flashback, από την Κατερίνα Γεωργή

Το κοκόβι

Μικρούλα όταν ήμουν καθόμουν, τα έβαζα κάτω και σκεφτόμουν.

Κοκόβι!

Μα είναι όνομα αυτό για χωράφι; Όχι πείτε μου. Αστείο όνομα δεν είναι;

Και δεν καταλαβαίνεις και τί πάει να πει. Έχει σχέση με κοκοβιό; Μα αυτό είναι ψάρι.

Υπάρχουν ένα σωρό σοβαρά ονόματα χωραφιών.

Παραδείγματος χάριν Λαγκάδα από την λαγκαδιά του ποταμού, Ανανίδα από τις ανανίδες- βελανιδιές που έχει, Παλιάμπελα δηλαδή παλιά αμπέλια, Κότσνα από το κόκκινο χώμα τους, Μανταλουμέν από πόρτα μου φαίνεται κλειδωμένη, Τούμπες ίσως από ένα χωριανό μας που τον έλεγαν Τούμπα, Πευτσανή που παλιά είχε πολλά πεύκα, Αχλαδερή από τις αχλάδες, και ένα σωρό άλλα ονόματα που έβγαζαν νόημα, έστω καμιά φορά και λίγο πιό παράξενα, π.χ. Βιλερά, Αλιάζι, Γωνιές, αλλά σαν το Κοκόβι κανένα.

Και δεν ήταν το Κοκόβι απλό χωράφι.

Ήταν η γη της επαγγελίας, ο επίγειος παράδεισος των παιδικών μου χρόνων.

Ένας παράδεισος με παράξενο και αστείο όνομα που με έκανε όμως χαρούμενη και ευτυχισμένη.

Το χωράφι- μπαξές γεμάτο με φρούτα και λαχανικά, καί με ντρούμπα.

Όλο το καλοκαίρι σχεδόν κάθε απόγευμα οι θείες μου, τα ξαδέρφια μου, ο αδερφός μου και εγώ πηγαίναμε στο Κοκόβι, που ήταν του παππού μου.

Πολλές φορές ερχόταν και ο ίδιος, η μαμά μου, ο μπαμπάς μου και οι θείοι μου.

Μόνο την γιαγιά μου δεν θυμάμαι να έρχεται ποτέ, αλλά εκείνη ούτε στα άλλα χωράφια πήγαινε.

Έκανε μεγάλη “λάτρα” στο σπίτι γιατί ήταν πολλοί άνθρωποι με τα μαγειρέματα και τα τέτοια, άσε που “έφαινε” κιόλας.

Κάτι σαν δουλειά, κάτι σαν διασκέδαση, κάτι σαν περίπατος ήταν το Κοκόβι για όλους μας εκτός από τις γιορτάδες που γινόταν για τους μεγάλους λίγο σαν καταναγκαστικά έργα και έκαναν γρήγορα να τελειώνουν μια ώρα αρχίτερα για να μην χάσουν την βόλτα στον καροτσόδρομο.

Εμείς ολόδικο μας μπαξέ δεν είχαμε.

Είχαμε ένα χωράφι στην Αγία Παρασκευή με αμπέλι, συκιές και μυγδαλιές, και αυτό ήταν όλο.

Δεν είχε ντρούμπα, ούτε “μπαξαβανκά”, ούτε νερό και δροσιά ούτε καμία “πλάκα” είχε.

Άσε που δεν το χώνευα κιόλας, γιατί οι μυγδαλιές ήταν πολλές και πηγαίναμε όλοι οικογενειακώς ένα σωρό μέρες να ραβδίζουμε και να μαζεύουμε αμύγδαλα μέσα στην ζέστη και στα αγκάθια και μετά να τα ξεφλουδίζουμε στο σπίτι από το πράσινο που είχαν απ’ έξω και χάναμε ένα σωρό παιχνίδι.

Στο Κοκόβι μας όμως είχε απ’ όλα τα καλά του κόσμου και είμαστε και πολλοί και κάναμε αστεία και γελούσαμε και όλα δεν έμοιαζαν με δουλειά αλλά λίγο σαν παιχνίδι.

