Από την Κατερίνα Γεωργή

Αγιοβασιλιάτικο λίγο ετεροχρονισμένο. Χρόνια πολλά και καλή χρονιά με υγεία αγάπη ειρήνη και όμορφες στιγμές ευτυχίας και χαράς.

Ο Μέλιος μας

Εμείς τους σκύλους και τις γάτες αγαπούσαμε αλλά και πώς να έχεις ζώα τέτοιου είδους μέσα σε ένα διαμέρισμα όπου διαβιούσαμε πέντε άτομα και που συγχρόνως ήταν επαγγελματικός χώρος την δεκαετία του 1970;

Οδοντιατρείο είχα η έρμη τουτέστιν κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και δεν ήταν κομψό ασθενείς να συγχρωτίζονται με τρίχες, γαυγίσματα, νιαουρίσματα και πιθανόν γλυψίματα κατοικιδίων.

Το θέμα ήταν ότι εκτός από τα δικά μου φιλόζωα αισθήματα είχα και ένα κοριτσάκι κατ’ εικόνα και ομοίωση, που λάτρευε τα ζωάκια και τα παρακαλετά της για να αποκτήσουμε ένα μου σπάραζαν την καρδιά.

Είχα όμως και μια μανούλα σιχασιάρα και ένα σύζυγο αρνητικό ως προς την απόκτηση κατοικιδίου, που είχε εδώ που τα λέμε και δίκιο διότι είχαμε πεντακόσια πράγματα στο κεφάλι μας το “ζώο μας μάρανε”.

Όμως τα φιλόζωα αισθήματα και η αγάπη μας για την μικρή, υπερίσχυσαν της λογικής, και κατόπιν οικογενειακού συμβουλίου αποφασίστηκε να πάρουμε ζωάκι πλήν όμως όχι ελεύθερο να περιφέρεται εντός της οικίας- ιατρείου αλλά πτηνόν εγκλωβισμένο εις κλωβόν και ως εκ τούτου σίγουρο και περιορισμένο.

Το οποίο συμβούλιο πάλι, αποφάσισε το πουλάκι να είναι καναρίνι που θα το έφερνε ως δώρο πρωτοχρονιάτικο ο άη-Βασίλης.

Και από κει και πέρα άρχισαν οι τεχνικές δυσκολίες. 

Διότι το καναρίνι ήλθε με ένα θεόρατο κλουβί με βάση, πάντα κουβαρντάς σε αυτά ο σύζυγος, και γλώσσα, που δυστυχώς για την ώρα δημιουργούσε προβλήματα διότι δεν την έβαζε μέσα, τουτέστιν κελαηδούσε ασταμάτητα, και ως εκ τούτου κινδύνευε να γίνει αντιληπτό από την μικρή και να πάει στράφι η σκηνοθεσία περί Αγίου Βασιλείου και τα τοιαύτα.

Το πουλί ήρθε σπίτι μεσημέρι παραμονής και απομονώθηκε στα γρήγορα γρήγορα στο δωμάτιο του καθευτού ιατρείου, κλείσαμε και το παράθυρο μπας και σταματήσει να κελαηδά από την έλλειψη φωτός, η κόρη έλειπε την συγκεκριμένη στιγμή στην πλατεία με τον παππού, και αυτό το σκασμένο τίποτα. 

Συνέχιζε ακάθεκτο με μικρά διαλείμματα, προφανώς για να φάει το καναβουράκι του και να πιεί το νεράκι του.

Και φέρνω και πετσέτα και σκεπάζω το κλουβί και κλειδώνω την πόρτα προς αποφυγήν ατυχήματος, και αυτό μωρέ αδερφέ μου να επιμένει, μόνο τα διαστήματα των παύσεων είχαν σαφώς μεγαλώσει, και η φωνούλα ήταν λίγο πιό υπόκωφη μια και μεσολαβούσε η πετσέτα και η πόρτα.

Να έχω και τον σύζυγο να γελάει και να διατείνεται ότι το είδος του καναρινιού που αγόρασε ήταν από τα καλύτερα του είδους όσον αφορά τραγουδιστικές δυνατότητες, Timbrato λέει ήταν που το ξέραμε και από χθες, λες και το απλό θα μας βρώμαγε, και…θου κύριε φυλακή τω στόματί μου χρονιάρες μέρες, μην αρχίσω και ουρλιάζω και του αποδείξω το βάθος και εύρος των δικών μου απλών φωνητικών δυνατοτήτων γιατί τραγουδιστικές οι Γραγουδάδες δεν διαθέταμε.

