Flashback στη διασκέδαση στο χωριό

Η πίστα

από την Κατερίνα Γεωργή

Στα χρόνια που εγώ ήμουν μικρή το χωριό μας έσφυζε από ζωή.

Μπορεί οι άνθρωποι να ήταν φτωχοί και κατατρεγμένοι αλλά είχαν ζωντάνια και κέφι.

Όλες τις μέρες της εβδομάδας δούλευαν σκληρά ειδικά το χειμώνα άν είχε “μαξούλι”, αλλά τα βράδια οι άνδρες ανελλιπώς θα έδιναν το παρόν τους στα καφενεία για παρέα ή για δουλειές, για ένα ουζάκι και κανά τσιγάρο, και οι γυναίκες θα κάνανε το γειτονιό τους έστω και για πολύ λίγο, στα πεταχτά, για να ρωτήσουν ή να δανειστούν ή να επιστρέψουν κάτι, και επί τη ευκαιρία να ανταλλάξουν τα νέα της ημέρας.

Γεμάτο καφενεία ήταν το χωριό μας.

Ξεκινώντας από του “Ακλησίδ” θυμάμαι ονόματα καφενείων που τα περισσότερα έπαιρναν το όνομα του ιδιοκτήτη τους ή έστω τού για πολλά χρόνια, ενοικιαστή τους.

Σε μερικά μπορεί να κάνω και λάθος ή να παραλείψω ιδιοκτήτες η ενοικιαστές, αλλά θα πώ όσα και ό,τι θυμάμαι με πραγματικά ονόματα ή με “παρανόμια”.

Ήταν του Γιωργάτς στου Σαμαρά τον καφενέ, του Ζερβού, του Ζημητλάου, Ζερβός και αυτός, και του Καβουρή κοντά στην εκκλησία, κατέβαινες μετά στην Παράδεισο που την είχε ο Καφαλούκος με τον “Αλεκάκι” τον Πλούμο, εκεί στον ίδιο δρόμο που ήταν το κοινοτικό γραφείο, πάνω δέ από το μπακάλικο του Χαραλαμπή και του Γιατρέλλη υπήρχε αίθουσα που όπως μου διηγόταν οι θείες μου, στην κατοχή κάνανε ρεφενέ χορούς.

Στρίβοντας, ήταν των αδερφών Γιωργέλλη που εγώ το θυμάμαι μετά, σαν μπακάλικο και από πάνω ξενοδοχείο, προχωρούσες και έφτανες στην Λέσχη, ιδιοκτησίας Χατζαντώνη, που την νοικιάζανε κατά διαστήματα διάφοροι χωριανοί, όπως ο Σταύρος Ταξείδης ο “Καντάρος”, ο Σταύρος ο Τσέλεκας ο άντρας της Τζιμπιτίδαινας αλλά και άλλοι, απέναντι υπήρχε το Εθνικό με τον Κουλαρά και τον Κώσση το “Φνιτς”, και πιό κάτω ήταν της “Σαντορινιάς ο καφενές” προς του “Θουδουρή του πγάδ.”.

Στον πλάτανο υπήρχε του Αϊβαλιώτη, του Τάκη του Καραμάνου του “Τσάκωνα”, του “Κουστέλ” του Παρασκευά, και του “Ινκολάρα” με τον Γεωργακή τον Ηλία, τον “κουμπάρο” που έλεγε ο μπαμπάς μου, που όμως ήταν αληθινός κουμπάρος μας.

Γιατί συνέβαινε ένα περίεργο στο χωριό μας.

Οι άντρες όλους τους φίλους τους αλλά και άλλους,  “ρε κμπάρι” τους λέγανε, αλλά “κμπάρα” μόνο την αληθινή κουμπάρα.

Οι γυναίκες πάλι, μόνο τους πραγματικούς κουμπάρους ή κουμπάρες τις λέγαν έτσι.

Και τέλος για να επανέλθουμε στα καφενεία, υπήρχε του Στέργου του Δημητρού και τελευταίο του Δημητρακέλλη, που το νοίκιαζε ο Χριστόφας ή “Κστόφας” όπως τον λέγαν και η “Τσόπα”.