Εκεί πηγαίναμε παίρνοντας τον δρόμο από την Αγία Μαρίνα πρός τα κάτω, περνώντας από του Σφούνη τον μπαξέ, από της νονάς μου της Μηλιάς και από της Μαιρούλας που ήταν και λίγο Αθηναία το σπίτι, που ήταν το τελευταίο του χωριού, δηλαδή από τον δρόμο που οδηγούσε στον ποταμό.

Το καλοκαίρι δεν είχε καθόλου νερό μέσα του, ο ποταμός, σαν δρόμος ήταν γεμάτος με κροκάλες που σε πονούσαν και τα πόδια από κάτω όταν περπατούσες πάνω τους, και έκανες και “ισορροπία ” για να περάσεις απέναντι.

Και μετά έπρεπε να στρίψεις αριστερά σε ένα μονοπατάκι για να φτάσεις στο χωράφι.

Πάντα όταν πήγαινα μόνη μου είχα δυό φόβους.

Μή χάσω το μονοπάτι και δεν στρίψω εγκαίρως, ή μήν πατήσω κανένα φίδι.

Αλλά καί φοβόμουν καί πήγαινα, αν δεν προλάβαινα τους μεγάλους να πάμε παρέα, επειδή μου άρεσε πάρα πολύ.

Στην διαδρομή οι φράχτες των χωραφιών ήταν γεμάτοι ρουμάνια, και τα ρουμάνια ήταν γεμάτα με καρπούς, κάτι σαν “ασκάμια” κατακόκκινα, μόνο λίγο πιό μικρούλια, που ήταν εύκολο να τα κόψουμε, γιατί τα ρουμάνια είναι βάτος, ενώ οι ασκαμιές αν δεν το ξέρετε, είναι δέντρα ψηλά και δεν τα φτάνεις.

Μόνο που έπρεπε να προσέχεις γιατί είχαν τα κλαδιά τους αγκάθια και “τζαγκρανούσαν”.

Γι αυτό τα αφήναν στους φράχτες άλλως τε, για να φοβίζουν τα ζώα και να μην μπαίνουν μέσα.

Ήταν γλυκόξινα και τα μάζευα στην χούφτα μου κόβοντας τα ένα ένα και μετά τα έχωνα όλα μαζί στο στόμα μου να ευχαριστηθώ την γεύση τους.

Και με μάλωνε η μαμά μου που τα έτρωγα μέσα από το δρόμο άπλυτα και γεμάτα σκόνη, αλλά ποιός την άκουγε, πόσο μάλλον που δεν ήταν και μπροστά να με βλέπει. Απλά το καταλάβαινε μετά γιατί “στίφταν” τα χέρια μου από το χρώμα τους και δεν καθαρίζαν με το πλύσιμο.

Και η γλώσσα μου μαυροκόκκινη γινόταν και την έβγαζα κοροϊδευτικά στα ξαδέρφια μου και στον αδερφό μου, για να τους φοβίσω δήθεν.

Νομίζω όμως ότι δεν μου δίνανε καμιά σημασία.

Αυτό λοιπόν το μονοπάτι σε οδηγούσε στο Κοκόβι που ήταν νομίζω το πρό τελευταίο χωράφι και μετά τελείωνε στον μπαξέ του Πετρά με το μεγάλο πηγάδι, και το όμορφο μαγγανοπήγαδο που είχε πολλά στολίδια επάνω, που έβγαζε πολύ πολύ νερό και έκανε ντάκα ντούκα η μηχανή του όταν δούλευε και ακουγόταν παντού γύρω.

Το μαγγανοπήγαδο με γαϊδούρια δεν το πρόφτασα εγώ να δουλεύει ή δεν το θυμάμαι γιατί ήμουν μικρή όταν σταμάτησε, αλλά υπήρχε ακόμα και στόλιζε το πηγάδι.

Και έβγαζε πολλά “μπαξαβανκά” και τα πουλούσε ο κ. Πετράς, αλλά εμείς δεν αγοράζαμε γιατί είχαμε τα δικά μας.

Μόνο φίλοι είμαστε και εγώ πάντα έλεγα χαίρεται όταν τον έβλεπα, αλλά δεν ξέρω αν με άκουγε με αυτό το ντάκα ντούκα γιατί δεν μου απαντούσε, νά μόνο λίγο το κεφάλι του κουνούσε.

