Ένα έθιμο που έχει εγκαταλειφθεί, μας θυμίζει η Κατερίνα
Ο Κλήδονας
Γύρω στο πενήντα που εγώ ήμουν πέντε χρονών οι δυνατότητες για διασκέδαση στα χωριά μας ήταν πολύ λίγες.
Οι αρραβώνες, οι γάμοι, τα βαφτίσια, οι βόλτες στον καροτσόδρομο την Κυριακή, οι “αφλουγιές”, τα “παρακάνια” για τις γυναίκες, τα καφενεία για τους άντρες, τα ήθη και τα έθιμα του χωριού, ακόμη και ο εκκλησιασμός την Κυριακή ήταν διέξοδος και διανθίζαν την πλήξη και την μονοτονία.
Τα μικρά πανηγύρια και οι μεγάλες γιορτές, όπως της Παναγίας, τα Χριστούγεννα, οι απόκριες και το Πάσχα, ήταν ευκαιρία για να δείξουν οι κοπέλες τα καλά τους ρούχα να νοιώσουν πιό όμορφες και επιθυμητές και να φλερτάρουν με τα νεαρά παλικάρια.
Μετά την Ανάσταση, του Αγίου Γεωργίου, γινόταν μεγάλο πανηγύρι στο εξωκκλήσι του με μουσικές, άλογα και χορούς στην μεγάλη πλατεία, με τον μεγάλο πρίνο και τα πεύκα γύρω γύρω.
Και έπειτα ερχόταν η γιορτή του Αγίου Κωνσταντίνου που ήταν το μεγαλύτερο πανηγύρι του χωριού μας.
Μέρες πιό μπροστά το ονειρευόμαστε και το περιμέναμε με λαχτάρα μικροί μεγάλοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Ετοιμασίες και καθαριότητες μέσα και έξω από τα σπίτια.
Ασπρίσματα σε όλα τα πεζοδρόμια και σκουπίσματα των δρόμων, που ήταν ακόμα τότε “ντουσιμέδες”.
Τα σπίτια ντυμένα με τα καλοκαιρινά τους, και οι άνθρωποι να ράβουν καλά ρούχα και να φτιάχνουν καινούργια παπούτσια, ειδικά οι κοπέλες, και εμείς τα παιδιά τρισευτυχισμένα με όλα αυτά, αλλά και με τα φτηνοπαιχνιδάκια που μας αγοράζανε οι δικοί μας από το πανηγύρι, το νταβαντούρι το κέφι και την χαρά.
Και παίζανε και οι μουσικές και χόρευε ο κόσμος και διασκέδαζε και κρατούσε μέχρι και τρείς μέρες η διασκέδαση.
Και μετά περνούσε ένας μήνας και ερχόταν η γιορτή του Αγίου-Γιάννη του Προδρόμου, με τα κάψαλα και τον κλήδονα.
Την παραμονή στις είκοσι τρείς του Ιούνη σε κάθε γειτονιά του χωριού τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι, μαζεύανε κλαδιά και ξύλα και κάνανε μεγάλες στοίβες και όταν νύχτωνε τα ανάβανε και λαμπάδιαζαν, και οι φλόγες και οι σπίθες ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό και οι άνθρωποι πηδούσαν από πάνω.
Αυτά ήταν τα κάψαλα!.
Οι πιό νέοι και γενναίοι πηδούσαν μέσα από τις μεγάλες φλόγες, τα παλικάρια πρώτα για να τα δουν οι κοπελιές και να τα θαυμάσουν που κι αυτές όμως δεν πήγαιναν πίσω.
Μαζεύαν ψηλά τα φουστάνια και φαινόταν τα πόδια τους την ώρα που πηδούσαν και τις χαζεύαν τα αγόρια, και τους άρεσε να τις κοιτούν, χωρίς να φοβούνται ότι θα τις παρεξηγήσουν, και ανέβαινε η αδρεναλίνη και ρίχναν και άλλα κλαδιά και γινόταν κάτι σαν διαγωνισμός μεταξύ τους μέσα σε φωνές και χειροκροτήματα.
Έτσι το ήθελε το έθιμο και όλα γινότανε υποτίθεται για την χάρη του αγίου.
Οι μεγαλύτεροι περιμένανε να κατακαθίσει λίγο η φωτιά και μετά, ακόμα και με παιδιά μικρά στην αγκαλιά, πηδούσαν και αυτοί λέγοντας και ένα:
– Πέτρα στο κεφάλι μου σίδερο στην μέση μου.