Και γυρνάνε από την πλατεία παππούς και θυγατέρα και αποσύρονται άρον-άρον  σχεδόν βιαίως θα έλεγα, μάλλον απήχθησαν στα βάθη του διαμερίσματος, η αίθουσα με το πουλί ήταν ευτυχώς λίγο απομωνομένη μπροστά μπροστά, και προς στιγμή ηρέμησα.

Εμ το απόγευμα χειμώνα καιρό που βόλτα δεν υπήρχε, εγώ δεν δούλευα, και το παιδί αλώνιζε σε όλους τους χώρους του διαμερίσματος, τί γίνεται;

Η τηλεόραση στο διαπασών, οι ομιλίες μας επίτηδες το ίδιο λες και είμαστε παρέα κουφών, το πουλί να κελαηδά, εγώ να τραγουδώ διάφορα παιδικά τραγουδάκια για να καλύψω τις τρίλιες του, θέλοντας συγχρόνως να αποσπάσω την προσοχή του παιδιού και να το απασχολήσω, και το Πελιώ μου να στήνει κατά διαστήματα αυτί με ένα ύφος απορημένο και να λέει τραγουδιστά αλλά ψιθυριστά και συνωμοτικά:

-Κάτι ακούω, κάτι μου φαίνεται μαμά σαν να ακούω…

Και εγώ να κάνω την κουφή και την χαζή συγχρόνως και να αρχίζω καινούργιο τραγουδάκι.

Ευτυχώς που ήταν καλό παιδάκι, μικρό και απονήρευτο και την βγάλαμε καθαρή μέχρι που νύχτωσε για τα καλά και το σκασμένο, μωρέ τι σκασμένο λέω, το λαλίστατο Timbrato με την ευγενή καταγωγή θα έπρεπε να πω, ξεράθηκε στον ύπνο, έσκασε δηλαδή, και ηρέμησα και εγώ η δόλια.

Παραμονή πρωτοχρονιάς όπως είπαμε και είμαστε καλεσμένοι για ρεβεγιόν και χαρτιά σε ένα σπίτι φίλων κολλητών αλλά στου διαόλου την μάνα, στην Πετρούπολη.

Φιλήσαμε θυγατέρα και γονείς, ανταλλάξαμε ευχές για την ευτυχή έλευση του καινούργιου χρόνου, και αναχωρήσαμε να δούμε την τύχη μας στα χαρτιά,  για να ακριβολογώ στην χαρτοπαιξία και όχι στην μαντική, μη μπερδευόμαστε με “ταρώ” και τέτοιες ανοησίες.

Εγώ τότε ακόμα έπαιζα ένα αθώο κουμκανάκι, δεν είχα μυηθεί στα μυστικά της πόκας ακόμα, μετά ξεψάρωψα, αντίθετα από τον σύζυγο που το ήξερε πολύ καλά το άθλημα και το εξασκούσε και εκτός πρωτοχρονιάς.

Και φάγαμε και ήπιαμε και υποδεχτήκαμε τον καινούργιο χρόνο με φιλιά αγκαλιές και ευχές και στρωθήκαμε στις πράσινες τσόχες, αλλού εγώ αλλού ο σύζυγος.

Το κουμκάν τελείωσε μια λογική ώρα, σχετικό είναι αυτό βέβαια γιατί τρεις τα ξημερώματα ήταν, αλλά η πόκα συνεχιζόταν και σε ερώτησή μου στον αντρούλη μου κάποια στιγμή που σηκώθηκε για τουαλέτα πότε η αναχώρηση, μου είπε ότι επειδή κερδίζει και δεν έχουν βάλει ώρα τέλους του παιχνιδιού, δεν μπορεί ακόμα να φύγει.