Όταν λοιπόν έφτανες στο δικό μας χωράφι έμπαινες από την “αμπασιά” και βρισκόσουν όπως σας είπα στον παράδεισο.

Και τί δεν είχε αυτό το χωράφι!

Αμπέλι με όλων των ειδών τα σταφύλια.

Φράουλες, ροζακιά, ερί καρά, τούρκικο όνομα μάλλον ήταν αυτό, μοσχάτο που μοσχομύριζε, γκντούρα για κρασί, νυχάκι, και το ψιλόρογο που μου άρεσε πολύ να το τρώω γιατί δεν είχε κουκούτσια.

Με αυτά τα δύο τελευταία έκαναν η γιαγιά και η μαμά μου γλυκό κουταλιού.

Φτιάχναμε και κρασί όταν τα τρυγούσαμε τον Σεπτέμβρη.

Μετά ήταν οι συκιές.

Κοκκινόσυκα, αυγόσυκα, λιβανά,πρασινόσυκα, περκούλια.

Από όλα είχε αυτό το χωράφι, και ήταν όμορφα να τα τρώς αλλά ήθελε προσοχή στο μάζεμα με τα συκόφυλλα και τα γάλατα που έβγαζαν γιατί όταν σε ακουμπούσαν σε έπιανε φαγούρα.

Επίσης δύσκολο ήταν να μαζεύεις και τα “ψτάλια”, δηλαδή τα ώριμα σύκα που πέφτανε κάτω, που από αυτά, τα καλά τα κάναμε ξερά για τον χειμώνα, και τα άσχημα, “κούκουρα” τα λέγαμε, γινόταν βράσμα ή τα δίναμε στα ζώα.

Έπρεπε λοιπόν να σκύβουμε κάτω από τις συκιές που είχαν χαμηλά κλαδιά επίτηδες, για να φτάνουμε τα χλωρά σύκα εύκολα, μέσα στα ξερά χόρτα που σου τρυπούσαν τα χέρια και τα πόδια, και να τα μαζεύουμε ένα ένα.

Δύσκολη δουλειά για μένα που φοβόμουνα και τα φίδια.

Αλλά οι μεγάλοι όλα τα μάζευαν. Κανένα δεν πήγαινε χαμένο. Ακόμα και τα πατημένα κατά λάθος, “πίττες” τα λέγαμε, πηγαίναν για τα μουλάρια και τις προβατίνες.

Το Κοκόβι μας είχε και ζαρταλούδια, και μούσκλες, και ρεγκλό μαύρα και κιτρινοπράσινα που μοσκομύριζαν, και κυδώνια δύο ειδών, τα συνηθισμένα σκληρά που τα κάναμε γλυκό ξυστό και πελτέ ή τα βάζαμε και τα ψήναμε στο φούρνο με τα ψωμιά.

Επίσης έμπαιναν στα κοκκινιστά με κρέας και πατάτες και στα σαλιγκάρια.

Υπήρχαν και τα “αφράτα”, που τα σκουπίζαμε λίγο στα ρούχα μας να φύγει το χνούδι που είχαν πάνω τους, και τα τρώγαμε και μας άρεσαν έτσι γλυκόξινα που ήταν.

Θυμάμαι όμως όταν υπήρχε έλλειψη από φρούτα ακόμα και αυτά τα σκληρά “τσιτσίδια” τα λέγαμε γιατί ήταν και λίγο στιφά, τα τρώγαμε κτυπώντας τα για να μαλακώσουν σε γωνίες σπιτιών που δεν ήταν κολλητά με άλλα, στα σουβελίκια τους τα “αντγώνια” όπως τα λέγαμε.

Είχε και πολλά ρόδια.

Τα ρόδια δεν τα τρώγαμε επί τόπου γιατί ήταν βαρετά να τα καθαρίσεις, και “στίφταν” και τα χέρια μας με άσχημο μαύρο χρώμα.

