Το κοστουμακι
Η μαμά μου ήταν πολύ καλή νοικοκυρά.
Το σπίτι μας έλαμπε από καθαριότητα,αλλά και εμάς,τον αδερφό μου και μένα, μας είχε πάντα καθαρούς και περιποιημένους.
Όταν ήταν δεκατεσσάρων ετών ήρθε η Singer, η εταιρία που πουλούσε ραπτομηχανές στο χωριό μας, και έδινε δωρεάν μαθήματα στα κορίτσια που αγοράσανε.
Είχε δύο ειδών μηχανές, τις καθιστές και τις άλλες με πόδια.
Εμείς έχουμε ακόμα αυτήν με τα πόδια, σαν έπιπλο αντίκα πλέον, μια και κανείς δεν ξέρει να κεντάει ή να ράβει.
´Εχω και μια φωτογραφία με πολλά κορίτσια του χωριού στην αλάνα της Αγίας Μαρίνας, εκεί που γινότανε τα μαθήματα στο ύπαιθρο, με τους δασκάλους και τα εργόχειρά τους.
Η μαμά μου πήγε στο τμήμα του κεντήματος και η θεία μου η Ειρήνη η μεγαλύτερη αδερφή της, πήγε στο τμήμα της ραπτικής.
´Ετσι έμαθε από την αδερφή της λίγο ράψιμο και μας έφτιαχνε όλα τα εσώρουχα μας τις πυζάμες και τα νυχτικά μας, αλλά και εύκολα φορεματάκια για μένα και μπλουζάκια και παντελονάκια για τα αγόρια.
Και φαρδέματα και στενέματα και όλων των ειδών τις μεταποιήσεις τις έκανε.
Αλλά τα καλά μας ρούχα της Κυριακής και των γιορτών, πάντα μας τα έραβε μοδίστρα στο χωριό.
Η Ελένη η Μυρμίγκου, η Αννα η Γκουγκούλαινα, η Μυρσινούλα η Παλκαράδαινα και πολύ αργότερα η Ρηνούλα η Κανελιούδαινα ήταν μοδίστρες μας.
Οι πρόβες ήταν κουραστικές και πολλές, τρεις στον αριθμό, και έπρεπε να στεκόμαστε ακίνητοι και μας αγκύλωναν και οι καρφίτσες, αλλά η χαρά του καινούργιου αντιστάθμιζε την ταλαιπωρία.
Μια φορά εκτός των άλλων, στον αδερφό μου είχε αγοράσει μπλέ βελούδο και η μοδίστρα του έραψε ένα ωραίο κοστουμάκι.
Μπουφάν το πάνω μέρος με άσπρη δαντελίτσα στο γιακά και κοντό παντελονάκι από κάτω.
Το φόρεσε όσο το φόρεσε ο αδερφός μου και μετά μεγάλωσε και δεν του έμπαινε πιά.
Η μαμά μου λοιπόν που ήταν κοκέτα και προοδευτική αποφάσισε ό,τι το κοστουμάκι έπρεπε να το κληρονομήσω εγώ.
Εγώ πάλι τελείως ανυποψίαστη δεν είχα καμία αντίρρηση.
´Αλλωστε το βελούδο ήταν τόσο όμορφο και μαλακό!!!
Για την ιστορία, σας λέω ό,τι αυτό έγινε το 1948 ή το 1949 όταν τα περισσότερα κοριτσάκια της εποχής φορούσαν μακρυά φορέματα σχεδόν μέχρι τον αστράγαλο.
Κατά κακή μου τύχη η απόφαση επάρθει και η εκτέλεση της αποφάσεως ετελέσθει εποχή των απόκρεω στο χωριό.
