Ο ερευνητής της ιστορικής διαδρομής του χωριού μας Κωνσταντίνος Κώστας έχει αφιερώσει πολύ χρόνο και πολύ κόπο για την έρευνα της ιστορικής διαδρομής του χωριού μας με ιδιαίτερη επικέντρωση των προσπαθειών του στην περιοχή του αγίου Φωκά. Ένα ακόμα σχετικό άρθρο δημοσιεύει σήμερα στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ. Πιστεύουμε ότι ο χωριανός μας διευθυντής της εφημερίδας Μανώλης Μανώλας θα μας επιτρέπει την αναδημοσίευση του άρθρου αυτού.
Από τον Διονύσιο τον Βρησαγενή στον Άγιο Φωκά Από τον ιστορικό πυρήνα της μυθολογίας, στην ιστορία
H αρχαία Bρίσα και η Λυρνησσός
Του Κων/νου Αθ. Κώστα
Το μοναδικό εξωκλήσι στη μνήμη του Αγίου Φωκά στη Λέσβο, βρίσκεται στο ομώνυμο ακρωτήρι της νότιας παραλίας του νησιού, στην αγροτική περιοχή του χωριού της σημερινής Βρίσας, που αποτελεί την ιστορική του συνέχεια και συνδέεται άμεσα με την ίδια ονομασία που είχε στην αρχαία εποχή, όπως μας το παραδίδει ο ιστορικός και γραμματικός Στέφανος Βυζάντιος, που έζησε στο τέλος του 5ου έως τα μέσα του 6ου μ.Χ. αιώνα («Βρίσα άκρα Λέσβου…»).
Σήμερα η λαϊκή λατρεία του Αγίου Φωκά είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Στις ιδιότητές του, σαν προστάτη των ναυτικών που του αποδιδόταν άλλοτε, έχει τελείως εκτοπισθεί από τον Άγιο Νικόλαο.
Η παράδοση φθάνει σε μας με το εγκώμιο που συνέγραψε ο Επίσκοπος Αμασείας, στον Πόντο της Μ. Ασίας, Αστέριος στο τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα (εγκώμιο στον Άγιο Ιερομάρτυρα Φωκά, Migne, PG, 40, στ.299-314).
Κατά το κείμενο αυτό ο Άγιος Φωκάς είναι ναυτικός, σωτήρας και θαυματουργός, γι’ αυτούς που κινδυνεύουν στη θάλασσα. Είναι επίσης γιατρός θεραπευτής των ψυχικών και σωματικών νόσων, όπως ψάλλεται στην ακολουθία του, στις είκοσι δύο Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου. («…Τοις εν θαλάσση Πάτερ, βοηθείς καθ’ εκάστην, νοσήματα διώκεις, παύεις ψυχής και σαρκός αρρωστήματα, παρά κυρίου την χάριν μάρτυς Φωκά…»).
Μαρτύρησε το 2ο αιώνα μ.Χ., στον τόπο γενέτειρας του, τη Σινώπη του Πόντου. Η διάδοση της λατρείας του κάλυπτε όλη την ανατολική Μεσόγειο, από τον Πόντο, την Κωνσταντινούπολη και το Αιγαίο, ως την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη Σικελία και τη Ρώμη.
Στον ελληνικό νησιωτικό χώρο αναφέρονται σήμερα δεκάδες αγνώστων ναΐσκων του αγίου, καθώς και τοπωνύμια (ακρωτήρια, νησάκια κ.τ.λ.), σχετιζόμενα με τα λείψανα της λατρείας του Αγίου Φωκά.
Η λατρεία του ως ναυτικού αγίου διήρκησε μέχρι του τέλους του 7ου αιώνα και σε αρκετές επαρχίες πολύ μετά από τον αιώνα αυτόν, οπότε αντικαταστάθηκε από τον Άγιο Νικόλαο, με την ευκαιρία μιας ναυτικής νίκης των Βυζαντινών κατά των Αράβων, το 805 που αποδόθηκε στην εύνοια του Αγίου.
Οι παλαιοί κάτοικοι της Βρίσας τίμησαν τον καινούριο προστάτη των ναυτικών, στην περιοχή της πρώτης μετεγκατάστασης των, στο Παλαιοχώριον όπως αναφέρεται στον κώδικα της παλαιάς Κοινότητας Βρίσας, στη περιοχή του Γατελούζικου Πύργου, όπως προκύπτει από τα ελάχιστα πια ευρήματα ερειπίων εξωκλησιού στο χώρο αυτό, στη χάρη του Αγίου Νικολάου (δες Τσέλεκα «Το χωριό μου τη Βρίσα», την αναφορά του για ξωκλήσια της περιοχής του Παλιόπυργου).
Το εξωκλήσι στη μνήμη του Αγ. Φωκά, εκεί στο απόμακρο ομώνυμο ακρωτήριο της Λέσβου, είναι κτισμένο το έτος 1968, βορειότερα από το προηγούμενο, που ήταν χτισμένο το 1872 και κατεδαφίστηκε λόγω των ανασκαφών της αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ασφαλώς και στη θέση αυτού του παλαιού υπήρχε άλλο, όπως μαρτυρείται για πρώτη φορά, στο έργο του Τούρκου πλοιάρχου Πίρι Ρέις, «το βιβλίο της Ναυσιπλοΐας», μεταξύ των ετών 1520 – 1526 (βλ. Δ. Λούπη, Ο Πίρι Ρέις χαρτογραφεί το Αιγαίο, σελ. 202, Αθήνα 1999).
