστέθηκαν αίθουσες και έγινε αυτό που είναι τώρα.
Γι αυτό πολλές φορές όταν τουλάχιστον ήμουν εγώ μαθήτρια αναφερόμαστε στο παλιό και στο καινούργιο τμήμα του.
Ο λόφος πήρε το όνομά του επειδή παλιά υπήρχαν εκεί πολλά αλώνια μια και το έβρισκε ο αέρας και βόλευε στο λίχνισμα.
Μέχρι που ένας ανεμοστρόβιλος όπως αναφέρει στο βιβλίο του “το χωριό μου η Βρίσα” ο Τσέλεκας, σκόρπισε όλες τις θημωνιές και καταργηθήκαν τα αλώνια επειδή φοβήθηκαν οι χωριανοί μου που έχασαν τις σοδειές τους, έμεινε όμως το όνομα.
Σε ένα άλλο κομμάτι του ο λόφος έχει ένα ωραίο αλσύλιο με πεύκα και λίγα κυπαρίσσια που συνορεύει με τον αυλόγυρο του σχολείου.
Τα πεύκα αυτά δεν είναι αυτοφυή αλλά έχουν φυτευτεί σε όμορφες σειρές στοιχισμένα και κάποτε στα μικράτα μου το μέρος ήταν συχνά τόπος παιχνιδιού δικού μας αλλά και αναψυχής των γονιών μας.
Μου είναι άγνωστο πότε φυτεύτηκαν, ίσως μαζί με αυτά που υπάρχουν μέσα στην αυλή του σχολείου, ίσως μετά.
Το θέμα είναι ότι η θέση και τα δέντρα είναι πανέμορφα.
Δεν είχε κανένα κέντρο αναψυχής για να κάτσεις εκεί επάνω, αλλά πολλά καλοκαιρινά απογεύματα, ειδικά όταν έκανε ζέστη στο χωριό, πολύς κόσμος σε παρέες ανέβαινε στο λόφο που είχε δροσιά με τα πεύκα και το αεράκι που ερχόταν από την Λαγκάδα, με κουρελούδες ή κουβέρτες που τις έστρωνε κάτω στις πευκοβελόνες και απολάμβανε την θέα και την κουβεντούλα με φίλους και γνωστούς.
Και εμείς τα παιδιά βρίσκαμε την “αγιά χαρά” μας με τα παιχνίδια, κυνηγητό ή κρυφτό μόλις νύχτωνε λίγο.
Η θέα ήταν πράγματι καταπληκτική.
Απέναντι ο λόφος του νεκροταφείου με το εκκλησάκι και τα κυπαρίσσια του και πιο κάτω η εκκλησία με το καμπαναριό της, η λαγκαδιά της Λαγκάδας με τις ελιές της, τα Βιγλιά με τα πεύκα, η Πεφτσανή με τα σπαρτά της, τα Πριβόλια με τις ελιές και τις λεύκες τους και στο βάθος τα βουνά της Άγρας και της Καλονής.
Και σχεδόν όλο το χωριό στα πόδια μας με τα σπίτια του, με τα χρωματιστά παράθυρα και πόρτες και τις κεραμιδένιες στέγες τους.
Σπίτια γνωστά, το δικό σου, του γείτονα, της φίλης σου, που ήταν σαν να σου έγνεφαν φιλικά από μακρυά ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τους.
Εμάς τους μικρούς βέβαια πιο πολύ μας ενδιέφερε το παιχνίδι παρά η θέα.
Και μετά όταν λαχανιάζαμε και ζεσταινόμαστε από το τρέξιμο ανάμεσα στα πεύκα, τρέχαμε για νερό που είχαμε φέρει μαζί μας, αρπάζαμε και μια «φιλέτα» ψωμί με τυρί και συνεχίζαμε το «παιξιό».
Ένα απόγευμα Κυριακής η μαμά μου ετοίμασε αυγά βραστά, τυρί, ψωμί, σύκα και σταφύλια, δύο κύπελλα, μία μεγάλη πετσέτα- τραπεζομάντηλο, τα βάλαμε σε ένα καλάθι, πήραμε και ένα μικρό λαγήνι με νερό και ξεκινήσαμε μαζί και ο μπαμπάς μου, να βρούμε την παρέα μας στα Αλώνια.
Μαζί μας είχαμε και κουβερτούλα υφαντή βαμβακερή για να την απλώσουμε να κάτσουμε επάνω να μην λερώσουμε τα καλά μας ρούχα.
Εμένα η μαμά μου εκείνες τις ημέρες μου είχε ράψει ένα ωραίο άσπρο πικεδένιο φουστανάκι με μικρά κόκκινα λουλουδάκια επάνω του.
Καινούργιο ήταν και είχα την λαχτάρα να το φορέσω και την παρακαλούσα να με αφήσει, και δεν ξέρω πώς την βρήκα “μπόσικη” και είπε το ναι.
Αλλά μου είπε και το “άνοιξε τα μάτια σου και κάν’ τα δεκατέσσερα μην το γεμίσεις ρετσίνες”.