Πολύ μετά έγιναν και στην γειτονιά μου του Προκόπα και του Καλατζή που έπαιζε ωραίο τρομπόνι και τον λέγανε και “Ασπρούλη” που του ταίριαζε γιατί είχε πολύ ωραίο άσπρο δέρμα.

Κοντά στο ελαιοτριβείο, στου Κωλέττη το σινεμά μπροστά , άνοιξε αργότερα καφενεδάκι ο κ. Αντωνάκης ο Μπελέκος, που μπαίναμε και καθόμαστε μέσα περιμένοντας το λεωφορείο για να πάμε στο γυμνάσιο όταν έβρεχε.

Ήταν πολύ καλός και γλυκός και μας άφηνε να μπούμε για να μήν βρεχόμαστε και ας μην παίρναμε τίποτα.

Πολύ έξω από το χωριό μετά την “ροδάνα” υπήρχε και του “Τσουμά του ντάμ”.

Λίγο ο καφές το πρωί, λίγο το ουζάκι το βράδυ, κανά χαρτάκι ή τάβλι, λουκουμάκι υποβρύχιο ή γλυκό του κουταλιού και τίποτα γλέντια στις γιορτές και τα πανηγύρια,

μια χαρά επιβιώναν όλα.

Κάθε καφενείο είχε λίγο πολύ, τους δικούς του μόνιμους θαμώνες είτε λόγω γειτονιάς, είτε συγγένειας, φιλίας ή ακόμα πολιτικών πεποιθήσεων.

Μικρά ήταν και γινόταν σχεδόν όλοι οι πελάτες μια παρέα, και οι συζητήσεις ήταν πολλές φορές κοινές, ανταλάσοντας μεταξύ τους απόψεις και αστεία, αλλά υπήρχαν και αντιδικίες ακόμα και μικροκαυγάδες.

Ο φίλος μου ο Γιώργος ο Χατζηαντωνίου μου διηγόταν ότι ο πατέρας του διάβαζε στου Γιωργάτς τον καφενέ σε συνέχειες την Ωραία του Πέραν, την Γενοβέφα και άλλα βιβλία κάθε βράδυ στους θαμώνες οι οποίοι τον περίμεναν με αδημονία για την συνέχεια της ιστορίας.

Και αν κάποιο κεφάλαιο ήταν μικρό και του ζητούσαν κι άλλο τους έλεγε:

“Φτάνει για σήμερα να έχουμε και για τις άλλες μέρες.”.

Στην Λέσχη πάλι μαζευόταν οι λεγόμενοι “φασκουμλήτες”, οι προύχοντες του χωριού, μέλη της λέσχης που υπήρχε στο χωριό μας από προπολεμικά, με το καταστατικό της και τα όλα της, και οι γύρω από αυτούς, που πίνανε ως επί τω πλείστον “ζεστά”, χαμομήλι, τήλιο ή φασκόμηλο, διαβάζανε εφημερίδα και άκουγαν τα νέα από ένα τεράστιο ραδιόφωνο που υπήρχε εκεί, το οποίο  για αρκετά χρόνια ήταν το μοναδικό στο χωριό.

Και θυμάμαι των Φώτων που πηγαίναμε εκεί μετά την εκκλησία, δεν ξέρω και το γιατί, ίσως να ήταν γενική συνέλευση ή γιορτή για την ίδρυση της λέσχης γιατί έβγαζαν και λόγο, και εγώ, μολονότι βαριόμουνα γιατί ήταν επίσημα και σοβαρά τα πράγματα εκεί μέσα και δεν μιλάγαμε πολύ ούτε είχε καθόλου πλάκα, υπέμενα, πρώτον γιατί ήταν μαζί η μαμά μου που ήταν αυστηρή, δεύτερον για το λουκούμι και το γλυκό που θα έτρωγα, και τρίτον, που είμαστε με τους επίσημους που τους ντρεπόμουνα λίγο, και οι πιό πολλοί ήταν γέροι και “δεξιοί”.

Δεν ξέρω γιατί ξεχωρίζανε έτσι τους ανθρώπους, σε “δεξιούς” και σε “αριστερούς”.