Σήμερα στη γιορτή του Αγίου μπορεί να μην συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου, αλλά ο χώρος όλος αυτός του «ακρωτηρίου» και της περιοχής που γειτνιάζει, έχει τη δική του ξεχωριστή ιστορία, ώστε η θέση αυτή που κατοικείται από την Πρώιμο Εποχή του Χαλκού, δηλαδή από το 2600-2000 χρόνια π.Χ., δικαίως να συγκεντρώνει το ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον του καθενός, για τη συμβολή και όχι μόνο, στην προϊστορική κατοίκηση της Ελλάδας και τη γένεση του Ελληνικού Έθνους, «μικρά ανασκαφή της αρχαιολόγου Δ. Χατζή το έτος 1968 εις το κτήμα Βάσσου, περί τα 100μ. ΝΔ του νέου ναού του Αγίου Φωκά, επί του εμωνύμου ακρωτηρίου παρά το χωρίον Βρίσα, κατά το νότιον άκρον της Λέσβου, απεκάλυψε ΠΕ (Πρωτοελλαδικά) και ιστορικών χρόνων όστρακα, άλλα δε ΠΕ όστρακα συνελέγησαν εκ της επιφανείας του εδάφους νοτίως του ανασκαφέντος χώρου» – Αρχαιολογικό Δελτίο 1972 Χρονικά – (από τη μελέτη του Κων/ νου Θ. Συριαπόλου, «η Προΐστορική Κατοίκησις της Ελλάδος και η Γένεσις του Ελληνικού Έθνους»).
Μέχρι σήμερα η σκαπάνη της αρχαιολογίας πολύ λίγο συνέβαλε στην ανάδειξη της περιοχής, ως μείζονος σημασίας αρχαιολογικού κέντρου, στο βαθμό που το διατύπωσε ο Λέσβιος αρχαιολόγος Ιωάννης Κοντής, γράφοντας «ότι η σημασία της περιοχής της Βρίσας (στην περιοχή στην οποία ανήκει το ακρωτήριο του Αγ.Φωκά) και του ιερού του Διονύσου Βρησαγένους είναι μεγάλη. Από την εξερεύνηση τους εξαρτώνται πολλά επιστημονικά θέματα που αναφέρονται σε ολόκληρο το βοριοανατολικό Αιγαίο» (Ι. Κοντής, Η Λέσβος και η Μικρασιατική της περιοχή σελ. 365 παρ. 1911).
Μία παράμετρος της εργασίας αυτής είναι η ιστορική ανάδειξη της περιοχής από τα υπάρχοντα αρχαιολογικά ευρήματα και την υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία.
Συνεχίζοντας λοιπόν, θα τονίσουμε ότι η λατρεία της πρώτης Χριστιανικής ζωής στο τέλος του 5ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα αποτυπώνεται στον ίδιο χώρο με την παλαιοχριστιανική βασιλική, τα ερείπια της οποίας περιέγραψε το έτος 1972 η αρχαιολόγος Δέσποινα Χατζή. Αποκαλύφθηκε το κεντρικό κλίτος, το ιερό, το μεγαλύτερο μέρος του νάρθηκα, μέρος του προς το Δ. του νάρθηκα προσκτίσματος και των εξωτερικών τοίχων. Το δάπεδο στο κεντρικό κλίτος και στο νάρθηκα είναι στρωμένο από πλάκες διαφόρων μεγεθών πάνω στο φυσικό βράχο που διακρίνεται εκεί όπου το δάπεδο είναι κατεστραμμένο. Επί του βράχου σε ανεστραμμένη θέση ήταν μία αρράβδωτη μαρμάρινη βάση με την επιγραφή «Χαριστήριον». (Δ. Χατζή, Αρχαιολογικό Δελτίο 27 (1972): Χρονικά σελ. 596 κ.ε.)
Έκτοτε το αρχαιολογικό ενδιαφέρον για μια περισσότερο εκτεταμένη ανασκαφή περιέπεσε στις «καλένδες», με μοναδική εξαίρεση αυτή του έτους 1993, κατά το οποίο, με χρήματα της τότε κοινότητας Βρίσας, έγινε περίφραξη του αρχαιολογικού χώρου και μια υποτυπώδης έρευνα για τον εντοπισμό του ναού του Διονύσου του Βρησαγενούς (Αρχαιολογικό Δελτίον 48 1993).
Στην κορυφή του ακρωτηρίου του Αγίου Φωκά και σε μικρή απόσταση από το ομώνυμο ναΐδριο βρίσκονται λείψανα μικρού αρχαίου ναού, τον οποίο περιέγραψε αναλυτικά ο Γερμανός αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος R. Koldewey, το έτος 1885 και ταύτισε αυτόν με το ναό του Διονύσου χάρη σε μία επιγραφή που υπήρχε με αφιέρωση στο Διόνυσο το Βρησαγενή (ΜΕΓΑΡΙΤΟΣ ΑΙΣΧΙΝΟΥ ΔΙΟΝΥΣΩ ΒΡΗΣΑΓΕΝΕΙ).
