Αφιερωμένο στα παιδάκια του Δημοτικού που τέλειωσαν το σχολικό έτος
Η χειροτεχνία
Στην Δευτέρα δημοτικού δάσκαλο είχαμε τον κ. Ευθύμιο.
Ο κ. Ευθύμιος δεν ήταν χωριανός μας σαν τους άλλους δασκάλους μας.
Είχε παντρευτεί την Ρηνούλα την κόρη του παπά Δημήτρη που τον λέγαμε και “κουτσνουγέν” γιατί τα γένια του ήταν κατακόκκινα.
Και ήταν μικροκαμωμένος και κοντούλης αλλά πολύ δραστήριος.
Μέχρι την Αμερική νομίζω ότι πήγε και έκανε έρανο να μαζέψει λεφτά για να ξαναχτίσει τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Λίγο πιό πάνω από το δικό μας σπίτι ήταν το σπίτι που μένανε, εκεί που ήταν και η “ακακία του παπά” όπως τη λέγαμε, ένα μεγάλο δέντρο που εκείνος είχε φυτέψει, εκεί όπου παίζαμε τα παιδιά γιατί είχε φαρδύ πεζοδρόμιο, εκεί που οι γυναίκες κάνανε γειτονιό και κουτσομπολιό, εκεί που σκαρφαλώναν τα αγόρια στα κλαδιά της, εκεί που κάναμε κούνιες την Πρωτομαγιά.
Και άνθιζε την άνοιξη και γέμιζε λουλούδια και μοσχοβόλαγε η γειτονιά μας, η γειτονιά που εκείνα τα χρόνια είχε όλα της τα σπίτια κατοικημένα και ήταν γεμάτη από παιδιά κόσμο και φασαρία.
Εγώ μέχρι να πάω στο σχολείο είχα πολύ φίλη, την φίλη μου την Μαίρη που ήταν και οι μαμάδες μας φίλες και μέναμε και πολύ κοντά, και είχε άλλες δύο αδερφές ενώ εγώ καμία άλλη, μόνο αδερφό, και πηγαιοερχόμαστε στα σπίτια μας και παίζαμε πολύ ωραία.
Όταν πήγα όμως σχολείο μεγάλωσαν οι ορίζοντες μου και γνώρισα πολλά άλλα παιδιά και έκανα και άλλες φίλες.
Οι πολύ πολύ καλές φίλες που έκανα ήταν η Σαπφώ και η Ευστρατία.
Από μακρινές γειτονιές αλλά στο σχολείο αχώριστες και πολύ καλές μαθήτριες και οι τρείς μας.
Κάθε μιά μας είχε διαφορετικό χαρακτήρα αλλά μιά χαρά ταιριάζαμε.
Η Σαπφώ ήταν πολύ νοικοκυρεμένη και τακτική στα τετράδιά της και η πιό διαβαστερή, η Ευστρατία πιό αλέγρα που της άρεσαν οι βόλτες και τα αστεία, και εγώ κάπου στην μέση λίγο πιό ακατάστατη από την Σαπφώ, αλλά προσπαθούσα να διορθωθώ γιατί φοβόμουν την μαμά μου που με ήθελε σωστή και τακτική, ομολογώ ότι μου έκανε έλεγχο σε όλα τα μαθήματα, επειδή δεν καταδεχόταν η κόρη της να είναι “τσαπατσούλα” και “χωριογύρα” όπως έλεγε.
Αλλά στο σχολείο στα διαλείμματα καμιά μας δεν ξεχώριζε.
Πρώτες και καλύτερες στις γυμναστικές, στα αγωνίσματα και στα παιχνίδια.
Είμαστε και οι τρεις τέλειες και κολλητές σε όλα, και ανταγωνιζόμαστε και ένα άλλο τρίο κολλητών, την Μυρσινούλα, την Λώρα και την Μαρίτσα που αυτές ήταν και γειτόνισσες στου “ακλησίδ” και κάνανε και εκεί παρέα και ήταν πολύ καλά κορίτσια, αλλά νά…λίγο αντίπαλη ομάδα.
Το σχολείο μας ήταν πολύ όμορφο κτισμένο σε ένα λόφο που έβλεπες από κάτω όλο το χωριό, σε σχήμα γάμμα, με κεραμίδια και είχε μία πολύ ωραία είσοδο κεντρική που από την μία και την άλλη πλευρά είχε δύο πελώριες σκάλες.