Και το “αριστερός” το λέγανε κάπως, σαν να ήταν ψεγάδι.

Ίσως γράφανε άλλοι με το δεξί και άλλοι με το αριστερό τους χέρι όπως εγώ με τον αδερφό μου, αλλά δεν μου πήγαινε και σαν καλή εξήγηση.

Εγώ ήμουν η δεξιά και εκείνος ο αριστερός, και οι γονείς μας προσπαθούσαν να τον μάθουν να γράφει και με το δεξί, αλλά δεν το θεωρούσαμε και ψεγάδι.

Και ο θείος μου ο Παναγιώτης που ήταν λέει “αριστερός”, αυτό το είχα κρυφακούσει, γιατί τότε έγραφε με το δεξί;

Και η μαμά μου όταν την ρώτησα “συννέφιασε” και μου είπε να μην λέω ανοησίες.

Και δεν ξαναρώτησα γιατί ήξερα ότι όταν μίλαγε με αυτό τον τόνο, απάντηση δεν επρόκειτο να πάρω.

Πάντως ο μπαμπάς μου όλες τις άλλες μέρες πήγαινε στον Πλάτανο και στου Στέργου που ήταν πιό λαϊκά, και γινόταν γλέντια και έπαιζαν μουσικές, ήταν και πιό γειτονιά μας και ήξερα πού να τον βρω όταν τον ήθελε κάτι η μαμά μου ή να τον φωνάξω για φαγητό την Κυριακή το μεσημέρι αν αργούσε καμιά φορά.

Και του έλεγε όταν τελικά ερχόταν:

” Πάλι μι του Χατζαντών’ καθούσαστι τσι ξιχαστήκατι μι τα σιργιά”;

Δεν άκουγε πολύ καλά και φορούσε ακουστικό ο κ. Χατζαντώνης και γνωριζόταν καλά με τον μπαμπά μου και μιλούσαν και για τον συναιτερισμό που ήταν γραμματέας, αλλά διηγόταν και ιστορίες όμορφα, και τα βρίσκανε μεταξύ τους, και συζητούσαν και ξεχνούσαν την ώρα, και “θα κρύωνε το φαΐ  ή θα λάσπωνε το πιλάφι και να ερχόταν γρήγορα στο σπίτι”.

Έτσι μου έλεγε να του πω η Πελαγία, όταν τον έβρισκα στον καφενέ.

Που την λέγανε οι αδερφές της και “πιλαφού”, για την μαμά μου σας λέω, γιατί της άρεσε πολύ το ρύζι, αλλά δέν το ήθελε λασπωμένο.

Αυτά ήταν τα καφενεία του χωριού μας το χειμώνα γιατί το καλοκαίρι αλλάζαν τα πράγματα.

Πρώτον ανοίγανε τα καφενεία στα Βατερά.

Του Απόστολου του Πετρά που ήταν ψάλτης πολύ καλός στην εκκλησία  μας, από την Κωσταντινούπολη είχε έρθει, και ήξερε βυζαντινή μουσική που την δίδαξε καλά στον Κώστα τον Γεωργάκα και στον Χαριλή τον Πανσελινά, και αντιλαλούσε με όμορφες ψαλμωδίες η εκκλησία μας, και εμείς καμαρώναμε για τους καλλίφωνους ψάλτες μας.

Αυτό το είχε νοικιασμένο ένας από τους Γκουγκούλιους, ο μπαμπάς του Αντρέα και του συμμαθητή μου του Γιάννη.

Το τελωνείο, που έγινε κάποια στιγμή καφενείο και ήταν το μόνο κτήριο από την κάτω πλευρά του δρόμου προς την θάλασσα , που μετά το κατεδαφίσανε, και το νοικιάζανε διάφοροι, και αυτό των αδερφών Νικέλλη.

Όλα ήταν στις δόξες τους και γινόταν το “έλα και να δεις” τα Γιούλια με τις μουσικές και τους χορούς.

Τις άλλες μέρες δεν ξέρω πόσος κόσμος υπήρχε γιατί εμείς δέν είχαμε σπίτι στα Βατερά.