Η επιγραφή καταγράφει την αφιέρωση του Μεγάριτου, γιού του Αισχίνη, στο Διόνυσο το Βρησαγενή και χρονολογείται τον 4ο π.Χ. αιώνα (I.G. XII, ii, 478 = B.C. ii, iv, 1880, p 445, no 29), όπως αναφέρει στην περιώνυμη διατριβή της, η Emily Ledyard Shields «The Cults of Lesbos» («Οι Λατρείες της Λέσβου» σελ. 59).
Η λατρεία του Διόνυσου ήταν μεγάλη και παρουσιάζεται διαδεδομένη σε ολόκληρο το νησί της Λέσβου. Συνδέεται με την καλλιέργεια της αμπέλου και την παραγωγή του κρασιού, που αποτελούσαν την κυριότερη πηγή οικονομίας στην αρχαία εποχή.
Προς τιμήν του Διονύσου γινόταν γιορτές και αγώνες σε όλη τη Λέσβο, κυρίως κατά την Ελληνιστική (323-146 π.Χ.) και Ρωμαΐκή εποχή (146 π.Χ. – 305 μ.Χ.).
Ο Ρωμαίος συγγραφέας του 3ου αιώνα μ.Χ. Αιλιανός, μιλάει για «τριετηρίδες» του Διόνυσου, που μπορεί να αποδοθούν ότι ένα φεστιβάλ προς τιμήν του γινόταν κάθε τρία χρόνια στην περιοχή της Βρίσας στο νότιο μέρος του νησιού, όπως αναφέρεται στις «Λατρείες της Λέσβου» από την Shields (1917, σελ. 64), λαμβάνοντας υπ’ όψη και το συγγραφέα του 4ου μ.Χ. αιώνα Λόγγο, που περιγράφει ένα Διονυσιακό φεστιβάλ «στη γέννηση του κρασιού», στους τόπους λατρείας του.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Διόνυσος, θεός του κρασιού και της μέθης, ήταν γιός του Δία και της Σεμέλης. Από φιλοσοφική άποψη αντιπροσώπευε την ενστικτώδη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, που συμπλήρωνε τη λογική πλευρά, την οποία συμβόλιζε ο Απόλλωνας.
Η πρωιμότερη λατρεία του Διόνυσου στη Λέσβο, όπως αναφέραμε, πρωτοεμφανίστηκε στο ακρωτήριο της Βρίσας, σήμερα Αγίου Φωκά και μαρτυρείται από το έτος 343 π.Χ., από τον Αθηναίο πολιτικό και ιστορικό Ανδροτίωνα, ο οποίος αναφέρεται στον ιδρυτή του ιερού και μυθικό οικιστή της Λέσβου Μάκαρ ή Μακαρεύς: «το ιερόν του θεού εν τη Βρίση φησίν ιδρύσθαι υπό Μάκαρος», με χρονολογία που υπολογίζεται περίπου γύρω στα 1400 π.Χ. Ο Σταυράκης Αναγνώστου αναφέρει το έτος 1826 π.Χ. (Στ. Αναγνώστου, Η Λεσβιάς Ωδή, Αθήνα 1972, επανέκδοση). Υπολογίζοντας ότι ο Μάκαρ ήλθε στη Λέσβο επτά γενεές (περίπου 200-210 χρόνια) μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος το 1620-1600 π.Χ., που συνδέεται με την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης (αρχαιολόγος Χρίστος Ντούμας, 14.3.2008, «Η Καθημερινή», αναφερόμενος σε εργαστηριακή χρονολόγηση από ειδικούς επιστήμονες), καταλήγουμε σε μια χρονολόγηση γύρω στα 1400 π.Χ. για την έλευση του Μάκαρ και της ύπαρξης του Διόνυσου Βρισαίου ή Βρησαγενούς ή και Βρησσαίου, κατά το λεξικό του Ησύχιου. (για τις ποικίλες ορθογραφίες, που ενδιαφέρουν τους ειδικούς, βλ. Gruppe – όπως αναφέρεται στη Shields “The Cults of Lesbos”, 1917). Πήρε την επωνυμία «Βρισαίος», όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος (5ος-6ος μ.Χ. αιώνας): «Βρίσα άκρα Λέσβου εν η ίδρυται Διόνυσος Βρισαίος». Βρησαγενής δε από την περιγραφή που βρέθηκε στο ακρωτήριο του Αγίου Φωκά και περιέγραψε ο Γερμανός αρχαιολόγος Koldewey. Η λατρεία του Διόνυσου στο ακρωτήριο της Βρίσας μεταφέρθηκε από την κυρίως Ελλάδα, από τον οικιστή της Λέσβου Μάκαρα και από τις απόψεις μερικών το όνομα Διόνυσος Βρισαίος και αντίστοιχα το τοπωνύμιο «Βρίσα» δεν είναι τοπικό, αλλά εισήχθη από την Βοιωτία, αν αποδεχτούμε την άποψη συγγραφέων όπως αυτή του Wilamowitz και του Gruppe (βλ. Gr. Myth. Pp 296-297), που αναφέρονται στη διατριβή της Shields (σελ. 75) και υποστηρίζουν ότι είναι πιο κοντά στην αλήθεια από τη γνώμη του Lewis Farneli (βλ. Στο έργο του «Λατρευτικά Αντικείμενα των Ελληνικών Πόλεων, Οξφόρδη, 1896-1909). Ο Βρησάδας στη Βοιωτία, αλλά κυρίως το γεγονός ότι ο Διόνυσος λατρευόταν στην πόλη Βρυσαί στο όρος Ταϋγετος της Λακωνίας, ανατρέχουν στην ίδια πηγή προέλευσης. Το ίδιο, δηλαδή τη μεταφορά του ονόματος από την Ελλάδα μας βεβαιώνει ο Plehn το 1826, στα «Λεσβιακά» του, (βλ. μετάφραση Ευστ. Γεωργιάδου, 1849, επανέκδοση 1973, σελ. 153). Το αυτό αργότερα -1949- διαβάζουμε στο Λέσβιο συγγραφέα Ματζουράνη, «Οι Πρώτες Εγκαταστάσεις των Ελλήνων στη Λέσβο», (σελ. 29) αναφερόμενος σε τοπωνύμια της Πελοποννήσου που βρίσκουμε στη Λέσβο. Στον αντίποδα άλλοι, υιοθετούν την άποψη ότι το όνομα του ακρωτηρίου έδωσε το όνομα στο Διόνυσο και στο ναό του, όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος «Βρίσα άκρα Λέσβου εν η ίδρυται Διόνυσος Βρισαίος». Το ίδιο και ο Ανδροτίων, λέγοντας ότι «το ιερό του Θεού ιδρύθηκε στη Βρίσα από το Μάκαρα».