Τότε, την τελευταία Κυριακή της αποκριάς σχεδόν όλα τα παιδάκια βάζανε κάποια περίεργα ρούχα, ή σκέτες μουτσούνες, τα κοριτσάκια βαφότανε λίγο με κοκκινάδια και γινότανετα τα “μικρά γιούνια” όπως λέγαμε τους μασκαράδες, και την Καθαρή Δευτέρα μεταμφιεζότανε οι μεγάλοι, και αυτοί ήταν τα “μεγάλα γιούνια.”.
Οι οποίοι μεγάλοι γυρίζαν στις γειτονιές, και όταν φτάναν στον πλάτανο, δίνανε σχεδόν θεατρική παράσταση με σκωπτικά σκέτς και ποιήματα και μαζευότανε να τους δεί και να τους ακούσει όλο το χωριό.
Τότε λεγόντουσαν και “τα αδιάντροπα” και γινόταν και πολιτική σάτιρα.
Οι αθυροστομίες σε λόγια αλλά και οι άσεμνες χειρονομίες έδιναν και έπαιρναν.
Οι ειδικές μέρες της αποκριάς αλλά και η ανωνυμία κάτω από το μασκάρεμα αφαιρούσε τις αναστολές.
Εμάς τους μικρούς συνήθως δεν μας αφήνανε να πάμε, ειδικά η μάνα μου, μην τυχόν δούμε τις κακές χειρονομίες και ακούσουμε τα “αδιάντροπα “.
Πολλές φορές όμως στα κρυφά πηγαίναμε μολονότι εγώ τα φοβόμουνα τα “μεγάλα γιούνια”.
Όλες οι γειτονιές ήταν γεμάτες παιδιά που παίζανε και τρέχανε πάνω κάτω στους δρόμους εκείνες τις γιορτινές μέρες, ντυμένα ή όχι μασκαράδες, και πετάγανε και κορδέλες έτσι λέγαμε τις σερπαντίνες, όσα από αυτά είχαν λεφτά για να αγοράσουν, και τα άλλα ορμούσαν και τις άρπαζαν στον αέρα.
Και τις τυλίγανε στο λαιμό τους ή φτιάχνανε πολύχρωμα φαναράκια όπως τα λέγαν ή κουβαράκια από μικρά κομμάτια τους που τα τυλίγαν υπομονετικά γύρω γύρω και κολλούσαν τις άκρες τους μεταξύ τους με σάλιο.
Και γινόταν και διαγωνισμοί ποιός θα έφτιαχνε το μακρύτερο φαναράκι ή το μεγαλύτερο και πιό χρωματιστό κουβάρι.
Ειδικά μπροστά στο δικό μας σπίτι που ήταν κοντά στον Πλάτανο, στο κέντρο του χωριού, και απέναντι είχε ένα σοκάκι σαν μικρή πλατεία που είχε χώρο για παιχνίδι, μαζευότανε ακόμα πιό πολλά πιτσιρίκια , και γινόταν το έλα και να δείς.
Και με ντύνει που λέτε η μαμά μου με το βελούδινο κοστουμάκι, και μου φτιάχνει τα κοτσιδάκια μου με τους μεγάλους άσπρους φιόγκους, καλτσάκια άσπρα και λουστρινένια παπουτσάκια, και εγώ γεμάτη χαρά και καμάρι, ανοίγω την πόρτα μας να βγώ έξω.
Και με το που βγαίνω ακούγεται ένα, ούύύύ γιούνιαααααααα, από τα παιδιά που ήταν στο δρόμο μας και στο σοκάκι, και τρομάζω εγώ και τα ματάκια μου γεμίσαμε δάκρυα, και όπισθεν ολοταχώς, να τρυπώσω στην ασφάλεια του σπιτιού μας να κρύψω την ντροπή μου.
Γιατί εγώ δεν ντύθηκα…..ούύύύύ γιούνιααααα με γέλια και κοροϊδίες, Κατινούλα με παντελονάκι ντύθηκα.
Και στην πόρτα να στέκεται η μαμά μου και να με σπρώχνει έξω..