Στο δε χωριό μας, υπήρχε στον καροτσόδρομο που κάναμε βόλτα μικροί μεγάλοι τα απογεύματα τις Κυριακές και τις γιορτές, το Αγροκήπιο, απέναντι από το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη που το θυμάμαι σαν όνειρο, ίσως και από διηγήσεις των μεγάλων, και αργότερα άνοιξε η Πίστα.

Η Πίστα που ήταν λίγο πιό πάνω και απέναντι από την παλιά μηχανή, και ήταν πολύ όμορφα γιατί είχε πίστα για χορό, και απ’ αυτήν πήρε το όνομά της.

Την ανοίξανε ο Στάθης ο Κτσουραδής, ο Μόσχος ή Μοσχόβης ο Στρούμπας και ο Κωστής ο Διαμαντής, που τον έβρισκες και σαν “ο Παναγιώτας” ή “η Παντόφλα”.

Και κάναμε τις βόλτες μας πάνω κάτω στον δρόμο που ήταν χωματόδρομος αλλά καλοστρωμένος, και μετά καμιά φορά καθόταν οι γονείς μου στην Πίστα, που ήταν και το πρώτο μαγαζί που έφερε μπύρα σε βαρέλι στο χωριό.

Μέχρι τότε μόνο ούζο και κονιάκ θυμάμαι ότι υπήρχε.

Και εγώ είχα μεγάλη χαρά όταν καθόταν η παρέα του μπαμπά και της μαμάς μου γιατί συνήθως είχε μουσική, και ντιζέζ, και χόρευε ο κόσμος και παίζαμε εμείς τα παιδιά.

Πιό πολύ οι νέοι χόρευαν, είχε και ευρωπαϊκά, ταγκό και βάλς, και γενικά ήταν πολύ πολύ όμορφα.

Μία μέρα μάθαμε ότι στην Πίστα θα ερχόταν τσίρκο με ακροβάτες.

Θα είχε και εκπαιδευμένα σκυλάκια που θα κάνανε “κόλπα”.

Όλα τα παιδιά άλλη συζήτηση δεν είχαμε όλες τις μέρες παρά μόνο για την παράσταση αυτή, γιατί τέτοιο πράγμα δεν είχαμε ξαναδεί στην ζωή μας και το ξέραμε μόνο από βιβλία που είχαμε διαβάσει.

Και ξημέρωσε εκείνη η μέρα και αδημονούσαμε και δεν κρατιόμαστε τα παιδιά, και τα αγόρια της οικογένειας μου είπανε ότι πήγαν από εκεί το μεσημέρι, και είδαν ετοιμασίες με σιδεριές που στήναν για να κάνουν τα ακροβατικά τους επάνω οι “ζογκλέρ”, και εγώ πιά μετρούσα τις ώρες μέχρι να αρχίσει να βραδιάζει για να πάμε στην Πίστα.

Όταν πλησίαζε η ώρα με έντυσε και με χτένισε η μαμά μου, έδωσε και στον μπαμπά μου τα ρούχα που θα φορούσε, γιατί μόνος του δεν ήξερε να διαλέξει.

Δηλαδή ήξερε, αλλά δεν αρέσαν στην μαμά μου αυτά που διάλεγε και τον έστελνε πάλι πίσω στο πάνω πάτωμα να τα αλλάξει.

Έτσι και αυτός την άφηνε να του δίνει εκείνη τί να φορέσει και είχε “το κεφάλι του ήσυχο”.

Και αφού μας τακτοποίησε, τα αγόρια είχαν φύγει ήδη, ετοιμάστηκε και εκείνη.

Και πάνω που έπαιρνε τις ζακέτες μας να φύγουμε χτύπησε η πόρτα η κεντρική και άνοιξε ο μπαμπάς μου και καλύτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί.

Ο παπά- Δημήτρης ο “κουτσνουγένς” ο γείτονάς μας, που ήρθε για επίσκεψη και κάτι να συζητήσει με τον μπαμπά μου που ήταν και επίτροπος στην εκκλησία.

Μαραθήκαμε όλοι γιατί κάτι ξέραμε από επισκέψεις του άλλες φορές.