Φόρεσα λοιπόν το φορεματάκι και μια “λιζέζ” σε χρώμα ρόζ από πάνω πλεγμένη με το βελονάκι γιατί φύσαγε λίγο να μην κρυώσω, που είχαμε και αμυγδαλές, και ανεβήκαμε την ανηφόρα που οδηγούσε στα Αλώνια, που ήταν δύσκολη και απότομη και με χώμα, και φτάσαμε στα πεύκα.
Βρήκαμε την παρέα μας, καθήσαμε, βγάλαμε τα φαγιά μας και φάγαμε, οι μεγάλοι έπιασαν την κουβέντα και εγώ πήγα με τα παιδιά και αρχίσαμε το παιχνίδι και… “τα μάτια μου δεκατέσσερα” στις ρετσίνες.
Τα αγόρια της οικογένειας δεν είχαν έρθει μαζί, κάπου στις “αγιά Μαρίνες” θα ήταν παίζοντας ψηφέλια και δεσπίχια.
Και βρήκα εγώ κάτι μεγαλύτερα παιδιά και παίζαμε κυνηγητό, και κάποια στιγμή που τα κυνήγαγα, έπιασα ένα αγόρι, και με έσπρωξε για να ξεφύγει, και τον κράταγα εγώ δυνατά από την μπλούζα, και κάνει ένα χράτς, και πάει η μπλούζα.
Δυό κομμάτια έγινε.
Αυτός φοβήθηκε, βάζει τα κλάματα, και τρέχει ο αδερφός του που ήταν μεγαλύτερος, και με βουτάει και με κολλάει σε ένα πεύκο, και πάλευα εγώ να ξεφύγω, ήμουν και εκπαιδευμένη με δύο αγόρια στο σπίτι και τον κλώτσαγα, και με βάσταγε δυνατά στο πεύκο, και το κεφάλι μου μαζί, και ξέχασα και το “τα μάτια σου δεκατέσσερα” και γέμισαν τα μαλλιά μου και η λιζέζ και το φόρεμα ρετσίνες, και άντε να τα καθαρίσεις και να “καθαρίσεις” και με την μάνα μου την Πελαγία.
Που κάποιος έτρεξε και της είπε ότι η κόρη της μαλώνει και ήρθε και με μάζεψε αλλά το κακό είχε γίνει.
Και φύγαμε άρον-άρον και έφαγα ξύλο που μάλωνα με μεγαλύτερα παιδιά και μάλιστα αγόρια, ούτε που άκουσε τις δικαιολογίες μου πώς έγιναν τα πράγματα που είχα και δίκιο, μου έβγαλε τα ρούχα, και άρχισε με βενζίνη να προσπαθεί να καθαρίσει πρώτα τα μαλλιά μου, αλλά πού να καθαρίσουν.
Παιδευόταν και με παίδευε και τελικά όσα είχαν πολύ ρετσίνα μού τα έκοψε με το ψαλίδι.
Τόπους τόπους κουρεμένη ήμουν και δεν μπορούσα να τα δω από πίσω και φοβόμουν ότι θα ήμουν σαν “κουριμένου πλάρ”, και έκλαιγα για το φορεματάκι και τα μαλλιά, αλλά ο μπαμπάς μου είπε ότι δεν φαινόταν τίποτα και ησύχασα λίγο.
Το καινούργιο φορεματάκι το έκοψε η Πελαγία όπου δεν είχε ρετσίνες για να το κάνει μετά κουρελάκια να “φάνει” κουρελού και η λιζέζ δεν ξέρω τι απέγινε.
Πάντως δεν την ξαναφόρεσα ούτε αυτήν.
Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν μετάνοιωσα καθόλου που τα έβαλα με τα αγόρια γιατί είχα δίκιο, και άλλως τε εμένα μου άρεσε και τότε και τώρα να πολεμάω για το δίκιο μου και ας “φάω τα μούτρα μου”.
Στην προκειμένη περίπτωση μού “έφαγε” η μαμά μου τα μαλλιά μου.
Και χαλάλι όλα, γιατί πήρα τα εύσημα από τα δικά μας αγόρια όταν έμαθαν τι έγινε, για το πόσο θαρραλέα είμουνα, και μου είπαν μπράβο που δεν παραδόθηκα και τα έβαλα με το αγόρι και το κλώτσαγα που ήταν και μεγαλύτερο.
Και πού να βλέπατε πόσα γίνανε τα μάτια μου όχι σε αριθμό δεκατέσσερα αλλά σε μέγεθος, όταν άκουσα το μπράβο τους.
Αυτό δεν είχε ξαναγίνει ούτε και ξανάγινε ποτέ.
Ηρωίδα για λίγες μέρες η Κατινούλα.
Έχω όμως και μια αμφιβολία στο βάθος του μυαλού μου που με τρώει, για το μπράβο λέω που μου είπαν, βρε μπας και είχαν προηγούμενα με το αγόρι και απλά τον εκδικήθηκαν που έφαγε τόσες κλωτσιές και μάλιστα από κορίτσι και ντροπιάστηκε κιόλας;