Και πραγματικά κρατούσαν μία πέτρα πάνω από το κεφάλι τους την ώρα που πηδούσαν.
Για σίδερο στην μέση δεν είχα δει αλλά το είχα ακούσει να το λένε.
Και υπήρχαν γέλια και χαρές και κοκκινίζανε τα μάγουλα από την έξαψη και τις φωτιές, και καίγανε και οι ματιές των νεαρών που ανταλλάσονταν με των κοριτσιών, και φεγγοβολούσαν όλες οι γειτονιές και αντιλαλούσαν από τις φωνές και τα πειράγματα.
Με αυτόν τον τρόπο από τα αρχαία χρόνια καθώς άρχιζε το θερινό ηλιοστάσιο και μίκραινε η μέρα, γινόταν κάτι σαν εξαγνισμός και θωράκιση για όλα τα κακά, με το πέρασμα πάνω από την φωτιά.
Και τα έθιμα αυτά μεταδόθηκαν και μέχρι τα δικά μας χρόνια ίδια και απαράλλαχτα.
Μόνο τα ονόματα των Αγίων και των γιορτών αλλάξανε.
Και όταν τελειώναν οι φωτιές την ίδια μέρα αργά το βράδυ άρχιζε η τελετουργία του αμίλητου νερού και του κλήδονα.
Μέσα σε ένα δοχείο τα κορίτσια βάζανε ένα δικό τους πράγμα, μα δαχτυλίδι ήταν, μα σκουλαρίκι, μα τσιμπιδάκι ή χτενάκι, και μία κοπέλα πήγαινε σε ένα πηγάδι, έβαζε μέσα νερό, και σε όλη την διαδρομή δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανένα.
Το έκλεινε το δοχείο καλά με ένα κόκκινο μαντήλι που το έδενε γύρω γύρω με σπάγγο, και το έβγαζε στα αστέρια όλη την νύχτα πάνω στο φούρνο.
Και την άλλη μέρα το βραδάκι μαζευότανε όλες, και άρχιζε η διαδικασία της μαντικής.
Μιας μαντικής που τις άλλες μέρες δεν την πιστεύανε, γι αυτό υπήρχε και η υποτιμητική φράση, “αυτά είναι λόγια του κλήδονα”, που όμως εκείνη την μέρα έπαιρνε άλλη σημασία και την περιμένανε πως και πως.
Γιατί γι’ αυτό γινόταν όλα αυτά, αλήθεια ή ψέματα.
Για να πάρουν ένα μήνυμα, μια πληροφορία οι κοπέλες ποιόν άνδρα θα παντρευτούν έστω από ένα μικρό τετράστιχο που θα είναι όμως ειπωμένο αποκλειστικά για κείνες.
Θα είναι αυτός που αγαπούν, αυτός που ονειρεύονται, ή θα είναι κάποιος που δεν τον θέλουν;
Και αυτός που θέλουν, τις αγαπά και αυτός, ή θέλει κάποια άλλη;
Και θα τις παντρευτούν οι αγαπημένοι τους ή απλώς περνάνε την ώρα τους μαζί τους;
Ήταν δε όλα τα τραγουδάκια διαλεγμένα ένα προς ένα και σημαδιακά, άλλα καλά και άλλα με άσχημες προβλέψεις.
Καθότανε λοιπόν όλες σε κύκλο και στην μέση καθόταν ένα μικρό παιδί.
Και ξεσφραγίζανε το δοχείο, το βάζανε στα χέρια του και το σκεπάζανε με ένα μακρύ μαντήλι.
Και άρχιζαν να λένε τα τετράστιχα που όπως είπαμε τα είχαν συγκεντρώσει από πριν, όλα με ένα νόημα και πληροφορίες, που για αυτές που προοριζόταν είχαν σημασία και τις ερμηνεύανε με τον δικό τους τρόπο.
Γιατί όταν τέλειωνε το τραγουδάκι το παιδάκι έπιανε μέσα από το δοχείο ένα αντικείμενο και το έβγαζε έξω με το χεράκι του.
Επομένως το τραγουδάκι και όσα έλεγε, ανήκε σε αυτήν που της ανήκε το τσιμπιδάκι, μά το δαχτυλιδάκι, μά το κουμπί ή το χτενάκι.