Και ήρθε και στρογγυλοκάθησε και δεν έλεγε να φύγει.

Και πέρναγε η ώρα, και μπαινοβγαίναμε εγώ και η μαμά μου, και γνέφαμε στον μπαμπά μου να τελειώνει την κουβέντα, και στείλανε οι φίλοι μας παιδί να ρωτήσει γιατί αργούμε, ανησύχησαν οι άνθρωποι μήπως πάθαμε κάτι, και αυτοί τίποτα.

Μιλούσανε και μιλούσανε και δεν σταματούσαν.

Κάποια στιγμή θύμωσε πολύ η μαμά μου, είχε περάσει και η ώρα, και πήγε και έβγαλε τα καλά της ρούχα, και έβαλα εγώ τα κλάματα όταν την είδα γιατί κατάλαβα ότι πάει τέλειωσε πιά, το χάσαμε το γλέντι, και έκλαιγε και η μαμά μου στα κρυφά.

Μέχρι που κάποτε στον κάποτε σηκώθηκε και έφυγε ο παπάς και, έ ρε Παναγία μου τί άκουσε ο μπαμπάς μου από την μαμά μου.

Άνω κάτω γίναμε και ήταν η πρώτη φορά που πήρα το μέρος της γιατί εδώ που τα λέμε είχε τα “χίλια δίκια”.

Και ήταν μια πολύ μεγάλη “τραυματική εμπειρία” για μένα, γιατί όλα τα παιδιά είχαν δει τους ακροβάτες, και δεν είχαν άλλη συζήτηση για μέρες, και μόνο εγώ δεν τους είχα απολαύσει.

Και με κοροϊδεύαν τα αγόρια, ο αδερφός και ο ξάδερφός μου, αλλά κρυφά από την μαμά μου που θύμωνε πολύ με αυτή την ιστορία.

Και από την Πίστα το μόνο που μου έχει μείνει, είναι να μένουμε εμείς και ο παπά-Δημήτρης σχεδόν μόνοι σε ένα ολόκληρο χωριό στο σπίτι, και να χάνουμε την παράσταση.

Πληγή από μαχαίρι στην καρδιά μου, που ακόμα άμα το σκέφτομαι, πονάω.

Και είμαστε και οι τρεις μας πολύ θυμωμένοι, στενοχωρημένοι και μαλωμένοι μεταξύ μας για μέρες.

Και εγώ για πρώτη φορά στην ζωή μου κόμμα με την μαμά μου και μούτρα στον μπαμπά μου.

Και μετά μου είπε  ο καϋμένος, ότι πολύ λυπήθηκε, αλλά δεν ήξερε με ποιόν τρόπο μπορούσε να “διώξει” τον παπά του χωριού από το σπίτι μας, αλλά και αυτός ο ευλογημένος, δεν κατάλαβε τίποτα πιά;

Ντίπ για ντίπ βλάκας; Αφού μας είδε με τα καλά μας.

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

3 απαντήσεις στο Flashback στη διασκέδαση στο χωριό

  1. Ο/Η Ζωή Δημητρακέλλη λέει:

    Κατερίνα μου, να μην επαναλαμβάνομαι για το πόσο γλυκειά και όμορφη είναι η πένα σου, ούτε για τα συναισθήματα που προκαλείς αλλά οφείλω να σε παροτρύνω κι εγώ για την συγγραφή ενός βιβλίου. Καιρός είναι να το σκεφτείς σοβαρά πλέον!

  2. Ο/Η METAXIA COSSIS λέει:

    ΣΥΜΦΩΝΩ ΑΠΟΛΥΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΓΕΝΝΑΙΑ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΖΕΙ ΤΙΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΓΕΝΝΑΙΑΣ. ΤΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ ΕΧΘΕΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ.ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ.

  3. Ο/Η Γεωργή Κατερινα λέει:

    Χαίρομαι που σας αρέσουν. Είναι οι θύμησες μας που απλά εγώ τις καταγράφω.
    Η ιδέα του βιβλίου σιγά σιγά αρχίζει να ωριμάζει στο μυαλό μου.
    Ευχαριστώ .

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.