Είχε και μία άλλη είσοδο στο γάμμα, όχι τόσο επιβλητική που από κει “ως επί τω πλείστον”, αυτή την πρόταση την έλεγε συχνά ο δάσκαλος μας και μου άρεσε, μπαινοβγαίναμε.
Εκεί μπροστά στο προαύλιο, κάναμε και προσευχή γιατί ειδικά το χειμώνα δεν μας έβρισκε ο “βόριαδος” που κατέβαινε από την Λαγκάδα και μας πάγωνε.
Γύρω γύρω είχε μια τεράστια αυλή που νοερά, χωριζόταν σε διάφορα τμήματα.
Κάθε τμήμα του είχε την χρησιμότητά του και το οργώναμε από άκρη σε άκρη ανάλογα με τα παιχνίδια μας.
Η περιοχή του μαγειρείου με την “κυρά Μαρία” την επιστάτισσα και μαγείρισσα που μας έβραζε το γάλα το πρωί, πολύ γλυκειά και καλή και την αγαπούσα, η περιοχή με τις βρύσες στην σειρά που ξεδιψάγαμε πίνοντας νερό με την χούφτα μας, η μπροστινή πλευρά που ήταν περιποιημένη με παρτέρια και λουλούδια αλλά μπορούσαν να μας δουν οι δάσκαλοι από το γραφείο τους και την αποφεύγαμε όσο μπορούσαμε, η περιοχή των αποχωρητηρίων διαφορετική για αγόρια και κορίτσια και μακρυά η μία από την άλλη, το γήπεδο που κάναμε γυμναστική, η περιοχή με τα πεύκα που πηγαίναν αποκλειστικά τα αγόρια, η άλλη με τις μυγδαλιές και τα τσάγαλα που απαγορευόταν να κόψουμε και εμείς τα λιμπιζόμαστε στην εποχή τους και πηδάγαμε δήθεν παίζοντας και αρπάγαμε κανένα, και τελευταία η περιοχή των ευκαλύπτων.
´Αχ αυτή η περιοχή των ευκαλύπτων με τα κλαδιά τους που ήταν χαμηλά και κρεμόταν σαν παραβάν, και σχημάτιζαν μικρές κρυψώνες που φαινόταν σαν σπιτάκια στα μάτια μας, και χωνόμαστε από κάτω στα διαλείμματα, και παίζαμε τα “φαγέλια”.
Και ήταν σαν να απομονωνόμαστε από τους γύρω μας και πολλές φορές δεν ακούγαμε και καλά το κουδούνι έτσι που μας απορροφούσε το παιχνίδι.
Πολλοί τσακωμοί γινόντουσαν για να κατοχυρώσουμε τους ευκάλυπτους που δεν ήταν και πολλοί και άρεσαν σε όλους.
Και μόλις χτύπαγε το κουδούνι για διάλειμμα τρέχαμε γρήγορα να προλάβουμε, μη μας πιάσει το χώρο κανένας άλλος.
Η τάξη της Δευτέρας ανήκε στο παλιό τμήμα του σχολείου, ήταν απομονωμένη από τις άλλες τρεις, πιό κοντά στο γραφείο των δασκάλων, με μεγάλα παράθυρα προς το προαύλιο του γάμμα, απέναντι από την πόρτα της παλιάς μεγάλης αίθουσας που την είχαμε για να τρώμε τον χειμώνα το πρωινό μας, να κάνουμε χειροτεχνίες και πειράματα, και δεν κάναμε μέσα “διδασκαλία”.
Εκτός από τα κανονικά μαθήματα, ανάγνωση, γραμματική, ορθογραφία, αριθμητική, ιστορία, θρησκευτικά και πατριδογνωσία, είχαμε και γυμναστική, οδική και χειροτεχνία.
Και ενώ σε όλα τα μαθήματα δεν με έπιανε κανείς που λένε, στα δύο τελευταία δεν ήμουν καθόλου καλή.
Και καλά στην οδική μάθαινα εύκολα όλα τα τραγούδια απ’ έξω και τραγούδαγα μαζί με τα άλλα παιδάκια και δεν φαινόταν ότι ήμουν παράφωνη, στην χειροτεχνία όμως;
Εδώ σε θέλω.
