Δημιουργήθηκε για πανεπιστημιακή εργασία το παρακάτω τραγούδι και μας το έστειλε ο δημιουργός του τον οποίο συγχαίρουμε και ευχαριστούμε.
Στίχοι : Πάγκας Περικλής
Ανάλυση και κατανόηση στίχων
Το τραγούδι ξεκινάει με τον αφηγητή που τοποθετεί τον αναγνώστη-ακροατή στο χρονικό του σεισμού και τον αποκαλεί με το μυθολογικό όνομα Εγκέλαδο τον αρχηγό των Γιγάντων, ενώ δημιουργεί αντιπαράθεση μεταξύ της καταστροφής και του θανάτου, με την ζωή που παραμένει στη φύση, απορροφημένη όλη στη μορφή ενός δέντρου. Ο πλάτανος, στοιχείο και σύμβολο της αιωνόβιας ζωής, βρίσκεται ακόμα στην κεντρική, μα κατεστραμμένη πλατεία του χωριού.
«Τον Ιούνιο του 2017 το χωριό Βρίσα της νότιας Λέσβου καταστράφηκε από τον Εγκέλαδο, στο πέρασμα του χρόνου απόμειναν άστεγοι χαλάσματα, και μια νεκρή γυναίκα.
Ένας γέρο πλάτανος στέκεται ακόμα όρθιος…»
Το τραγούδι αρχινά με το σκοπό της επωδού (refrain), όπου ο ερμηνευτής δημιουργεί στον ακροατή το αίσθημα της σεισμικής δόνησης, με το παιχνίδισμα των συλλαβών της λέξης τρέμει. Έπειτα ο ίδιος, κάνει μια αντίθεση ως προς το συναίσθημα του φόβου (καρδίες των ανθρώπων που τρέμουν) με την προσθήκη του στίχου μυρίζει γιασεμί, διακοσμητικού φυτού δηλαδή με ευχάριστη γλυκιά μυρωδιά που προκαλεί νοσταλγία και αγνότητα.
«Τρέμει όλη η γη
Κι όμως μυρίζει γιασεμί
Τρέμει όλη η γη
Τρέμουν και οι καρδιές μας»
Εδώ ο ερμηνευτής καλείται να εξυμνήσει τον σεισμό ως προς το μέγεθος του σε κλίμακα Ρίχτερ, αλλά και ως προς την διάρκεια του σε χρόνο (καθισιά σου), με σκοπό να τον απομυθοποιήσει και να τον προσωποποιήσει σε υπαρκτό ον, ενώ δεν διστάζει να τον καλέσει σε τραπέζι μαζί με τα παιδιά του (μετασεισμούς), δείχνοντας έτσι την ψυχική δύναμη του ανθρώπου να συνεχίζει τη ζωή του μετά από μια καταστροφή.
«Άσε το σημάδι σου
Ω πόσο δυνατός είσαι
Φάε και πιες ότι θες στην καθισιά σου
Σεισμέ με τα παιδιά σου»
Στο σημείο αυτό υπάρχει επιστροφή στο χρονικό τη στιγμή του σεισμού, όπου φαίνεται στις παρακάτω δύο στροφές. Παρουσιάζεται η κατάρρευση, ο πανικός και το χωριό που πλέον το κατοικούν ως επί το πλείστον ηλικιωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι μένουν άπραγοι ως προς την καταστροφή. Ενώ κατά τον τελευταίο στίχο ο ερμηνευτής κάνει επίκληση στο συναίσθημα του ακροατή με τη χρήση της λέξης χάρτη για να τονίσει την κλίμακα της καταστροφής.