Τα πηγαίναμε στο σπίτι και τα καλά τα κρέμαγε η γιαγιά μου με σπάγκο από το κοτσανάκι τους στο κατώνι για να διατηρηθούν, και να έχουμε και μετά για πολύ καιρό, και τρώγαμε τα ανοιγμένα.

Και αρκετές φορές μετά μας καθάριζε από τα καλά, και μας έβαζε και ζάχαρη από πάνω, ακόμα και το χειμώνα, αλλά φύλαγε και πολλά για να βάζει στα κόλυβα και στον “κολβόζμο”, που ήταν κάτι σαν τα κόλυβα αλλά με ζουμί.

Εμένα μου άρεσαν πάρα πολύ και τα δύο αυτά.

Φύλαγε και το πιό όμορφο για την Πρωτοχρονιά που το έσπαζε ένας από μας τους μικρούς για καλό ποδαρικό και γέμιζε “παπούδες” όλο το δωμάτιο.

Και λέγαν και ευχές κάτι σχετικά με τα “σπυριά” του ροδιού, και τα “καλά” που θέλαν να είναι γεμάτο το σπίτι.

Και μετά έπρεπε να μαζεύουμε τις παπούδες από κάτω για να μην τις πατάμε και “στίφτουν” οι κουρελούδες.

Πιό πέρα ήταν το μποστάνι με καρπούζια και πεπόνια και απέναντι από την άλλη πλευρά ήταν ο μπαξές.

Εκεί κάπου ήταν και ένα μεγάλο σκιάχτρο για να διώχνει τα πουλιά να μην τρυπάνε τα ώριμα πεπόνια και καρπούζια.

Και φορούσε ρούχα που κουνιόταν με τον αέρα και μια μεγάλη ξεφτισμένη καπελαδούρα ψάθινη, και… σιγά που φοβόταν τα πουλιά.

Όλο τρυπημένα βρίσκαμε τα ώριμα από τα κοράκια, και έπρεπε μετά να τα φάμε γρήγορα γιατί δεν κρατούσαν, ξυνίζανε .

Μια μέρα μάλιστα ένα είχε κάτσει στην καπελαδούρα του, και μου φαίνεται ότι μας κορόιδευε κιόλας έτσι που μας κοιτούσε.

Στον μπαξέ πάλι, υπήρχαν ντομάτες, αντζούρια, κολοκυθάκια, φασολάκια, μελιτζάνες, μπάμιες, “μυρίσια”, μαρούλια, και κάτι ρεπάνια μα τί ρεπάνια!

Μακρουλά καφτερά και μοσχομυριστά.

Απ’ όλα είχε αυτός ο μπαξές!

Γύρω γύρω από τις μελιτζάνες είχε βασιλικούς τεράστιους, για να “δένουν” λέει τα λουλούδια τους, από κάποια εντομάκια που τους άρεσε η μυρωδιά τους.

Δηλαδή πηγαίνανε στους βασιλικούς και μετά μπερδευότανε και πήγαιναν και στις μελιτζάνες και τα δένανε τα λουλούδια τους.

Δεν καταλάβαινα τι πάει να πει αυτό, ούτε δεμένα με κλωστές τα έβλεπα, αλλά δεν με ένοιαζε κιόλας, μόνο έκοβα ένα κλωναράκι βασιλικό που μύριζε όμορφα και το έβαζα στο αυτί μου.

Και είχαμε και “φιντζέτες” με πολλά πολλά χρώματα και κάναμε μπουκέτα και τις βάζαμε σε βάζο ή σε κανά ποτήρι λίγο ξεφλουδισμένο στα “χείλια” του, που δεν πίναμε πιά σε αυτό να μην κοπούμε κιόλας.

Μόνο οι μπάμιες μου φέρνανε αναγούλα γιατί ήταν μεγάλες και χνουδωτές και δεν μου αρέσαν καθόλου μαγειρεμένες με τα σπόρια και τα σάλια τους.

Αλλά το πιό ωραίο για μένα εκεί ήταν η ντρούμπα και η χαβούτζα που μαζεύαμε μέσα το νερό όταν “ντρουμπαίρναμε” για να ποτίσουμε .

