Απόσπασμα από αυτοβιογραφικό κείμενο του Βάσου Βόμβα στο lesvosnews.net
Ένα καλοκαίρι που θα μου μείνει αξέχαστο ήταν αυτό του 1958. Μερικοί από τη στενή μας παρέα, τρία αγόρια και δύο κορίτσια, μετά το δεκαπενταύγουστο, πήγαμε στα Βατερά στο σπίτι του Στρατή Παπανικόλα, μιας και το κλειδί του σπιτιού το είχε ο ανεψιός του ο Νίκος. Πραγματικά ήταν ένα αξέχαστο 10ήμερο, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη των Βατερών, μέσα στα πεύκα και στην ερημιά, με δική μας τη θάλασσα κι ένα μικρό καφεναδάκι, που μας πρόσφερε υποτυπώδη γεύματα μιας και καθημερινά σχεδόν γευόμασταν τα ψάρια των επιτήδειων ψαροντουφεκάδων μας. Θυμάμαι ακόμα τη σημαία, από πάνινο άσπρο κάμποτ, που έφτιαξα ως σύμβολο της παρουσίας μας στο χώρο που μέναμε και που πάνω της είχα σχεδιάσει διάφορες χιουμοριστικές, αλλά εξόχως περιπαικτικές ζωγραφιές, όπου διακωμωδούσα τις αλιευτικές τους δραστηριότητες. Μια αναπάντεχη κακοκαιρία, που βάσταξε ένα τριήμερο, μας στέρησε την τροφή μιας και το καφενεδάκι δεν είχε τη δυνατότητα να μας προσφέρει φαγητό της προκοπής. Και ξαφνικά πέρασε από το μυαλό μου τούτη η ιδέα που το σούρουπο την έκανα πράξη. Εγώ, ψαροτουφεκάς στη θάλασσα δεν ήμουν. Αλλά μπορούσα να γίνω της στεριάς. Και έγινα. Εντόπισα μια κότα κουρνιασμένη στο πεύκο, κοντά στο σπιτάκι που μέναμε και θεωρώντας την ως ψάρι στη στεριά την καμάκωσα με το ψαροτούφεκο. Αμέσως οι λιμοκτονούντες της συντροφιάς, εν ριπή οφθαλμού την ξεπουπούλιασαν και στην συνέχεια στον καφενέ την μαγειρέψαμε κοκκινιστή και με ωραίες τηγανητές πατάτες την καταβροχθίσαμε. Τολμώ να πω -και πρέπει να το πω- πως το… «καλοκαίρι αυτό δεν πήγε χαμένο», γιατί μου έδωσε και τη χαρά μιας ωραίας γυναικείας παρουσίας, που ακόμα και σήμερα την θυμάμαι, κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από τότε…