Από την Κατερίνα
Καθόταν στην μεγάλη αίθουσα αναμονής, με τα μεγάλα παράθυρα μέχρι ψηλά στο ταβάνι, και ένας όμορφος ήλιος την έλουζε, την αίθουσα.
Γεμάτη από φυτά, όμορφα φυτά, όχι σαν αυτά τα χλεμπονιάρικα που βλέπεις σε τέτοιες περιπτώσεις, δώρα από ασθενείς που κάποτε ήταν όμορφα και τώρα στέκονται στις γωνίες μαραζωμένα και σκονισμένα.
Όχι, αυτά ήταν όμορφα φυτά, ζωηρά, περιποιημένα, και κοίτα να δείς όλα ήταν παράξενα και λίγο εξωτικά και δεν ήξερε κανενός τα ονόματα.
Και ποιόν να ρωτήσει, με ποιόν να το συζητήσει; Κανένας δεν ήταν μαζί της.
Όχι ότι ήθελε κανέναν, αν της το ζήταγαν θα έλεγε όχι, σιγά το πράγμα, αλλά και κανένας δεν της το ζήτησε.
Ήταν πάντα η δυνατή που τα έφερνε βόλτα όλα μόνη της.
Ο άντρας της περίμενε τον υδραυλικό για να φτιάξει μια βρύση που έσταζε, με την μεγάλη είχε ψιλό τσακωθεί την προηγούμενη και δεν έδειξε σημεία ζωής, μάλλον της κρατάει μούτρα, και η μικρή πήγε στην δουλειά.
Όλο δουλειά αυτό το παιδί όποτε και να της μιλήσεις, αν τη βρεις να της μιλήσεις.
Και πήρε το ταξί της, ευτυχώς όλα καλά και όμορφα με τις εταιρείες, μετά την κρίση τέλεια τα ταξί, δεν έβρεχε κιόλας.
Άλλα είχε πει η Σούζη στον ΣΚΑΙ για βροχές το πρωί ή δεν άκουσε καλά και είπε για το απόγευμα, δεν καλό θυμόταν, μήπως είχε και καμία σημασία;
Πάντως τώρα έμπαινε από τα τζάμια ένας ήλιαρος, νά!
Και περίμενε το γιατρό, τίποτα μωρέ να μια παρακέντηση θα έκανε, τίποτα σπουδαίο, και μετά βιοψία για να δουν στο βυζί αυτό που φαίνεται στην μαστογραφία και στο υπερηχογράφημα αν είναι καλό ή κακό.
Δηλαδή αν είναι καρκίνος.
Καθόλου φόβο δεν ένοιωθε μόνο καθόταν και περίμενε υπομονετικά το γιατρό που δεν είχε έρθει ακόμα, και σκεφτόταν.
Σκεφτόταν ότι δεν είχε αποφασίσει ακόμα τί ακριβώς ευχόταν και παρακαλούσε για τον εαυτό της .
Να είναι κάτι καλό και κανείς να μην της δίνει ιδιαίτερη σημασία ή να έχει ένα καρκινάκι, μικρό όμως, για να τρομάξουν, να την νοιαστούν, να την πονέσουν, να της δείξουν την αγάπη τους, να την προσέξουν μωρέ αδερφέ.
Να πάψουν να την θεωρούν δεδομένη, μάνα και σύζυγο, που μπορούν να της λένε τα μύρια όσα, αλλά αυτή, να μην έχει δικαίωμα να μιλάει, να μην έχει δικαίωμα να παραπονιέται, να μην έχει δικαίωμα να λέει ότι πονάει, ότι κουράζεται, ότι είναι αγχωμένη, θυμωμένη, ότι δεν έχει όρεξη για τίποτα αυτή τη στιγμή γιατί την έπιασε κατάθλιψη, γιατί στο κάτω κάτω της γραφής, γερνάει.
Όοοχι δεν έχει δικαίωμα, γιατί έχει όλα τα καλά στη ζωή της και θα τιμωρηθεί από το Θεό που τολμάει και παραπονιέται, έτσι της λένε.
Και αυτή, μην τυχόν ακούσει κανένα άχ τους, ή για κανά συνάχι ή φωνή λίγο λυπημένη από το τηλέφωνο.
Να γίνεται χίλια κομμάτια και να μή μπορεί να χαρεί τίποτα, και να μή φεύγει κανένας τους από το μυαλό της μέχρι να της πούνε ότι είναι καλά, να ησυχάσει.
Μέχρι την επόμενη φορά.
Και να μήν το καταλαβαίνουν, και να της λένε ότι αυτή φταίει, αυτοί δεν θέλουν κάτι το ιδιαίτερο, μια χαρά είναι, φυσιολογικά πράγματα είναι αυτά, αυτή τα κάνει μεγάλα με το μυαλό της, και να πάει για ψυχανάλυση να βρει την υγεία της.
Και ο σύζυγος να συμβουλεύει:
-Κοίτα παιδί μου τον εαυτό σου και άσε τους άλλους. Κράτα τις αποστάσεις σου.
Αυτός μπορεί, αυτή μπορεί;
´Οχι δεν μπορεί, και επομένως αυτή είναι η άρρωστη, όλοι οι άλλοι είναι φυσιολογικοί και αποδεικνύεται άλλως τε κάθε μέρα, έτσι που αντιδρά σπασμωδικά σε όλα.
Και μπαίνει στο γιατρό μέσα, και κάνει την παρακέντηση, ευτυχώς ήταν κύστη δεν μπορεί να είναι καρκίνος, άσχετα αν χρειαστεί να το βγάλει.
Και βγαίνει στην αίθουσα με τον ήλιο και ο ήλιος δεν υπάρχει, είχε δίκιο τελικά η Σούζη, μάλλον θα βρέξει, και δεν ξέρει αν χαίρεται ή λυπάται.
Όχι για την βροχή, αλλά να γενικά.
Πάλι στα ίδια, πάλι στην αγωνία για χιλιάδες άλλα πράγματα, όχι για τον καρκίνο της αφού κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει, για άλλα πράγματα, και άντε πάλι το… θα σε τιμωρήσει ο Θεός, έτσι που παραπονιέται για την ζωή της.
Φορά το μπουφάν της, βγαίνει στην λεωφόρο και σιγά σιγά, όχι αμέσως, αρχίζει να την κατακλύζει η χαρά, και συνειδητοποιεί ότι είναι καλά, από βυζί τουλάχιστον, και ντρέπεται για τις σκέψεις που έκανε πρίν, και σκέφτεται από μέσα της ότι της χρειάζεται μια τιμωρία, και γελά και κλαίει και ξέρει ότι όλοι την αγαπάνε, άντε λίγο λιγότερο απ’ ότι τους αγαπά αυτή, ή μάλλον ακριβώς το ίδιο, να είναι δίκαιη, αλλά απλά δεν της το δείχνουν και συνέχεια.
Και είναι ευτυχισμένη, μόνο νά, θα ήθελε λίγο, πολύ λίγο, να της το δείχνουν πιό πολύ.
.
Γραγουδά-Γεωργή Κατερίνα