«Τα σπίτια πέφτουν μονομιάς
Γάτες σκυλιά της γειτονιάς
τρέχουν μες στο δρόμο
Άνθρωποι γέροι άλαλοι
Στέκουν κοιτούν με τρόμο
Η σκόνη εξαπλώνεται
Πέφτει μα και υψώνεται
Σκεπάζει το πεδίο
Χωριό ο χάρτης σε έσβησε
Αλλάζει το τοπίο»
Τέλος, στην τρίτη στροφή παρουσιάζονται οι κίνδυνοι που εγκυμονούν μετά την κατάρρευση και το τέλος του κύριου σεισμού, ενώ γίνεται ξανά επίκληση στο συναίσθημα με αντίθεση χρησιμοποιώντας διπλή φορά τη λέξη πέτρα, την πρώτη φορά ως τεράστιος όγκος από μπάζα επικίνδυνα προς κατάρρευση, που υποδηλώνουν θάνατο ή εγκλωβισμό, ενώ τη δεύτερη ως το μόχθο των ανθρώπων που έφτιαξαν τα σπίτια, όπου κατοικούσαν.
«Καλώδια ηλεκτρικά
Συντρίμμια σίδερα αιχμηρά
Και χίλιοι τόνοι πέτρα
Μαράζωσε ο κόπος μας
Που σμίλευε τη πέτρα»
Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνεται η επωδός με σκοπό την επιστροφή του αισθήματος σεισμού στον ακροατή, και στη συνέχεια μία γέφυρα από στίχους όπου γίνεται αναφορά στον Άδη, έναν εξωκοσμικό χαρακτήρα-Θεό, που διαχειρίζεται τον θάνατο της γυναίκας που χάθηκε την ώρα του σεισμού, καθώς την ίδια ώρα Εκείνος κάνει γιορτή. Σε εξύψωση συναισθημάτων λόγω του τραγικού συμβάντος και την ανάδειξη του προς το κοινό, ο ερμηνευτής τολμάει μέσω των χωριανών να παρουσιάσει το χείμαρρο που περιβάλει το χωριό ως το νέο Αχέροντα, μυθικό ποτάμι δηλαδή, που οδηγεί τις ψυχές στον Κάτω Κόσμο όπου ζει ο Άδης.
«Τρέμει όλη η γη
Κι όμως μυρίζει γιασεμί
Τρέμει όλη η γη
Τρέμουν και οι καρδιές μας
Ο Άδης έστησε γιορτή
Ονόμασαν οι χωριανοί
Το χείμαρρο που ρέει εκεί
Αχέροντα Αχέροντα»
Ο αφηγητής επιστρέφει με την ανάμνηση μίας μάνας που έλεγε στο παιδί της συμβουλές, για το τι πρέπει να κάνει, αλλά και πως να συμπεριφερθεί σε περίπτωση σεισμού. Εδώ να γίνει γνωστό ότι το συγκεκριμένο σημείο ανήκει στη σφαίρα φαντασίας του δημιουργού και ποτέ δεν έγινε στην πραγματικότητα, αλλά υπάρχει για να δώσει στον ακροατή μερικές πληροφορίες, όπως και η μάνα στο παιδί της.
«Ένα παιδί προσπαθεί να βγει από το χάλασμα ή μάνα του παλιότερα του το χε πει…»
Συμβουλές που δίνει η μάνα στο παιδί, αποκομμένες από το κύριο μέρος του τραγουδιού με αλλαγή στο ύφος και στη δομή των στίχων, αλλά και με διαφορετική μελοποίηση, με στόχο την επίτευξη μοναδικότητας, την αποβολή αρνητικών συναισθημάτων και την μέγιστη προσοχή του ακροατή, ως προς το συγκεκριμένο μέρος.
«Μην τρέξεις πανικόβλητο
Στάσου κάτω από τα δοκάρια
Μη πατάς ξυπόλητο
Οι τοίχοι καταρρέουν
Έχε το φακό σου έτοιμο
Και τη παλιά σφυρίχτρα
Ένα μπουκάλι με νερό
Δίπλα απτό κρεβάτι
Βήμα βιαστικό μα σίγουρο
Τα καλώδια έχουν ρεύμα»
Στο σημείο αυτό οι συμβουλές σταματάν με την επιστροφή του σεισμού-Εγκέλαδου στο ρόλο του ερμηνευτή, για να μπορέσει να συνεχίσει το κύριο κομμάτι. Εξού και το γέλιο που υπάρχει, με την απειλή των σπασμένων γυαλιών που θέλουν να βλάψουν το παιδί, με στόχο να γίνει αντιληπτό από τον ακροατή, ότι αν ο σεισμός αν ήταν όντως άνθρωπος ή γίγαντας, θα ήθελε το κακό της ανθρωπότητας.