Και το παιδί μας, και το πουλί μας το κουκουλωμένο με την πετσέτα, και ο άη-Βασίλης μας ξέρουν χριστιανέ μου τους ηθικούς κανόνες της πόκας να περιμένουν να βάλετε εσείς ώρα αναχώρησης, και μετά στροφές και τέτοια; 

Περνάει από το νου κανενός σας τί δράμα θα παιχτεί στο σπίτι αν σηκωθεί το παιδί και δεν βρει δώρα κάτω από το δέντρο;

Θα μου πείτε γιατί δεν είπα στην Πελαγία και στο Στέλιο να το κάνουν, ούτως ή άλλως από τα χαράματα σηκωνόταν με κίνδυνο να πέσουν πάνω στον άη- Βασίλη  αν υπήρχε, και θα σας απαντήσω ότι δεν τρελάθηκα, που σιγά που θα τολμούσα να αφήσω να υπονοηθεί ότι θα γυρίζαμε πρωινές ώρες μετά που θα ξυπνούσε το παιδί.

Θα παιζόταν άλλο δράμα πρό αναχωρήσεως μας, γιατί μεταξύ εμού και της Πελαγίας τελικά δεν αποφεύχθηκε, το δράμα εννοώ, αφού με έψησε στην γκρίνια, που έφυγα λέει μόνη μου, όπως θα μάθετε παρακάτω χρονιάρα μέρα, και γύρισα σπίτι χωρίς τον άντρα μου, και αυτά είναι ανοικοκύρευτα πράγματα που δεν τα κάνουν οι σωστές γυναίκες, πόσο μάλλον που τον άφησα να χαρτοπαίζει.

Η λέξη χαρτοπαίζει περιττόν να σας πω ότι ειπώθηκε τελείως απαξιωτικά και με το ανάλογο ύφος περιφρόνησης για τον παίζοντα και την συμβία του, δηλαδή εμένα.

Και επανερχόμαστε στην Πετρούπολη και στην αγωνία μου περί του πρακτέου, όπου ευτυχώς για καλή μου τύχη έφευγε κάποια στιγμή ένας από την παρέα που έμενε κοντά στην γειτονιά μου στο Γηροκομείο και έφυγα και εγώ μαζί του φτάνοντας ασθμαίνοντας στο διαμέρισμα στο παρά τσάκ για να τοποθετήσω τα δώρα κάτω από το δέντρο, και το πουλί με το κλουβί που βαρούσε και “μια σκουρδούλα” που λένε στο χωριό μου.

Πάντως αποζημιώθηκα πλήρως για τις αγωνίες και τις ταλαιπωρίες μου από την λάμψη και την χαρά που είδα στα ματάκια της κορούλας μου και τις κραυγές της, όταν είδε και άκουσε τοTibrato καναρινάκι φρέσκο φρέσκο να γλυκοκελαηδά στο σαλόνι μας.

Και με μικρές απώλειες όσον αφορά τις σχέσεις μας με την Πελαγία αλλά πολλά συν όσον αφορά το παιδί περάσαμε την άγια μέρα της πρωτοχρονιάς ψόφιοι στην κούραση και στο ξενύχτι, αλλά ικανοποιημένοι ως γονείς, και κερδισμένοι στην πόκα.

Και τις επόμενες μέρες ετέθη θέμα ονόματος του πουλιού που παρεπιπτόντως πράγματι απεδείχθει ότι ήταν από καλή ράτσα γιατί μας ξεκούφαινε κυριολεκτικά από τα ξημερώματα, και το οικογενειακό συμβούλιο επαναλείφτηκε και αποφασίσαμε να το βγάλουμε Μέλιο από τον ήρωα του μυθιστορήματος του Λουντέμη, το “Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα”, που μας είχε συγκινήσει, προσφυγάκι ταλαιπωρημένο και 

ορφανούλι ήταν,  αλλά και επειδή σαν όνομα είχε μια γλύκα ηχητική όπως και να το κάνουμε.

Και του μιλάγαμε και του σφυράγαμε και σκοτωνόταν στην φωνή το έρμο, μόνο που η κορούλα μου με τον καιρό για να είμαστε ειλικρινείς το ψιλό βαρέθηκε, και εγώ το ίδιο γιατί δεν έβαζε γλώσσα μέσα όπως είπαμε συν το ότι έπρεπε να το καθαρίζω επί καθημερινής βάσεως.

Βέβαια αυτά δεν τολμούσαμε να τα εκφράσουμε δυνατά γιατί ντρεπόμαστε, πόσο μάλλον που διατεινόμαστε ότι είμαστε και φιλόζωοι, μόνο σε εσάς το εκμυστηρεύομαι.