Ο αναφερόμενος πιο πάνω Farnell, πιστεύει ότι «τα χνάρια που οδηγούν πίσω στη Βοιωτία είναι πολύ αχνά» και ότι το όνομα μπορεί να προήλθε από ντοπιολαλιά του νησιού.
Σχετικά με το θέμα αυτό στο Μέγα Ετυμολογικό λεξικό «Magnum», όπως διαβάζουμε στο «Θησαυρό της Ελληνικής γλώσσης» (Ερρίκος Στεφάνου, Παρίσιοι 1833, τομ. 2, σελ. 423) δίδεται η επιλογή για δύο εκδοχές προέλευσης. Στη λέξη Βρισαίος [με τονισμό περισπωμένης] διαβάζουμε: «ούτως επωνυμείται, ο Διόνυσος και εάν μεν [γραφεί] δια του ι [γιώτα], προέρχεται από το [ρήμα] βρίζειν σημαίνον ο ορμητικός, εάν δε γραφεί δια του η [ήτα] προέρχεται από το ακρωτήριον της Λεσβιακής Βρήσης, το οποίον αναφέρει ο Ανδροτίων. «Την γραφήν “Βρησα” (με περισπωμένη) επιβεβαιώνουν επιγραφαί Σμυρναϊκαί, εις τας οποίας υπάρχει [αναγράφεται] “θεώ Βρησεί Διονύσω” και “Βρησεί Διονύσω” αν και (αναφέρεται) εφ’ άπαξ προσέτι “τον Βρεισέα Διόνυσον”, τουτ’ εστί (δηλαδή είναι ταυτόσημον) τον “Βρισέα”.
Στη “Συναγωγή Επιγραφών” (τομ. 2, α,72) ο Boeckh αναφέρει, εις επιγραφήν εκ Κωνσταντινοπόλεως, αναγεγραμμένον “Κορνηλία Λευκίου Βρησαιίς”, (άλλη ανάγνωσις ΒΡΗΣΑΕΙΣ, άλλη ΒΡΗΣΑΙΣ). Ο Ησύχιος (λεξικογράφος), αναφέρει: Βρησσαίος ο Διόνυσος, όπως εξηγεί ο Dindorf (γερμανός φιλόλογος)».
Στη μυθική Βρίσα αναφέρεται η παράδοση για την ηρωίδα του Τρωικού πολέμου, τη Βρισηίδα, την «ικέλη χρυσέη Αφροδίτη» (Τ. 282), όπως την περιγράφει ο Όμηρος, το μήλον της Έριδος ανάμεσα στον Αχιλλέα, που την πήρε σαν λάφυρο και στον Αγαμέμνονα, που τη θέλησε αργότερα, τότε που χρειάστηκε να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της.
Στην τοπική παράδοση διατηρήθηκε ζωντανή η πίστη για το πέρασμα του Αχιλλέα από την αρχαία Βρίσα. Με περηφάνια δείχνουν οι κάτοικοι, ακόμη και σήμερα το πηγάδι στο δρόμο για τον Άγιο Φωκά, το οποίο «άνοιξε» ο Αχιλλέας και ονομάζεται προς τιμή του «Αχιλλο-πήγαδο». Το σημερινό μεσογειακό χωριό της Βρίσας συνδέεται άμεσα με το Βρισαίο Διόνυσο, αποτελώντας έτσι ένα παράδειγμα ιστορικής συνέχειας στην άκρη αυτή της Λέσβου (βλ, Ψαριανός, «Αντίλαλος της Βρίσας», τευχ. 30, 2001, σ. 74, και «Βρίσα Λέσβου – Αρχαιολογικά Ιστορικά» Αθήνα 2009 – έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου Βρισαγωτών Λέσβου – Αθήνας – σελ. 13).