Κάτω από την τρούμπα ήταν πηγάδι που δεν το έβλεπες, μόνο ένα φαρδύ “τούμπο” κατέβαινε μέσα του, και από πάνω της είχε φρίτζα για να μην μας χτυπάει ο ήλιος και από την μία και από την άλλη κρεμότανε κολοκυθιές από αυτές που κάνουν μεγάλες κολοκύθες, γαλιές τις λέγαμε.

Ήταν στρογγυλές με ένα μακρύ χερούλι και εμείς είχαμε στο σπίτι μας μία κομμένη περίπου στην μέση, κάτι σαν μεγαλη κουτάλα την κάναμε, και πιάναμε λάδι από την “φτύνα” μας στο κατώνι.

Και τζιτζίκια που τραγουδούσανε στα δέντρα είχε και σκατομπάμπουλες και μαύρες ξεμπαμπούλες με χρυσές και μπλέ ανταύγειες που τα αγόρια τις δένανε με κλωστή και αυτές πέταγαν γύρω γύρω, και τα άπειρα μυρμήγκια είχε, που πολύ μου άρεσε να τα παρακολουθώ που δουλεύανε συνέχεια πάνω κάτω και θυμόμουν το μύθο του Αισώπου με τον τζίτζικα και τον μέρμηγκα που μας διάβαζε η μαμά μου για να μας διδάξει τα καλά της εργασίας.

Λυπόμουνα τον τζίτζικα που θα πέθαινε μες το κρύο νηστικός αλλά τί να του κάνω και εγώ αφού όλο το καλοκαίρι μόνο το τραγούδι σκεφτόταν.

Πάντως αν ήμουν μυρμήγκι θα του έδινα λίγο να φάει από το φαΐ μου όταν θα μου χτυπούσε την πόρτα μέσα στο καταχείμωνο.

Και που και που ακούγαμε βατραχάκια με τα κουάξ κουάξ τους και τα βλέπαμε κιόλας να πηδάνε μέσα στα χορταράκια γύρω από την χαβούτζα.

Για να βγάλει νερό η τρούμπα ήταν μεγάλη διαδικασία.

Πρώτον έπρεπε να υπάρχει πάντα ένα δοχείο με νερό που το ρίχναμε σιγά σιγά μέσα στην τρούμπα, δεν ξέρω και το γιατί σίγουρα, κάτι για ένα πετσί μιλάγανε που ξεραινόταν και έπρεπε να βραχεί, και κάποιος τρούμπαιρνε γρήγορα, και εκεί που άκουγες ένα ξερό θόρυβο κάτι σαν βραχνάδα κάτι σαν να έβηχε, ξαφνικά άλλαζε ο ήχος, και νά σου και έβγαινε το νερό.

Αλλά δεν έπρεπε καθόλου να χαλαρώσεις γιατί στην αρχή μπορούσες λέει να το χάσεις το νερό και φτου από την αρχή.

Εμένα καθόλου δεν με αφήνανε να ντρουμπάρω στην αρχή γιατί έπρεπε να ντρουμπαίρνει κάποιος δυνατός.

Και μετά δεν με πολυαφήνανε γιατί τους “μπουρδούκλωνα”, δεν ήταν και παιχνίδι όπως μου λέγανε, αλλά ήταν δουλειά που έπρεπε να τελειώσει γρήγορα.

Να μόνο λίγο για χαρά, και καλά κάνανε εδώ που τα λέμε γιατί ήταν πολύ κουραστικό πράγμα να ντρουμπαίρνεις και να φτάνει το χερούλι μέχρι κάτω, μόνο που δεν το παραδεχόμουνα κιόλας.

Δεν το είχα στην τιμή μου να με περνούν για μικρή.

Τα αγόρια όμως “ξεπρουπαλριόνταν” , δεν ξέρω αν την λέω και σωστά αυτή τη δύσκολη λεξη, ποιός θα κάνει πιό πολλές “ντρουμπαρισιές” χωρίς να κουραστεί.

Μέχρι και εκατό μετρούσανε!

Το πρώτο που κάνανε όταν άρχιζε να τρέχει ήταν να ξαναγεμίσουν το δοχείο, γιατί μπορεί να το χρειαζόταν πάλι αν το “χάνανε” το νερό ή για την άλλη φορά που θα ξαναρχόταν να ποτίσουν.

