Από τον Θέμη Ναούμη
Σήμερα συμπληρώνεται ένας χρόνος. Ένας χρόνος από τα δεκαπέντε δευτερόλεπτα που γκρέμισαν και ισοπέδωσαν τα πάντα στο χωριό μας. Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, όταν προετοιμαζόμασταν για τη γιορτή λήξης του σχολικού έτους. Το θυμάμαι κι ακόμη δακρύζω, κλαίω σπαράζω…Θυμάμαι κάθε δευτερόλεπτο. Τις πρόβες που κάναμε με τα καμάρια μας που θα μας αφήνανε για το Γυμνάσιο. Θυμάμαι τα γέλια και τα πειράγματα καθώς μπερδεύαμε τα λόγια μας….καθώς ξεχνούσαμε τις ατάκες μας. Θυμάμαι τα μικρότερα παιδιά, αυτά που πρώτη φορά στο Δημοτικό σχολείο περίμεναν πως και πως τη γιορτή για να παρουσιάσουν στους γονείς τους αυτά που είχαν ετοιμάσει…Δεν μπορώ να ξεχάσω τα παιδάκια του Νηπιαγωγείου, να προσπαθούν με τσαχπινιά και χάρη να πουν τα λόγια τους και τις δασκάλες τους να παλεύουν να τα βοηθήσουν έχοντας τα χαρτιά στα χέρια…Θυμάμαι με πόση αγάπη ετοιμάζαμε όλοι μαζί τις προσκλήσεις που θα μοιράζαμε στους προσκεκλημένους της γιορτής. Θυμάμαι. Δεν μπορώ να ξεχάσω! Την τελευταία φορά που μπήκα με τα παιδιά μου στην τάξη…το συναίσθημα αποχωρισμού που ξαφνικά με κυρίεψε. Του φόβου, πριν γίνει το κακό….Το δάκρυ που κύλησε από τα μάτια μου για τα παιδιά που αγαπούσα κι αγαπώ μ’ όλη μου την καρδιά. Λες και ήξερα πως δε θα ξαναβρισκόμασταν όλοι μαζί στη σχολική τάξη…Ακόμη και τώρα που γράφω δακρύζω…
Μετά έρχεται στο νου η τελευταία βόλτα στο χωριό! Το κλάμα μέσα στο αυτοκίνητο, που βγήκε αυθόρμητα, λες και γνώριζα πως δε θα το ξαναέβλεπα όπως το ‘χα συνηθίσει! Μετά δε θυμάμαι τίποτα! Μόνο τη γη να μας πετάει επάνω και ένα βουητό! «Θεέ μου βοήθησε εμάς και τα παιδιά μας! Τους μαθητές μας» Αυτή ήταν η μόνη μου σκέψη! Τι κι αν ήμουν σπίτι με την οικογένειά μου! Τι κι αν δεν έπαθε κανείς μας τίποτα! Δεν μπορώ να ξεχάσω… Θυμάμαι! Τις εικόνες που αντικρύσαμε μετά, πηγαίνοντας πίσω στο χωριό! Θλίψη! πόνος! Αγωνία! Συντρίμμια! Κι ένα γιατί….Γιατί να τελειώσουν όλα τόσο άκομψα κι απότομα σε μια σχολική χρονιά τόσο μαγική, παραμυθένια…Γιατί…
Κι όμως παρόλα αυτά τα συναισθήματα που είχα στην ψυχή μου, σήμερα ένα χρόνο μετά, είμαι αισιόδοξος. Η 12η Ιουνίου είναι σίγουρα για όλους μας μια «ΜΑΥΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ». Γιατί καταστράφηκαν όλα! Έγιναν σκόνη! Συνάμα όμως θα μπορούσαμε και πρέπει να την δούμε σαν έναν θρίαμβο της ζωής απέναντι στο θάνατο! Πέθανε ένας άνθρωπος(η Ελένη) και ζήσαν όλοι οι άλλοι! Ο Θεός ξέρει γιατί το επέτρεψε αυτό! Σήμερα ένα χρόνο μετά, είμαστε εδώ και συζητάμε, βλέπουμε ο ένας τον άλλο. Με απλά λόγια υπάρχουμε! Το γεγονός και η ανάμνηση της 12ης Ιουνίου, ας γίνει σε όλους μας μάθημα ζωής και αφορμή για να ευχαριστούμε κάθε μέρα το Θεό γι’ αυτό που μας χάρισε τη μέρα εκείνη. Γι’ αυτό που είναι το σημαντικότερο αγαθό όλων και που σίγουρα θα μπορούσαμε όλοι μας να χάσουμε μέσα στα δεκαπέντε δευτερόλεπτα της μέρας εκείνης. Τη ζωή! Ας έχουμε αυτό και μόνο στο μυαλό και ας πάψουμε να ‘μαστε μίζεροι λυπημένοι και κακόκεφοι! Οι πληγές σίγουρα είναι πολλές. Το χωριό μας καταστράφηκε, όμως ο Θεός μας κράτησε εδώ! Όρθιους! Ζωντανούς! Εμάς και κυρίως τα παιδιά μας που είναι το μέλλον μας. Οι συνεχιστές μας! Το αύριο του τόπου μας! Αυτό είναι το σημαντικότερο! Ας το κρατήσουμε μέσα μας κι ας ευχαριστούμε κάθε μέρα γι’ αυτά που έχουμε κερδίσει από τη «μαύρη» εκείνη ημέρα! Τέλος ας θυμόμαστε, ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι γεροί όλα γίνονται! Με κόπο, αλλά γίνονται! Τότε και μόνο τότε θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως υπάρχει ελπίδα και πως τίποτα δε χάθηκε….
Με πολλή αγάπη από καρδιάς
Θέμης Ναούμης






Είμαστε τυχεροί που ήρθα αυτοί οι άνθρωποι να διδάξουν στα παιδιά μας, τους ευχαριστούμε για ολα κ για την αγάπη τους .Υγεία να έχουμε όλοι μας Χρόνια πολλά Βρισα μου χωριουδάκι μου !!!❤
Κύριε Ναούμη δεν σας γνωρίζω προσωπικά παρά μέσα από τα λόγια σας που με ακουμπάνε και με συγκινούν, γιατί φαίνεται η καλοσύνη σας και η αγάπη σας για το χωριό και ειδικά για τα παιδιά του που είναι και παιδιά σας. Εύχομαι και εγώ τα λόγια σας να γίνουν βάλσαμο για τις ψυχές τους αλλά και των γονιών τους και να αγωνιστούν για να ξαναστήσουν την Βρίσα μας. Εύχομαι και σε εμάς τους πιό μεγάλους να προλάβουμε να την δούμε, έστω και με την νέα μορφή της. Γιατί πονάνε, ότι και να λέμε, τα χαλάσματα των σπιτιών, που πλάκωσαν και τις ψυχές μας.