Η Λέσβος την περίοδο του Τρωικού πολέμου ανήκε στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική επικράτεια της Τροίας. Υπήρξε σύμμαχος των Τρώων, κάτω από την ηγεσία του αρχηγού των Πελασγών, τον Πυλαία (Ιλιάδα, Β 842). Τα λόγια του Αχιλλέα προς τον Πρίαμο φανερώνουν ότι όλα αυτά τα μέρη τα κυβερνούσε ο Πρίαμος, όπως αναφέρεται στα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα (63-23 π.Χ.) έχοντας υπ’ όψιν την Ιλιάδα (Ω 543-545): «ακούγαμε γέροντα για σένα πόσο πλούσιος είσαι με όσα κλείνει μέσα της η Λέσβος, πόλη του Μάκαρος, η αντίπερα Φρυγία, ο ασυνόρευτος Ελλήσποντος».
Ο Φιλόστρατος, σοφιστής και παιδαγωγός, που έζησε στο τέλος του 2ου έως τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. (270-244/249) μας δίνει την πληροφορία (Ηρωικός σ. 187, εκδόσεις Κάκτου, 1995) ότι ο Αχιλλέας από τις είκοσι τρεις πόλεις που κυρίευσε και πήρε πολλά λάφυρα, τίποτα δεν τον συγκίνησε εκτός από ένα κορίτσι τη Βρισηίδα. Αντλεί την πληροφορία αυτή από την Ιλιάδα (Ι 328-329). «…δώδεκα δη συν νηυσί πόλεις αλάπαξ’ ανθρώπων, πεζός δ’ έντεκα φημί κατά Τροίην ερίβωλον» ερήμωσα δώδεκα πόλεις από ανθρώπους με τα πλοία και λέω πως ερήμωσα έντεκα πεζός, στην εύφορη Τροία. Σήμερα είναι αποδεκτό, ότι η Ομηρική Βρισηίδα συνδέεται με την αρχαία Βρίσα (Ματζουράνης, Οι Πρώτες Εγκαταστάσεις των Ελλήνων στη Λέσβο, 1949, αναφερόμενος σε Bary I 43 και Wilamowitz., 177) και ήταν κόρη του Βρισέα (Ιλιάδα Ι 132, Ι 274) από τον οποίο προέρχεται και το όνομά της. Στους στοίχους αυτούς είναι φανερή η Λεσβιακή καταγωγή της Βρισηίδας
«Θα σου δώσω (λέει ο Αγαμέμνων) εφτά Λεσβίδες και ανάμεσα σ’ αυτές θα είναι εκείνη, που σου στέρησα τότε, η κόρη του Βρισέα…» και παρακάτω (Ι 270-274) «…θα δώσει εφτά Λεσβίδες (μεσολαβεί ο Οδυσσέας μιλώντας στο στράτευμα), τις οποίες κυρίευσε στην καλοχτισμένη Λέσβο (ο Αχιλλέας) …αυτές θα του δώσει. Ανάμεσα τους θα είναι κι εκείνη που του στέρησε τότε, η κόρη του Βρισέα». Υπάρχουν όμως μελετητές όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (12ος αιώνας μ.Χ.) που αναφέρει την Ομηρική Πήδασο της απέναντι Μικρασιατικής περιοχής (Ευστάθιος, Παρεκβολαί στην Ομήρου Ιλιάδα), σαν την πατρίδα της Βρισηίδας. Ο Στράβων (1ος π.Χ αι.) αναφέρει (Γεωγραφικά 13 σ. 50, εκδόσεις Κάκτου, 1994) ότι η Βρισηίδα αιχμαλωτίστηκε στην πόλη Λυρνησσό της Μ. Ασίας – εκ μέν Λυρνησσού Βρισηίς εάλω – αναφερόμενος στον Όμηρο (Β 690) που γράφει γι’ αυτήν ότι «εκ Λυρνησσού εξείλετο» (από τη Λυρνησσό αιχμαλωτίστηκε). Στην Ιλιάδα όμως η Λυρνησσός δεν τοποθετείται γεωγραφικά. Ο Λέσβιος αρχαιολόγος Ι. Κοντής (βλ. ο.π, σελ. 108 και σ. 478 σημ. 230), υποστηρίζει και αυτός τη Λυρνησσό της Μ. Ασίας και έχει την άποψη, ότι η Βρισηίς εάν ήταν Λεσβία, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να στηριχθεί σε κείμενα της Ιλιάδας, λέει, στηριζόμενος σε «χωρίο» της Ιλιάδας (Ιλιάς Τ 295) στο οποίο η Βρισηίδα σε κατάσταση θλίψης για το θάνατο του Πάτροκλου, αναλογίζεται τα δικά της δεινά: «…τρεις τε κασιγνήτους, τους μοι μία γείνατο μήτηρ….ότ΄άνδρ’ εμόν ωκύς Αχιλλεύς έκτεινεν, πέρσεν δε πόλιν θείοιο Μύνητος» – όταν ο γρήγορος Αχιλλέας σκότωσε τον άντρα μου, τους τρεις αδελφούς μου και κυρίευσε την πόλη του θεϊκού Μύνητα, στη Θήβη.
Η αναφορά αυτή θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη στην Ιλιάδα και είναι η γνωστή αθέτηση των στίχων αυτών από τον Αρίσταρχο (δες σχόλιο 38 στον 5ο τόμο της Ιλιάδας, εκδόσεις Κάκτου, Αθήνα 1992, σελ.239).