Πάντως δεν ανησυχούσαν και πολύ γιατί παίρνανε και από του κ. Πετρά στην ανάγκη.

Η χαβούτζα στην απέναντι πλευρά από την ντρούμπα είχε στο κάτω μέρος της μια τρύπα βουλωμένη που την ανοίγανε όταν γέμιζε, το νερό έτρεχε και με ένα αυλάκι πήγαινε μέχρι τον μπαξέ, και με την τσάπα το οδηγούσαν στις αυλακιές και ποτίζαν τα μπαξαβανκά.

Μόλις γέμιζε ένα αυλάκι κλείναν με χώμα την πόρτα του και ανοίγανε την πόρτα στο δίπλα και άλλαζε πορεία το νερό και ούτω καθ’ εξής, μέχρι που ποτιζόταν όλα.

Χωματένιες ήταν οι πόρτες τους, που τις κάνανε εκείνη τη στιγμή με την τσάπα, μή φανταστείτε τίποτα ξυλένιες.

Και ντρουμπαίρνανε και ποτίζανε οι μεγάλοι, και μετά όλοι μαζί μεταφέραμε στο σπίτι ότι κόψαμε εκτός αν ήταν πολλά και βαριά που τα φορτώνανε στο γαϊδουράκι του παππού που είχε και ένα παράξενο όνομα.

Μαμέλ το λέγαμε αλλά δεν γύριζε καθόλου στο όνομά του σαν το σκύλο μας τον Ντίκ που έτρεχε όταν τον φωνάζαμε..

Μπορεί και να μην του άρεσε σαν όνομα, αλλά δεν μπορούσε να μας το πει.

Μπορεί και να είχε κουφαθεί και να μην το άκουγε γιατί ήταν και γεράκος.

Δεν μας πείραζε όμως γιατί καθόταν δεμένος με το σχοινί του και έτρωγε ήσυχος στην γωνίτσα του και ούτε κλωτσούσε ούτε τίποτα.

Μόνο ήταν καλούλης και κοντούλης και μπορούσα και εγώ να τον καβαλικέψω μόνη μου, πόσο μάλλον που ήξερε και το δρόμο για το σπίτι.

Αυτό ήταν λοιπόν το Κοκόβι μας, ο παράδεισος των παιδικών μου χρόνων, ο παράδεισος της αφθονίας και της ανεμελιάς.

Τώρα πια μεγάλωσα, η ανεμελιά είναι παρελθόν, και άρχισαν τα προβλήματα καί της υγείας.

Κάποια στιγμή λοιπόν χρειάστηκε να κάνω μαγνητική τομογραφία.

Την πρώτη που έκανα μπήκα μέσα με ανοιχτά μάτια και αμέσως ένοιωσα και εγώ την αίσθηση του “μπαίνω σε φέρετρο”, και το αίσθημα της κλειστοφοβίας.

Τις επόμενες φορές όμως, και υπήρξαν πολλές, ανακάλυψα ένα κόλπο.

Μπαίνοντας, έκλεινα τα μάτια μου, ξαναγινόμουν παιδί, και μεταφερόμουν νοερά εκεί, στο μπαξέ μας.

Μόλις άρχιζαν τα “γκντάπα γκντούπα” που κάνει το μηχάνημα, εγώ έφερνα στο μυαλό μου το μαγγανοπήγαδο του κ. Πετρά και τα παρομοίαζα με τον ήχο της μηχανής του.

Μέχρι και το νερό “έβλεπα” που έτρεχε με δύναμη γάργαρο στην χαβούτζα για να ποτίσει.

Ξαναγινόμουν για λίγο παιδί και ήμουν ήρεμη, χαλαρή, να μή σας πω ακόμα και χαρούμενη και ευτυχισμένη.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

2 απαντήσεις στο flashback, από την Κατερίνα Γεωργή

  1. Ο/Η Ανώνυμος λέει:

    Να εισαι καλα Κατερινα……..Τι χρονια κι αυτα..

  2. Ο/Η Ζωή Δημητρακέλλη λέει:

    Όμορφες αναμνήσεις, υπέροχα διατυπωμένες!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.