Αλλά βρε παιδί μου όπως και να το κάνεις άλλη χάρη έχει ένα γατούλι, ένα σκυλάκι ή έστω, ένα κουνελάκι ή ένα χαμστεράκι.

Το πιάνεις το χαϊδεύεις το ζουπάς, αλλά τέλος πάντων, πουλάκι μας έλαχε και με αυτό θα πορευόμαστε προς το παρόν με πλήρη συνέπεια ως προς τις υποχρεώσεις μας, ασυζητητί.

Περνάγαν οι μέρες, ήρθε η άνοιξη και το καλοκαίρι και για λίγο το πουλάκι μας για να μην το σέρνουμε μαζί μας στις διακοπές το πήγαμε σε ένα κρεοπωλείο ασθενούς μου και φίλου που δεν έκλεινε τον Αύγουστο, είχε και άλλα πουλιά ο ίδιος στο χώρο, και μια χαρά ο Μέλιος μας, χαλούσε και εκεί τον κόσμο με το κελαηδημά του.

Και είχαν να κάνουν ιδιοκτήτης και πελάτες για την κλάση του πουλιού μας και τις φωνητικές του ικανότητες.

Το ότι ήταν ράτσας Timbrato και τέτοια δεν αναφέρθηκαν μη μας περάσουν και για τίποτα μαντάμ Σουσούδες οι χασάπηδες.

Τελείωσαν οι διακοπές μας και το καναρινάκι μας επαναπατρίστηκε γενόμενο προϊόν θαυμασμού πλέον από τους φίλους, συγγενείς και ασθενείς μου.

Την επόμενη άνοιξη, είχα μείνει εν τω μεταξύ έγκυος στην δεύτερη θυγατέρα μου, τότε δεν ξέραμε βέβαια ακόμα το γένος της, και το πουλάκι το είχαμε στην βεράντα μας σε αγαστή συνύπαρξη με πλήθος φυτών και με το Πελιώ μου που έπαιζε διάφορα παιχνίδια. 

Κάποια στιγμή όμως κάτι με την μπάλα πήγε στραβά, δεν ήμουν και αυτόπτης μάρτυς, εσπρώχθει βιαίως η βάση, έπεσε κάτω το κλουβί άνοιξε η πορτούλα που για κακή μας τύχη δεν είχε προφανώς κλείσει καλά, και τρελαμένο το πουλάκι μας πέταξε και κρύφτηκε σε ένα τεράστιο ιβίσκο που είχαμε στην βεράντα.

Περιττόν να σας περιγράψω τον πανικό που έπεσε τις στριγκλιές και τα κλάματα, δεν θυμάμαι πλέον και ποιός έκλαιγε ή ποιός στρίγγλιζε, εγώ μάλλον και τα δύο, για να μην τυχόν απωλεσθεί ο Μέλιος μας πετώντας προς την ελευθερία μεν, αλλά στους αφιλόξενους Αμπελοκήπους δε, όπερ μεθερμηνευόμενον σήμαινε σίγουρο θάνατο.

Κατεβάσαμε τις τέντες, κρεμάσαμε γύρω γύρω σεντόνια για να κλείσουμε ανοίγματα μετά φόβου θεού μην το τρομάξουμε και πετάξει, και μετά ο σύζυγος με μία σκάλα το εντόπισε, το έπιασε και το ξανάχωσε στο κλουβί το οποίο ευτυχώς διατηρήθηκε αλώβητο από την πτώση.

Και σώθηκε το γλυκό μου αλλά δυστυχώς αυτό που μας ξεκούφαινε σε σημείο τού να μας τρελαίνει από τις φωνές του, βουβάθηκε κυριολεκτικά.

Ούτε ένα τόσο δά κελαηδηματάκι ούτε μια τόση δά τρίλια.

Σε όποιον ειδήμονα το αναφέραμε μας έλεγε ότι τρόμαξε από την πτώση και σιγά σιγά θα επανέλθει.

Εμείς εν τω μεταξύ του αυξήσαμε το κανναβούρι, του μιλάγαμε γλυκά, του σφυράγαμε, όμως ο καιρός πέρναγε και αυτό τίποτα.

Έτρωγε, έπινε, πηδούσε, αφόδευε, ζωηρότατο ήταν το σκασμένο, αλλά όλα στα βουβά.

Και φοβόμαστε και για το ψυχικό τραύμα του παιδιού που πιθανόν έριχνε την ευθύνη της αφωνίας τού πουλιού στον εαυτό του.

