Αφιερωμένο στην αγαπημένη μου δασκάλα Έλλη για όσα μου δίδαξε. Κάτι σαν επικήδειος.
Η έκθεση
Το δημοτικό σχολείο του χωριού μας στην εποχή μου ήταν τετρατάξιο.
Τα παιδιά της Πρώτης και της Δευτέρας τάξης κάνανε μάθημα μόνα τους, ενώ η Τρίτη με την Τετάρτη καθώς και η Πέμπτη με την Έκτη, συνδιδασκαλία.
Και μόνο τα Ελληνικά δηλαδή ανάγνωση γράψιμο ορθογραφία και γραμματική της Τρίτης γινότανε από την δασκάλα της Πρώτης.
Πηγαίναμε για μία ώρα ή δύο, στην τάξη των παιδιών της Πρώτης και κάναμε μάθημα ενώ τα πρωτάκια ή ζωγραφίζανε ή παρακολουθούσαν το μάθημα των μεγάλων ή κάνανε κάποιες ασκήσεις που τους έβαζε η δασκάλα .
Αυτό γινόταν κάθε μέρα επί έξη μέρες την εβδομάδα γιατί τότε δεν είχε εφευρεθεί ακόμα το γουίκ έντ και είχαμε μάθημα και το Σάββατο.
Όταν εγώ λοιπόν πήγα στην Τρίτη τάξη κανονικός μου δάσκαλος ήταν ο κ.Λαμπρινός αλλά για τα Ελληνικά ήταν η κ.Έλλη η Ψαλτήρα.
Η κ. Έλλη εκεί γύρω στον Ιανουάριο είχε την φαεινή ιδέα να μας βάλει κάθε Κυριακή να γράφουμε μία έκθεση στο σπίτι, και να της την πηγαίνουμε την Δευτέρα.
Εγώ καθόλου δεν το ανέφερα αυτό στην μαμά μου γιατί με καταπίεζε συνέχεια με τα μαθήματα, και νά, αυτό δεν το ξέρεις νερό και κομπιάζεις, και νά, τα γράμματα σου δεν είναι καλά ξαναγράψτο, και κάτσε να σκεφτείς καλά πρίν ξεκινήσεις την έκθεση, και δεν προλάβαινα με αυτά και με αυτά να παίξω όσο ήθελα.
Και να έχουμε όλο το πρωί μάθημα το Σάββατο και μετά να θέλουμε να λουστούμε, και μην γελάτε, γιατί δεν ξέρετε τι σήμαινε αυτό και πόση ώρα έπαιρνε.
Μιλάμε λοιπόν για Γενάρη μήνα με ένα ψωφόκρυο απ’έξω και το μόνο δωμάτιο που ζεσταινόταν ήταν η κουζίνα με το τζάκι, απουσία παντελώς μπάνιου και τέτοιας πολυτέλειας και πόσο μάλλον θερμαινόμενου!
Ένα “αποχωρητήριο” υπήρχε, άν υπήρχε, μακρυά από το σπίτι γιατί μύριζε κιόλας.
Έπρεπε λοιπόν προς αποφυγή κρυολογήματος, στο οποίο είμαστε επιρρεπείς και εγώ και ο αδερφός μου, να υπερθερμανθεί το δωμάτιο, το οποίο σημειωτέον έμπαζε από παντού, καί με ξύλα μπόλικα στο τζάκι, αλλά καί με κάρβουνα στο μαγκάλι καλά αναμμένα.
Και το τονίζω αυτό γιατί μια φορά παρ’ολίγον να πεθάνουμε από τα κάρβουνα, που δεν είχαν ανάψει καλά και τα βάλαμε στο μαγκάλι και έβγαλαν “μονοξείδιο του άνθρακος”.
Αυτές τις δύσκολες λέξεις τις έμαθα μετά που κινδυνέψαμε να πεθάνουμε, γιατί τις λέγανε συνέχεια στο σπίτι μας η μαμά μου και ο μπαμπάς μου.
Και αφού ζεσταινόταν η κουζίνα τραβούσαμε στην άκρη τις κουρελούδες να μην βραχούν φέρναμε μέσα την σκάφη που πλέναμε τα ρούχα και είχε μείνει με νερό από προηγούμενες μέρες για να φουσκώσει το ξύλο και να μην τρέχει, και κουβάδες, και “φτιάχναμε” το νερό.
Σημειωτέον ο ένας κουβάς ήταν άδειος και ο άλλος είχε κρύο νερό γιατί νερό τρεχούμενο δεν είχαμε τότε στα σπίτια μας μέσα.