Και υπήρχαν γέλια και πειράγματα και τετράστιχα σοβαρά ή αστεία αλλά όλα σημαδιακά, και χαρά και αμηχανία ακόμα και στενοχώρια άν τους τύχαινε κανένα άσχημο και ας προσπαθούσαν να το κρύψουν.
Την χρονιά λοιπόν που έκλεισα τα πέντε μου, Ιούνιο είχα γεννηθεί, η γειτόνισσά μας η Μαρίτσα η Πρίδαινα, που με αγαπούσε πολύ και με “έπαιζε” από μωρό, έκρινε ότι είμαι αρκετά μεγάλη για να παίξω τον ρόλο του μάντη κάτω από το μεγάλο μαντήλι και να βγάζω τα πράγματα των κοριτσιών μέσα από το δοχείο.
Και μαζευτήκανε όλες, και εγώ μαζί, στο σοκάκι της Μαριγώς της Παλκαράδαινας και πριν να με σκεπάσουν με το μαντήλι έκανα μυστικά με την Μαρίτσα μια μικρή συμφωνία, μια συνομωσία.
Δηλαδή εκείνη έλεγε και εγώ άκουγα.
Πήρε που λέτε μέσα από το δοχείο ένα δαχτυλιδάκι στα κρυφά, μου το έβαλε στο δάχτυλό του αριστερού χεριού μου που θα ήταν κρυμμένο από το μαντήλι, και μου είπε ότι όταν θα πούν αυτό το τραγουδάκι, μου το τραγούδησε κιόλας, θα βγάλω το δαχτυλίδι από το χέρι μου και θα τους το δώσω σαν να το έπιασα εκείνη την ώρα μέσα από το δοχείο.
Μου είπε ότι θέλανε να πειράξουν τη φίλη της την Μυρσινούλα με αυτό το τραγούδι.
Και πραγματικά και εγώ το κατάλαβα ότι ήταν αστείο και λίγο πειραχτικό.
Νομίζω ότι έλεγε:
-“Αγάπη είχα κι έχασα μι του καπίστρ’ διμένη
Όποιος τη βρεί ας τη χαρεί μον’ του καπίστρ’ να φέρει”.
Όταν της είπα όμως ότι εγώ μπορούσα να το ξεχάσω, είπε ότι εκείνη θα ήταν δίπλα μου και θα έσκυβε και θα μου έλεγε στο αυτί την λέξη “τώρα” και έτσι δεν θα μας έπαιρνε είδηση κανένας.
Και άρχισαν τα τραγούδια, τα γέλια και οι αναστεναγμοί, και τα σκουντήματα, και οι κοροϊδίες μεταξύ τους, και πέρναγε η ώρα, και εγώ κουκουλωμένη με το μαντήλι, άρχισα να ζεσταίνομαι και να κουράζομαι και το χειρότερο να κατουργιέμαι κιόλας.
Αλλά ντρεπόμουνα και δεν μίλαγα, μόνο σφιγγόμουνα.
Και τα πράγματα τελειώσανε πιά στο δοχείο.
Και αυτές εξακολουθούσαν να συζητούν, να σχολιάζουν και να λένε τα αστεία τους, και επίτηδες δεν λέγανε το τραγουδάκι το σημαδιακό γιατί ήταν συνεννοημένες, για να κάνουν την Μυρσίνη να έχει αγωνία.
Μόνο που εγώ κάποια στιγμή δεν άντεξα άλλο.
Πέταξα από πάνω μου το μαντήλι που με είχαν σκεπάσει και κρατώντας το δαχτυλιδάκι σχεδόν κλαίγοντας, φώναξα μονορούφι την πιό μεγάλη πρόταση που είχα πει ποτέ στην μικρή ζωή μου.
-“Γω τώρα έπιασα τσ’ Μυρσινούλας, που είνι τσι του τιλιφταίου, τσι πείτι έφτου του τραγδέλ που μη είπατι πους θα πείτι, γιατί καπαντίσκα έδιου απού κάτου, τσι θέλου να πάου στου σπιτ’ μας, να κάνου τσι τσίσα μ’ γιατί κουντεύου να κατουρθώ, τσι θα μι δειρ’ τσιόλας η μαμά μ'”.
Και μέσα σε αγκαλιές και φιλιά και πετάγματα στον αέρα από τα κορίτσια που κοντεύανε να κατουρηθούνε και αυτές από τα γέλια, τέλειωσε άδοξα η καριέρα μου στην μαντική τέχνη μια μέρα του Ιούνη του 1950 στην γιορτή του κλήδονα.