Και ξαναέγινε οικογενειακό συμβούλιο και αποφασίσαμε να του αγοράσουμε σύντροφο-γυναίκα για να του κάνει παρέα, να του ξυπνήσει τα ένστικτα του αρσενικού που παν πακέτο με τα τραγουδιστικά όπως μας είπαν οι ειδικοί, και γιατί όχι, να κάνουμε και άλλα Timbrato έστω και ολίγον μπασταρδεμένα μια και η κυρία θα ήταν κοινή ως πρός το γένος, να μην ξοδευόμαστε κιόλας εν όψει αναμονής ετέρου τέκνου.

Πάει πάλι ο σύζυγος στην αγορά των οδικών πτηνών και επιστρέφει με την κυρία,  η οποία για να πώ την μαύρη μου αλήθεια δεν μου γέμισε το μάτι, λίγο “κοιμήσικια” μου φάνηκε, και φωλιά παρακαλώ, για να εναποθετηθούν τα προϊόντα των ερώτων τους, δηλαδή τα αυγουλάκια.

Μόνο που οι μέρες περνούσαν, η κυρία καθόταν περιφρονημένη σε μία γωνίτσα και ο δικός μας δεν της έδινε καμία μα καμία σημασία, άφωνος μεν, ξιπασμένος δε και εγωιστής Δον Ζουάν, μέχρι που η κυρία από ερωτικό μαράζι ή από γηρατειά γιατί και αυτό παίζεται, μια ωραία νύχτα αποδήμησε εις Κύριον, και μας άφησε μόνους στον πόνο μας και χωρίς Timbratakia.

Ο καιρός πέρναγε και ξαναήρθε ο Αύγουστος και πήρε πάλι ο άφωνος Μέλιος μας τον δρόμο για το κρεοπωλείο και για να αλλάξει περιβάλλον παρέα με τα άλλα καναρινάκια, και εμείς το καράβι για Μυτιλήνη.

Και γρήγορα περνάει ο χρόνος των διακοπών και επιστρέψαμε και τα νέα από το μέτωπο του κρεωπολείου και του Μέλιου μας δεν ήταν ενθαρρυντικά 

Το πουλάκι μας άφηνε όλη την τραγουδιστική δουλειά στα άλλα καναρίνια και αυτό μουγκό αλλά ζωηρό.

Ο κύριος χασάπης μας δε, χρυσός άνθρωπος και τον ευχαριστώ, είχε την ευγενή καλωσύνη να μου προτείνει παράταση των διακοπών του πουλιού μήπως και βελτιωθεί η κατάστασή του.

Και όπως ίσως καταλάβατε ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, είμαστε και εγκυμονούσες και μετά μωρομάνες, και έμεινε ο Μέλιος μας εις το κρεοπωλείο με το κλουβί του κρεμασμένο από δοκάρι, σε εμάς ξέμεινε μόνο η βάση  για να μας τον θυμίζει, μόνιμα παρέα με τους πελάτες, τα σφαχτάρια και τα άλλα καναρίνια, πεισματικά άφωνος μέχρι τέλους, και εμείς του λέγαμε ένα γειά όταν πηγαίναμε πλέον για ψώνια στο μαγαζί.

Πολύ αργότερα, γιατί εν τω μεταξύ είχαμε μετακομίσει από την γειτονιά πληροφορηθήκαμε τον θάνατό του.

Έτσι άδοξα λοιπόν τελείωσε η πρώτη απόπειρα μας ως οικογένεια για ζωάκι γιατί εν συνεχεία αποκτήσαμε γατάκι και μπήκαμε σε άλλες περιπέτειες που όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

2 απαντήσεις στο Από την Κατερίνα Γεωργή

  1. Ο/Η Ζωή Δημητρακέλλη λέει:

    Ψαθάς θηλυκού γένους!
    Εξαιρετικό!

  2. Ο/Η Γεωργή Κατερίνα λέει:

    Ευχαριστώ Ζωή μου αφ’ ενός που με διαβάζεις αφ’ ετέρου που πάντα απλόχερα μοιράζεις τα μπράβο σου. Ο καλλιτέχνης πάντα περιμένει την αποδοχή και την αναγνώρηση. Να μην υπερβάλουμε όμως κιόλας…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.