Εξάλλου η πατρίδα του Μύνητα δεν είναι απαραίτητο, ούτε αναφέρεται στην αρχαία ελληνική Γραμματεία, να είναι ταυτόσημη με την πατρίδα της Βρισηίδας. Όπως θα δούμε παρακάτω, είναι γνωστή η σύγχυση που δημιουργείται από τις πόλεις με το ίδιο όνομα στο νησί της Λέσβου και της απέναντι Μικρασιατικής περιοχής.
Η Λεσβιακή καταγωγή της φαίνεται καθαρά στο «χωρίο» της Ιλιάδας (Ι 128-132 και στο ίδιο 270 ε.) όπου ο Αγαμέμνων προτείνει την επιστροφή της Βρισηίδας στον Αχιλλέα, μαζί με τις επτά «Λεσβίδες» προκειμένου να εξευμενίσει αυτόν ώστε να πάψει η οργή του και να επιστρέψει στο στρατόπεδο και στις μάχες. Μιλά λοιπόν για γυναίκες της ίδιας καταγωγής (Λεσβίες) που θα έδινε σ’ αυτόν: «δώσω δ’επτά γυναίκας αμύμονα εργ’ ιδυίας Λεσβίδας, ας ότε Λέσβον ευκτιμένην έλεν αυτός εξελόμην, αι κάλλει ενίκων φύλα γυναικών, τας μεν οι δώσω, μετά δ’ έσσεται ην τότ’ απηύρων κούρη Βρισήος…» (Ι 128-132).
(Θα δώσω επτά γυναίκες Λέσβιες, που ξέρουν αψεγάδιαστα εργόχειρα [να κάνουν] και τις διάλεξα, όταν εκείνος κυρίεψε την καλοχτισμένη Λέσβο και ξεπερνούσαν σε ομορφιά όλες τις γυναίκες. Αυτές θα του δώσω και ανάμεσα σ’ αυτές θα είναι εκείνη, που του στέρησα τότε, η κόρη του Βρισέα…), ( βλ. εκδόσεις Κάκτος, τομ. 3, σελ.37 )
Και πιο κάτω (Ι 270 κ.ε), ανακοινώνει ο Οδυσσέας -«..επτά γυναίκας ..Λεσβίδας ..τας μεν τοι δώσει, μετά δ’ εσσεται ην τότ’ απηύρα κούρη Βρισήος»- εφτά γυναίκες θα σου δώσει. Ανάμεσα τους θα είναι κι εκείνη που σου στέρησε τότε, η κόρη του Βρισέα.
Το όνομα της, Βρισηίς, το πήρε όπως αναφέραμε από τον πατέρα της Βρισέα και είχε άμεση σχέση με τη Βρίσα της Λέσβου.
Σήμερα η γνώμη του Wilamowitz (1848-1931) Γερμανού καθηγητή του Πανεπιστημίου, κεντρική μορφή της κλασικής φιλολογίας στον 19ο και 20ο αιώνα, κορυφαίος μελετητής, που ασχολήθηκε με όλη την ελληνική Γραμματολογία, ότι η Βρισηίς, η αιχμάλωτη του Αχιλλέα, προήλθε από τη Λέσβο είναι αποδεκτή από όλους (βλ. Shelds, Οι Λατρείες στη Λέσβο, σελ. 58).
Ο Tumpel (Philol., XLIX, 1890, σελ. 89, κ.ε., βλ. ειδικά 103 κ.ε) μάλιστα (αναφέρεται και αυτός από την ίδια συγγραφέα, σελ. 1), με μια σειρά συλλογισμών, συμπεραίνει ότι και η πατρίδα της Χρυσηίδας, που αναφέρεται στην Ιλιάδα ήταν η Λέσβος, όπου ο Χρύσης ο πατέρας της ήταν ιερέας του Απόλλωνα Σμινθέως. Τοποθετεί δε το «Σμινθείον» στην Αρίσβη.
Ο δε Στράβων θεωρεί την παραθαλάσσια πολίχνη «Χρύσα» (Γεωγραφικά, ΙΓ’, σελ 137, εκδ. Κάκτος, 1994), σαν το τόπο που έζησε και η Χρυσηίδα, εκεί που υπήρχε λιμάνι και ο ναός του Σμινθέα Απόλλωνα.
Η Λέσβος, στον Τρωικό πόλεμο, αποτέλεσε θέρετρο στρατιωτικών επιχειρήσεων, που έγιναν κυρίως με επιδρομές από τον Αχιλλέα: «δώδεκα δη συν νηυσί πόλεις αλάπαξ’ ανθρώπων…» (Ι328), (Και ερήμωσα δώδεκα πόλεις από ανθρώπους,, με τα πλοία), «φησί γαρ Αχιλλεύς Λέσβον μεν πορθήσαι και άλλα χωρία» (Στράβων Α, 45), «επειδή γαρ Αχιλλεύς εκ της Λέσβου πολλήν λείαν αποτεμόμενος ήγαγεν», (μυθογράφος Παρθένιος, Νικαεύς, 24).
Το πέρασμα του αποτυπώθηκε στις περιοχές της Μήθυμνας και της Βρίσας με τα τοπωνύμια «Αχιλλοπηγάδα» και «Αχιλλοπήγαδο» αντίστοιχα.
Από τη μελέτη των αρχαίων κειμένων -πηγές από τη μυθολογία, φιλολογία- και την αρχαιολογική έρευνα συμπεραίνουμε ότι οι Αχαιοί, στην προσπάθεια εγκατάστασής των, συνάντησαν οργανωμένη αντίσταση από την εχθρική γι’ αυτούς Λέσβο.
