Η σελίδα μας εύχεται σε όλες τις μητέρες να είναι γερές και να απολαμβάνουν μόνο χαρές απ’ τα παιδιά τους. Θεωρεί ότι τα κείμενα της Κατερίνας καλύπτουν κατά τον καλύτερο τρόπο τη σημερινή γιορτή.
Το μπουφάν
από την Κατερίνα
Τελικά κάτι δεν πήγε τόσο καλά. Αλλιώς τα περίμενε και αλλιώς της ήρθαν.
Ή μάλλον της ήρθαν όπως τα περίμενε.
Ένας μικρός ευτυχώς καρκινάκος, και νά τη πάλι δεμένη η οικογένεια.
Όχι με κλάματα και λύπες.
Όχι μωρέ, με πλάκες και χαρές και μαζεμένοι όλοι και οι σκύλοι και οι γάτες μικροί μεγάλοι.
Ήταν και μικρός όμως ο καρκινάκος, η αλήθεια να λέγεται.
Και η κυρία στο στοιχείο της.
Πρωταγωνίστρια και όλοι να της το δείχνουν ότι την αγαπούν και την υπολογίζουν. Μωρέ δε ζήταγε να κερδίσει το τζόκερ;
Και σηκώνεται η καλή σου μέρα Τρίτη και δεκατρείς από τα μαύρα μεσάνυχτα πεντέμισι παρακαλώ, εφτάμισι ήταν η εγχείρηση, μην τυχόν και δεν προλάβει, και βγάζει από την ντουλάπα το καλό της το μπουφάν και πέφτει το μάτι της στο γιακά και φτού χάλια ο γιακάς.
Μέσα στην κοκκινίλα από το ρουζ που φοράει.
Καλό μπουφάν και ρούζ, πάνε πακέτο.
Και τόξερε από πριν, αλλά έλα μου ντέ που ο καρκινάκος όσο μικρός και να ήταν την ζημιά του την έκανε. Την αποσυντόνισε.
Και είπε δεν πάει στο διάβολο ο γιακάς, για τέτοια είμαστε τώρα;
Και το φόρεσε και έκατσε και περίμενε το τηλεφώνημα από το ταξί για να κατέβει για το νοσοκομείο, γιατί τους είχε απαγορεύσει όλους να πάνε πρωί πρωί μαζί της και να ταλαιπωρούνται άδικα.
Θα ερχόταν αργότερα όταν θα έβγαινε από το χειρουργείο και θα τους χρειαζόταν.
Και όσο περίμενε, τι σου είναι αυτό το μυαλό ώρες ώρες, νά σου η μάνα της από τον Παράδεισο, ήθελε να πιστεύει ότι εκεί ήταν, στον παράδεισο των πεντακάθαρων ανθρώπων- αγγέλων, με το πιό αυστηρό και συγχρόνως απογοητευμένο ύφος της να της λέει:
-Τι σου έμαθα παιδί μου τόσα χρόνια, πώς θα βγεις εξω με αυτό το γιακά;
-Βρέ μάνα εδώ έχουμε καρκίνο, το γιακά θα κοιτάμε;
-Έτερον εκάτερον, ντροπή να εμφανιστής έτσι.
Και αυτή να σκέφτεται το ταξί μην τυχόν και αργήσει, και…άει παράτα μας ρε μάνα στον πόνο μας.
Και χτυπάει το τηλέφωνο, επιτέλους ήρθε, βουτάει τα πράγματά της και βγαίνει στο διάδρομο να πάρει το ασανσέρ και σταματάει, σταματάει και γυρνάει πίσω και αλλάζει.
Διότι της πέρασε από το μυαλό, άν λέει, άν πάθει κανά ατύχημα στο δρόμο, μην το ξεχνάμε ήταν Τρίτη και δεκατρείς, την εγχείρηση ούτε που την σκέφτεται, και τραβήξει κατά παράδεισο μεριά, στα σίγουρα εκεί θα πάει αυτό δεν το διαπραγματεύεται, στην πτέρυγα των καθαρών και ατσαλάκωτων αγγέλων, μμμμ…αυτό παίζεται λίγο αλλά λέμε άν, με το καλό της αλλά λεκιασμένο μπουφάν τι “ψυχή θα παραδώσεις μωρή που θα έχεις κάνει ρεζίλι στους άλλους την μάνα σου”;
Το μπουφάν είναι η συνέχεια του αφηγήματος Παραπονιάρες μανούλες.