«Σπασμένα γυαλιά που κόβουνε
Περιμένουν εσένα!!! ΧΑΧΑΧΑ»
Το κύριο κομμάτι επανέρχεται με τον ερμηνευτή να βρίσκεται σε ένα ερειπωμένο και γκρεμισμένο χωριό, έπειτα από την κούραση της ημέρας των χωριανών και των διασωστών που προσπαθούσανόλη νύχτα να βρουν τους εγκλωβισμένους ανθρώπους. Έτσι η επόμενη ημέρα ξημερώνει και δεν είναι οποιαδήποτε ημέρα, για όσους πιστεύουν σε δεισιδαιμονίες. Ξημερώνει Τρίτη και 13, μία ημέρα γρουσουζιάς μέσα από την ιστορία, αφού κατά τον λαό το 13 σπάει την αρμονία του 12, ενώ την Τρίτη 29 Μαΐου του 1453 αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη, με το σύνολο των αριθμών να ισούνται με 13. Όντως μία Τρίτη κακότυχη, όπως φάνηκε για τη Βρίσα, καθώς άνθρωποι από όλο το νησί κάτω από το προσωπείο των ¨διασωστών¨ εισβάλουν στα γκρεμισμένα σπίτια με σκοπό να ληστέψουν χρήματα, ασημικά και άλλα αντικείμενα αξίας. Παρόλα αυτά, ως ένδειξη
ανωτερότητας της φύσης ο πλάτανος στέκεται περίτρανα ¨μάρτυρας¨ στη μέση του χωριού, ανέγγιχτος από το σεισμό, από την πονηριά των ανθρώπων, από τα κλάματα των χαμένων κόπων, αλλά και της χαμένης ζωής. Να υπενθυμίζει σε εμάς τους ανθρώπους τη δύναμη της φύσης αλλά και την ομορφιά της.
«Ατέλειωτη μέρα πέρασε κι αυτή
Αϊ το χωριό ερήμωσε επικρατεί σιγή
Ξημέρωσε Τρίτη και δεκατρείς
πλιατσικολόγοι γελάνε ολόχαρής,
Το μόνο πράγμα που απόμεινε ατόφιο
είναι ο πλάτανος της φύσης το πανώριο.»
Τέλος ο ερμηνευτής παραγγέλνει και ταυτόχρονα υπόσχεται ένα νέο αύριο, όπου η δημιουργία των ανθρώπων δε θα σταματήσει και όπως κάποτε η πλατεία του χωριού φιλοξενούσε γλέντια και χορούς υπό την αιγίδα του πλατάνου, έτσι θα ξαναγίνει, καθώς ο πλάτανος θα βρίσκεται εκεί, στην ίδια θέση να περιμένει τους ανθρώπους να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Σ’ αυτόν τον πλάτανο θα στήσουμε γιορτή αδέρφια, φίλοι μας, συγχωριανοί
Σ’ αυτόν τον πλάτανο θα στήσουμε γιορτή για να δοξάσουμε τι πάει να πει ζωή…
Για την εκτέλεση και την ενορχήστρωση του τραγουδιού προτιμήθηκαν ακουστικά όργανα, όπως η κιθάρα που δίνει την αρμονία και το ρυθμό, το βιολί και το κλαρίνο σε σολιστικά μοτίβα και μελωδίες έμφασης, καθώς αντιστοιχούν στα ακούσματα, στα ήθη και στα έθιμα του τόπου, ενισχύοντας έτσι το ύφος του κομματιού, ώστε να είναι φιλικό στον ακροατή παντός ηλικίας.
Τέλος στο μέρος με τις συμβουλές που δίνει η μάνα στο παιδί, προστέθηκε η μελωδία
νανουρίσματος που παίχτηκε από μεταλλόφωνο, με σκοπό το συναίσθημα της νοσταλγίας και της γαλήνης που δίνει η ανάμνηση την ώρα του πανικού.