Η διακοπή της ζωής στον οικισμό της Θερμής συμπίπτει με την εμφάνιση των Αχαιών στο νησί της Λέσβου -γύρω στα 1200 π.Χ.- που επιβεβαιώνεται με την εισαγωγή Μυκηναϊκών προτύπων.
Για λεπτομέρειες της αντίστασης των Μηθυμναίων στις επιθέσεις του Αχιλλέα, του Οδυσσέα και άλλων Αχαιών, παραπέμπουμε στο δόκιμο συγγραφέα και ιστορικό Π. Παρασκευαϊδη («Ο Αχιλλέας και η Λέσβος», Αιολικά Γράμματα 1996, τεύχος 1-2 [151-152] σ. 7), όπου αντλώντας πληροφορίες από τον ποιητή του 1ου αιώνα, Παρθένιο, διαβάζουμε ότι μαζεύουν κάθε τόσο τους νεκρούς των, τους θάβουν και τους πενθούν. Για τον ήρωα τους Λάμπετο ιδρύουν το «Λαμπέτιο σήμα» ένα μεγάλο δηλαδή χωμάτινο τύμβο, πράγμα που σημαίνει ότι η αντίσταση ήταν τόσο μεγάλη ώστε είχαν όλο τον καιρό να δημιουργήσουν ειδικό γι’ αυτόν τάφο, όπου «η δόξα αείμνηστος καταλύπτεται», όπως θα μας πει ο Περικλής στον «Επιτάφιο».
Οι σχέσεις της περιοχής της Μήθυμνας, με τις επιδρομές του Αχιλλέα, διαφαίνονται από το γεγονός ότι εκεί έθαψε αυτός και ο Αίαντας τον Παλαμήδη, μετά την άδικη εκτέλεσή του στην Τροία, φτιάχνοντας ιερό για χάρη του. «Αχιλλεύς τε και Αίας ες την όμορον τη Τροία των Αιολέων ήπειρον, υφ’ ων και ιερόν αυτώ τι εξωκωδόμηται…» (Φιλόστρατος, Ηρωικός, σ. 152). Συνεχίζοντας παρακάτω, γράφει: «…μαστεύειν δε χρή το ιερόν κατά Μήθυμναν τε και Λεπέτυμνο…» (…αυτό το ιερό πρέπει να αναζητήσεις στη Μήθυμνα και Λεπέτυμνο…).
Στη νότια Λέσβο η αντίσταση υπήρξε ανάλογη. Ο Φιλόστρατος (Ηρωικός, στις εκδόσεις «Κάκτος», 1995, σελ. 147), μας διηγείται, ότι ο Αχιλλέας μαζί με τον Παλαμήδη πολιορκούσαν δέκα μέρες το χωριό αυτό, επειδή ήταν δύσκολο να αλωθεί («χαλεπόν γαρ η αλώναι το χωρίον»), όταν για την ανάκληση του Παλαμήδη έφθασαν κήρυκες στη Λέσβο, που δεν είχε κυριευτεί ολόκληρη («εαλώκει δε ούπω πάσα»), επικρατούσε η εξής κατάσταση: Υπήρξε κάποια Αιολική πόλη, η Λυρνησσός, που ήταν φυσικά οχυρωμένη αλλά είχε και τείχη, διότι εκεί λένε, μεταφέρθηκε η λύρα του Ορφέα και έδωσε φωνή στις πέτρες και ακόμη μέχρι σήμερα οι παραλίες της Λυρνησσού βγάζουν μουσική εξ αιτίας της ωδής των βράχων… (η φασί την Ορφέως προσενεχθήναι λύραν και δούναι τινα ηχήν ταις πέτρες, και μεμούσωται έτι και νυν της Λυρνησσού τα περί την θάλατταν υπ’ ωδής των πετρών…)
Την πιο πάνω διήγηση του Φιλόστρατου, εξέχοντες έλληνες μελετητές, ιστορικοί και αρχαιολόγοι (Κ. Άμαντος, Π. Καρολίδης, Σ. Μαρινάτος, Μ. Στεφανίδης), στην Παγκόσμιο Ιστορία των εκδόσεων Ελευθερουδάκη, με έτος έκδοσης 1932, αποδίδουν ως εξής (τόμος Α’, βιβλίον έκτον, μέρος πέμπτον, σελ 540): «Η Λέσβος νήσος μεγάλη και πλουσία, είδε τους πρώτους αποίκους και κατέστη ολόκληρος Αχαϊκή, εκτός μιας πόλεως της Βρίσης (Βρήσης), ταυτίζοντας με τη Λυρνησσό του “Φιλόστρατου”, σαν το μοναδικό τόπο της Λέσβου που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς, δηλαδή τη σχέση του ως τόπου που δέχτηκε τις επιδρομές του Αχιλλέα και των άλλων Αχαιών».
Για το θέμα αυτό ο Λέσβιος μελετητής Ματζουράνης στη μελέτη του «Οι Πρώτες Εγκαταστάσεις στη Λέσβο», (1949, σελ. 29), επικαλούμενος άλλους ερευνητές, γράφει ότι συνέδεσαν τη Βρίσα με τη Λυρνησσό, που φαίνεται πως ήταν το προελληνικό όνομα της Βρίσας με φημισμένο μαντείο του Ορφέα.