Αυτό σημαίνει ό,τι στην φωτιά έβαζε η μαμά μου στην πυροστιά ένα μεγάλο τζεντζερέ και έβραζε νερό και από αυτό παίρναμε και το βάζαμε στον άδειο κουβά, και ρίχναμε και κρύο από τον άλλο, μέχρι να γίνει καλό για λούσιμο.
Και είχαμε φέρει από τον πάνω όροφο πετσέτες και καθαρά εσώρουχα από νωρίς, για να είναι ζεστά και από το κατώνι το σαπούνι και…άρχιζε το μαρτύριο.
Σφιχτά τα μάτια όσο γινόταν πιό πολύ γιατί το σαπούνι ήταν δικής μας παραγωγής και έτσουζε, και τρία “χέρια” παρακαλώ γιατί λουζόμαστε μιά φορά την εβδομάδα ή και στις δεκαπέντε μέρες αν είμαστε λίγο άρρωστοι, και δεν έκανε και σαπουνάδα εύκολα, ειδικά στο πρώτο χέρι.
Και μετά το σώμα και τα αυτιά και τα πόδια και άντε μετά να ξεμπλέξεις το μαλλί που γινότανε τζίβα με αυτό το σαπούνι, μιλάμε γιά τήν περιπέτεια και τό κλάμα.
Και μετά έπρεπε να κάτσουμε μέσα να στεγνώσουν τα μαλλιά μας, γιατί πιστολάκια και τέτοια δεν υπήρχανε, και να καθαριστούν αυτιά με σπιρτόξυλο και μπαμπάκι, ενίοτε και οινόπνευμα, και να κοπούν τα νύχια.
Το καλοκαίρι ήταν πιό εύκολα τα πράγματα γιατί το μπανιάρισμα γινόταν στην αυλή.
Η ιστορία μας όμως διαδραματίζεται όπως έχω πεί Γενάρη.
Επίσης, και αυτό ήταν δουλειά δική μου, το Σάββατο, έπρεπε να βαφτούν με μπογιά “κάμελ” όλα τα παπούτσια της οικογένειας, ειδικά τα καλά μας, ενόψει του κυριακάτικου εκκλησιασμού.
Και νύχτωνε και νωρίς και δεν μπορούσα να πάω ούτε στην φίλη μου την Μαίρη να παίξουμε λίγο.
Την Κυριακή πάλι πρωί πρωί πηγαίναμε ανελλιπώς στην εκκλησία, μετά κάναμε καμιά βόλτα αν ήταν καλός ο καιρός, τρώγαμε επισήμως όλη η οικογένεια μαζί το καλό φαγητό της σκόλης, έκανα τα μαθήματα μου και μετά, “φτού ξελευτερία”, έτοιμη για παιχνίδι.
Όσο λοιπόν πιό λίγα μαθήματα είχα, τόσο πιό γρήγορα ξεμπέρδευα.
Γι αυτό και γώ , “ξέχασα” να αναφέρω την έκθεση στην Πελαγία.
Την πρώτη Κυριακή στα μουλωχτά και στα γρήγορα, είχα βρεί και το θέμα εγκαίρως, έφτιαξα μια ιστοριούλα και την έγραψα χωρίς να πάρει είδηση η μαμά μου.
´Ε μην φανταστείτε τίποτα μεγάλα πράγματα, αρχές τρίτης δημοτικού ήμουν.
Της άρεσε της δασκάλας μου και μου έβαλε δέκα.
Φυσικά δεν είπα τίποτα στην μαμά.
Έλα όμως πού την άλλη Κυριακή το ξέχασα εντελώς, και δεν υπήρχε και Πελαγία να μου το θυμίσει μια και είχε παντελή άγνοια του θέματος;
Και ξημερώνει η Δευτέρα, και μούρχεται στο μυαλό, και αμάν, πώς να πάω χωρίς έκθεση στο σχολείο;
Και κατεβαίνω γρήγορα γρήγορα στην κουζίνα, και αρπάζω το μολύβι και το τετράδιο, και ανεβαίνω πάνω στην κρεβατοκάμαρα μην με δει η μαμά μου, και να μην μου έρχεται τίποτα στο κεφάλι.
Το απόλυτο κενό.
Και εκείνη την στιγμή έτυχε να περνάει από το δρόμο ένα αρνάκι μοναχό του και να βελάζει καλώντας την μανούλα του, ο από μηχανής Θεός που λένε, και μου έρχεται η έμπνευση, θυμήθηκα και το τραγουδάκι για το βοριά που τα αρνάκια παγώνει και σου γράφω ένα συγκινητικό πράγμα στο πίτς φυτίλι.