Ο κ. Ευθύμιος μας έβαλε να πλέξουμε καλαθάκια με φλαμούρι σαν τα αγόρια.
Και το ξεκινήσαμε και οφείλω να ομολογήσω ότι το θέαμα που παρουσίαζε αυτό το πράγμα που έκανα και προοριζόταν για καλαθάκι, μόνο με καλαθάκι δεν έμοιαζε.
Ήταν άθλιο με άλφα κεφαλαίο.
Και ερχόταν η Σαπφώ στο σχολείο, για την Ευστρατία για να πω την αλήθεια δεν θυμάμαι, με ένα καλαθάκι αριστούργημα, καλοσχηματισμένο και “ουδεμία σύγκριση” με το δικό μου.
Και μια μέρα μας έστειλε ο “κύριος” στο γραφείο για μια δουλειά σε ώρα μαθήματος και έλειπαν όλοι οι δάσκαλοι, και κάτι σκαλίσαμε, και έπεσε το μάτι μας και σε ένα βαθμολόγιο με τα ονόματά μας, και το ψάξαμε, και η Σαπφώ σε όλα τα μαθήματα δέκα. Το ίδιο και η Κατινούλα αλλά στην χειροτεχνία επτά.
Πώ πώ ντροπή και ζήλεια!
Και την πίεσα να μου πει πώς γίνεται όμορφο το καλαθάκι της που σε αυτό χρωστούσε το δέκα, και μου ομολόγησε ότι πήγαινε ο μπαμπάς της στο ποτάμι και της έκοβε βούρλα, και τη βοηθούσε κιόλας, και πάνω σε αυτά τύλιγαν το φλαμούρι γι’ αυτό ήταν στητό και ωραίο, και τι να σας εξηγώ τώρα που αν δεν το έχετε φτιάξει τίποτα δεν θα καταλάβετε περί της περίπλοκης κατασκευής, αλλά τον πόνο μου θέλω να τον καταλάβετε.
Γιατί ο δικός μου ο μπαμπάς όλο το χειμώνα με τις ελιές ασχολιόταν.
Με τα ραβδίσματα, τα μαζώματα, τα οργώματα, τα κλαδέματα, “μι τσ’ κουτσίν” και όταν τελειώνανε αυτά, με τα λιπάσματα και τις κοπριές που έφερνε από πολύ μακρυά από το Δαξάρι με τα μουλάρια, και το ήξερα ότι δεν υπήρχε περίπτωση μολονότι με αγαπούσε πολύ, να πάει στο ποτάμι και να μου κόψει βούρλα.
Και πάω στο σπίτι μέσα στο θυμό και την στενοχώρια, που γιατί η Σαπφώ να έχει καλύτερο βαθμό από μένα και να περηφανεύεται, όχι φανερά, αλλά νά έτσι, να δείχνει ευχαριστημένη και να λάμπει το πρόσωπό της που με πέρασε, και με τα δίκια της εδώ που τα λέμε.
Και εγώ έτσι θα ένοιωθα στην θέση της.
Και τί να κάνει η μαμά μου μιά και βούρλα δεν το βλέπαμε να δούμε όπως σας είπα, ούτε άλλη βοήθεια από τον μπαμπά μου, υποπτεύομαι όμως και ότι δεν την ενδιέφερε και ιδιαίτερα αν θα μάθω να φτιάχνω καλαθάκια, μόνο για τα άλλα μαθήματα νοιαζόταν πολύ, πιάνει τον Ευθύμιο που πέρναγε κάθε μέρα μπροστά από το σπίτι μας και του ζήτησε να πάρω κέντημα στο σχολείο.
Και είπε ναι ο δάσκαλος, και έκοψε η μαμά μου ένα κομμάτι “κάποτο” για “σένια” και αγοράσαμε και ρόζ κλωστή και άρχισα το “πλακέ”.
Εμείς από καλαθάκια και φλαμούρια και βούρλα δεν ξέραμε τίποτα ούτε και μάθαμε, αλλά και ο δάσκαλος μάλλον δεν ήξερε τίποτα από πλακέ, σένιες και κεντήματα.
Εσείς δεν ξέρω τί ξέρετε από όλα αυτά, αλλά εγώ ξέρω ότι από αυτά τα τελευταία, το δέκα στην χειροτεχνία και στο απολυτήριο μου, το πήρα.
Και από τότε λάτρεψα το κέντημα.