Ο Γερμανός Ernst Maas στο βιβλίο του «Ορφέας» (σελ. 131, σημ. 9, Μόναχο 1895) ερμηνεύοντας τον Φιλόστρατο μας λέει ότι η αρχαία Λυρνησσός είναι η πατρίδα του «κοριτσιού της Βρίσας», πολιτιστικού χώρου του Διόνυσου Βρισέα – Βρησαγένη, ταυτίζοντας την Λυρνησσό με την αρχαία Βρίσα.
Ο Γερμανός επίσης καθηγητής Wilamowitz (1848-1931), στην ίδια σημείωση του Maas, μας λέει τη γνώμη του (Wilamowitz S. 409), ότι η Λυρνησσός είναι περιοχή του ακρωτηρίου της Βρίσας. (Das ist die Gegend von Kap Bresa)
Η Ιστορία της αρχαίας Βρίσας, με την ένδεια των ιστορικών και βιβλιογραφικών Πηγών και χωρίς καμιά συμπαράσταση της αρχαιολογικής έρευνας, είναι εξαιρετικά δύσκολα να γραφεί. Είμαστε γνώστες ότι ο «Όμηρος» και οι άλλες φιλολογικές «πηγές» της αρχαίας Γραμματολογίας δεν μπορούν να θεωρηθούν ιστορικά κείμενα.
Η βοήθεια μας υπήρξε από τους ξένους συγγραφείς και αρχαιολόγους, η δε δική μας προσπάθεια επικεντρώθηκε στην ανάδειξη του Ιστορικού πυρήνα που περικλείουν τα αρχαία αυτά κείμενα.
Σίγουρα η αρχαία Βρίσα με αυτό το όνομα ή με το πιθανό προελληνικό της ως Λυρνησσός, διαδραμάτησε ένα σημαντικό ρόλο στην Υστεροελλαδική εποχή (1600-1125 π.Χ.), στη Γεωμετρική (1100-800 π.Χ.), ερμηνεύοντας τον ιστορικό πυρήνα δράσης του Μάκαρα, του Τρωικού πολέμου έως τα Αρχαϊκά (800-500 π.Χ.), με μαντείο, τη γνώμη του οποίου ζήτησαν ήρωες του Τρωικού πολέμου κατά την επιστροφή τους από την Τροία και τέμενος στο οποίο κατέφυγε ο ποιητής Αλκαίος στο τέλος του 7ου αιώνα, με το Διόνυσο και τον Ορφέα αργότερα (εποχή Ηρόδοτου, 484-425) ως μετεξέλιξη, πάντα παρόντα. Οι κάτοικοι Πελασγοί ή Αιολείς διέθεταν στην Άκρα Λέσβου ή αλλιώς σήμερα στο ακρωτήριο του Αγίου Φωκά της Λέσβου, ένα λατρευτικό χώρο προς τιμήν του Διόνυσου και ίσως της τριπλής θεότητας του Δία, της Ήρας και του Διόνυσου, όπως αναφέρουν σημαντικοί ξένοι συγγραφείς, που λειτούργησε σαν θρησκευτικό Κέντρο, με μαντείο πότε του Διόνυσου και πότε του Ορφέα.
Πλείστα όσα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή του ακρωτηρίου και του γειτνιάζοντος χώρου στο «Πηγαδούλι» ανακαλύπτονται από τους κατοίκους, πιστοποιώντας κάποιο αρχαίο οικισμό, με σημαντικό ενδιαφέρον το ναό του Διονύσου (1ος π. Χ αι.), και μια παλαιοχριστιανική βασιλική, που αντικατέστησε το ναό κατά τον 5ο μ.Χ. αιώνα, με την έλευση του χριστιανισμού να υπενθυμίζει την ιερότητα του χώρου.
Η σημερινή Βρίσα αποτελεί τη συνέχεια της αρχαίας, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική, οικονομική και κοινωνική ζωή της Λέσβου, αλλά σήμερα μετά τον σεισμό του 2017, μας θυμίζει μια ακόμη καταστροφή που συνδέθηκε και πάλι με τη μοίρα της.
Άοκνος εργάτης για την ανάδειξη της ιστορίας της Βρίσας. Νοιώθω περήφανη για σένα και την καταγωγή μου. Μπράβο.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ ΚΩΣΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ.ΑΚΟΜΗ ΑΦΙΕΡΩΣΕ ΠΟΛΥ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΚΟΠΟ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΓΡΑΨΕΙ.Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΤΟ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΩ ΟΤΙ ΠΡΙΝ 50 ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΕΝΑΣ ΧΩΡΙΚΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΚΑΝΕ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΟ ΒΡΗΚΕ ΕΝΑΝ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΤΑΦΟ 300 ΜΕΤΡΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΚΟΥ ΑΓΓΕΛΕΡΟΥ ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΧΕ ΜΕΣΑ 2 ΧΡΥΣΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ.ΑΡΑ Ο ΤΟΠΟΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ΠΡΙΝ 1500 ΧΡΟΝΙΑ Π.Χ.ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ Η ΚΑ ΤΣΟΚΛΗ ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ ΟΤΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΦΩΚΑΣ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΕΠΤΑΣΦΡΑΓΙΣΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ.ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ.
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΑ ΘΕΡΜΑ ΜΟΥ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΣΤΟΝ ΙΑΤΡΟ ΚΥΡΙΟ ΚΩΣΤΑ.