Δέκα με τόνο και μπράβο και να την διαβάσουμε στην τάξη η Έλλη, και τέτοια μεγαλεία η δική σου.
Αλλά και πάλι κουβέντα στην Πελαγία.
Αυτά την Τρίτη που τις είχε διορθώσει η Έλλη η δασκάλα μας.
Και απογευματάκι Πέμπτης νά σου χτυπάει το τζάμι μας κάνω έτσι και τί να δώ;
Η Έλλη που ήρθε για επίσκεψη γιατί είμαστε και συγγενείς.
Μαράθηκα.
Έσκυψα δήθεν στο βιβλίο μου και έκανα πως διάβαζα, ενώ από μέσα μου έκανα χίλιες δυό προσευχές και τάματα, να μην πεί τίποτα για την έκθεση, και εγώ από δώ και πέρα θα το πώ στην μαμά μου, και θα την γράφω κιόλας από το Σάββατο.
Και αφού είπαν τα δικά τους, σηκώθηκε να φύγει η Έλλη χωρίς να πεί τίποτα, και πάνω που ευχαριστούσα το Θεούλη για την καλοσύνη του κοντοστέκεται στην πόρτα, και λέει:
-Βρέ Πελαγία τι ταλέντο που έχει η Κατινούλα και τι όμορφη έκθεση ήταν αυτή με το αρνάκι! Μπράβο και πάλι μπράβο.
Κόκκαλο εγώ αλλά και η Πελαγία.
Δεν ξέρω τι έγινε όμως με την μαμά μου, μάλλον την έπιασε έξ απροόπτου και προσπαθούσε να θυμηθεί για ποιό αρνάκι ο λόγος, το θέμα είναι ό,τι δεν μίλησε εκείνη τη στιγμή αλλά χαμογέλασε αμήχανα και ξεπροβόδισε την Έλλη έξω.
Όταν όμως γύρισε δε χαμογελούσε καθόλου γιατί ήταν πλήρως συνειδητοποιημένη κρίνοντας και από το ένοχο ύφος μου ό,τι κάποιο λάκο έχει η φάβα.
Και επιέσθην και ομολόγησα και ετιμωρήθην δεόντως.
Διότι κατά την μαμά μου αυτά τα μπράβο δεν τα θέλει, αλλά θέλει να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου, και καλό παιδι, και να μην λέω ψέματα και..και….και…ένα σωρό άλλα.
Και τελικά αυτή ήταν η καλύτερη έκθεσή μου όλης της χρονιάς, και αυτά παθαίνει όποιος είναι αχάριστος, δηλαδή η μαμά μου,που δεν ήθελε δήθεν τα δέκα με τόνο και τα μπράβο.
Πολυ ωραίο και παλι το διήγημα σου Κατερίνα! Η φιλική σχέση δασκαλας και γονιού συνηθιζόταν στα χωριά και ηταν πολυ ωραίο. Ο Νικος θυμάται ακομα που για χάρη της Ζαχαρως τον πήρε σχολείο πριν την ηλικία του για να παίζει με αλλα παιδάκια. Την είχα και γω δασκάλα στην πρώτη τάξη για λιγο διάστημα και την θυμάμαι και στα Βατερα στα τελευταία χρόνια. Αιωνία η μνήμη της!
Πολυ ωραίο και παλι το διήγημα σου Κατερίνα! Η φιλική σχέση δασκαλας και γονιού συνηθιζόταν στα χωριά και ηταν πολυ ωραίο. Ο Νικος θυμάται ακομα που για χάρη της Ζαχαρως τον πήρε σχολείο πριν την ηλικία του για να παίζει με αλλα παιδάκια. Την είχα και γω δασκάλα στην πρώτη τάξη για λιγο διάστημα και την θυμάμαι και στα Βατερα στα τελευταία χρόνια. Αιωνία η μνήμη της!
Και τον αδερφό μου τον είχε πάρει γιατί ζήλευε που πήγε σχολείο ο Δημητρός ο Βάσσος που είχαν ένα χρόνο διαφορά. Εγώ πάντως δεν ζήλεψα κανέναν. Και με τον μπαμπά του Νίκου είχε η Έλλη συγγένεια την ίδια μάλλον που είχαμε και εμείς. Χαίρομαι που σας άρεσε το διηγηματάκι. Αιωνία η μνήμη της.