Και δώστου οι άλλοι γιούνιααααα, και κλάμα εγώ, και πείσμα η Πελαγία να βγώ.
Τώρα που το σκέφτομαι ψύχραιμα ίσως τα παιδιά και να μην με κοροϊδεύανε κιόλας, αλλά να με περάσανε για αληθινό μασκαρά.
Εγώ όμως πώς θέλατε να το πάρω, έτσι που φωνάζανε και γελάγανε κιόλας;
Πίστεψα ό,τι με κοροϊδεύανε για το παντελόνι που μόνο τα αγόρια φορούσαν τότε, και τόσο αψήφιστα το φόρεσα και εγώ γιατί μου άρεσε το απαλό και γυαλιστερό ύφασμα.
Και νά δάκρυα, και νά μύξες, και με τραβούσε η μαμά μου να βγώ, και εγώ να φωνάζω, όοοοοχιιιιιιιι, και χαλάσανε και τα κοτσιδάκια μου, και έκατσα κάτω και στήλωσα τα πόδια, και τι να κάνει και κείνη, παρέδωσε τα όπλα και έπαψε να με τραβάει.
Και ανέβηκα στον πάνω όροφο και πέταξα από πάνω μου το καταραμένο το παντελόνι και έπεσα στο κρεββάτι μου και έκλαιγα γοερά, και απειλούσα ό,τι δεν θα ξαναβγώ ποτέ έξω από το σπίτι, και όταν ήρθε από το καφενείο ο μπαμπάς μου ανέβηκε επάνω και με αγκάλιασε και με παρηγόρησε και κατέβηκα για φαγητό, γιατί είχα δηλώσει και ό,τι δεν θα ξαναφάω ποτέ, αλλά έλα μου ντέ που είχα πεινάσει κιόλας, μοσχομύριζε και το φαγητό, και έκανε κρύο στην κρεββατοκάμαρα;
Τον μπαμπά μου υποπτεύομαι ότι εκείνη θα τον έστειλε επάνω να με φωνάξει, γιατί εκείνη έφταιγε και ένοιωθε τύψεις, αφού ήταν μαμά μου και έπρεπε να ξέρει τί μπορεί να πάθαινα με τα αγορίστικα που μου φόρεσε, και ας μην το παραδεχόταν γιατί ήταν και πολύ εγωίστρια.
Έδειχνε όμως και πολύ θυμωμένη μαζί μου που δεν βγήκα έξω, και με τα παλιόπαιδα που με κορόιδεψαν, και μου έκανε και μούτρα, αλλά νομίζω πως πιο πολύ ήταν που δεν πέρασε το δικό της.
Σε μένα πάντως η λέξη “γιούνια” είχε γραφτεί με πυρωμένα γράμματα στην ψυχή μου και μου έφερνε απέραντη ντροπή και ταπείνωση για πολύ καιρό.
Και το γαμώτο είναι ό,τι στα δεκατρία μου που είχα πάει για λίγο στην Αθήνα είχα αγοράσει ένα ψαράδικο όπως τα λέγανε τότε παντελόνι, σε λαχανί χρώμα που πολύ μου άρεσε.
Όταν λοιπόν το είδε ο μπαμπάς μου, μου δήλωσε ορθά κοφτά ότι αποκλείεται να με αφήσει να κυκλοφορήσω στο χωριό έτσι.
Δε φοράν τα καλά κορίτσια παντελόνια, έτσι μου είπε.
Η δε μάνα μου τσιμουδιά, παρά… ότι πει ο μπαμπάς σου Κατινούλα.
Αυτή που μου φόρεσε παντελόνι μια δεκαετία πιό μπροστά, και με πρόσφερε μικρό και αβοήθητο θύμα “βορά” στα πλήθη των πιτσιρικάδων, αυτή λοιπόν η μαμά μου η δήθεν προοδευτική, δεν έβγαλε τσιμουδιά τότε να με υποστηρίξει.