Από την Κατερίνα Γραγουδά
Είχα αποφασίσει να κάνω μιά διακοπή, για να μην σας κουράζω, αλλά σήμερα του Αγίου Στυλιανού νοιώθω κάτι σαν ανάγκη και υποχρέωση πρός τον πατέρα μου, που για αυτόν το έχω γράψει. Επίσης είναι αφιερωμένο σε όσους γιορτάζουν σήμερα αλλά και σε όλους όσους συμμετείχαν ή θυμούνται τα γλέντια στο όμορφο χωριό μας.
Τα μπαρμπούνια και άλλα…..
Προπολεμικά αλλά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η μόνη διασκέδαση στα χωριά εκτός από το….κουτσομπολιό ήταν τα πανηγύρια και οι μουσικές.
Στις πιο πολλές μεγάλες γιορτες της χριστιανοσύνης, και δόξα τω Θεώ υπήρχαν πολλές, γινόταν σπονδές στον εορτάζοντα άγιο το πρωί στην εκκλησιά και στον Διόνυσο και Βάκχο το βράδυ.
Όλο το χωριό διασκέδαζε, είτε καθόταν στην μουσική όπως λέγανε, είτε στεκόταν γύρω γύρω, είτε ήταν στα σπίτια τους, γιατί η ηχομόνωση ήταν άγνωστη ως έννοια και οι νότες τρύπωναν μέσα από διάφορα ανοίγματα σε πόρτες και παράθυρα.
Η μουσική ή οι μουσικές, γιατί πολλές φορές ήταν πολλές, έπαιζαν στα καφενεία του χωριού που εκείνη την εποχή ήταν πολλά.
Γύρω στα δέκα ίσως και περισσότερα αριθμούσε σε σύνολο δυό χιλιάδων κατοίκων.
Έπαιζαν λοιπόν οι μουσικές, και όσοι είχαν χρήματα και κέφι καθόταν στα τραπέζια, και όσοι δεν είχαν χρήματα, έστω και άν είχαν κέφι, καθόταν στα σπίτια τους.
Υπήρχε όμως ένα κομμάτι του πληθυσμού, που διασκέδαζε ανέξοδα και αυτό ήταν γυναίκες χωρίς συνοδό, και τα μικρά παιδιά.
Και οι μεν γυναίκες, αφού παίρνανε από το σπίτι τους καθίσματα ή όρθιες, καθότανε γύρω από τον χώρο των τραπεζιών και της “πίστας” και παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα κουτσομπολεύοντας τους πάντες και τα πάντα, τα δε μικρά παιδιά, είτε στους γύρω δρόμους είτε στα σοκάκια, ρίχνανε τις γυροβολιές τους εξελισσόμενοι σε άριστους χορευτές άνευ διδασκάλου.
Αυτά τους μήνες που σήκωνε το έξω, γιατί το χειμώνα αυτά γινότανε μέσα στα καφενεία, και το μόνο που μπορούσες να κάνεις, ήταν ή να συμμετέχεις εντός, ή να ρίξεις καμία ματιά κολλημένος έξω, μέσα από τα τζάμια.
Το εθνικό ποτό ήταν το ρακί ή ούζο, με πενιχρούς μεζέδες που σερβιριζόταν σε μικρά πιατάκια.
Στις γιορτές, συνήθως στη μουσική καθόταν από νωρίς άνθρωποι οικογενειάρχες αλλά και νεαροί ελεύθεροι, ώς επί το πλείστον χωρίς ντάμες, οι αποκαλούμενοι “μπικιάρδις” ή “μουρέλες”.
Τα λεύτερα κορίτσια καθόταν πάντα με τους γονείς τους.
Και μόνο στα χρόνια του πολέμου του σαράντα και μετά, χαλάρωσαν τα αυστηρά ήθη, και οι κοπέλες πηγαίνανε σε γλέντια μόνες, χωρίς γονείς, αλλά και πάλι, κάποιος τις συνόδευε συγγενής ή οικογενειακός φίλος.
Για να χορέψεις στην μουσική έπρεπε να πάρεις νούμερα.
Υπήρχε δηλαδή σειρά προτεραιότητας, και αλίμονο αν κάποιος πήγαινε να την καταστρατηγήσει.
Γινόταν ομηρικοί καυγάδες με θύματα και ζημίες.
Σπάσμένα πιάτα, μπουκάλια και τραπέζια, αλλά και κεφάλια και κομμένα από τζάμια χέρια και τα ακόμα πιό παλιά χρόνια έβγαιναν και μαχαίρια.
Αυτά συνήθως από τις “μουρέλες” , γιατί το ούζο μιλούσε εκείνη την ώρα, αλλά και η εντύπωση που θέλανε να κάνουνε στις λεύτερες κοπέλες ή στις φιλενάδες τους.
Η μουσική πληρωνόταν κατά την διάρκεια του χορού.
Οι άνδρες της παρέας που χόρευαν, κατά διαστήματα, πέταγαν και ένα χαρτονόμισμα στους οργανοπαίκτες.
Η δε όρεξη και η διάρκεια με την οποία έπαιζαν οι….μουσικάντηδες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το μέγεθος και την συχνότητα που πέφτανε τα χαρτονομίσματα.
Τα δε κεράσματα έδιναν και έπαιρναν.
Ούζο για τους άνδρες, λουκουμάκι ή καραμελίτσα για τις κυρίες, που ή το αφήνανε στο πιατάκι στο δίσκο αφού χαιρετούσαν ή το πέταγαν με χάρη στην παρέα τους.
Οι μουσικοί πάντα ξέρανε ποιός ήταν ο ….κουβαρντάς και ο ανοιχτοχέρης και του φερόταν ανάλογα.
Πρώτο νούμερο και μεγάλη διάρκεια σε χορό.
Πολλές δε φορές η μουσική ήταν αγκαζέ για τους μερακλήδες.
Ένας τέτοιος ήταν και ο γεννήτοράς μου Στυλιανός το όνομα, και εισοδηματίας το επάγγελμα.
Είχε κληρονομήσει μία αξιόλογη περιουσία με τα δεδομένα του χωριού, την οποία κατά καλή του τύχη δεν χρειάστηκε να μοιραστεί με άλλα τέσσερα αδέρφια που είχαν προηγηθεί, και τα οποία είχαν την καλοσύνη να αναχωρήσουν οικειοθελώς…εις τας αιωνίας μονάς.
Και επέζησε ο μπαμπάς μου και τον βαφτίσανε Στέλιο, αντί για Γιώργο, πρός τιμήν του προστάτη των μικρών παιδιών συνονόματου Αγίου.
Οι γονείς του δε άφησαν τα εγκόσμια όταν ακόμη ήταν στην τρυφερή ηλικία των εννέα, ο πατέρας του, και των δεκαπέντε, η μητέρα του.
´Ετσι που λέτε, ο Στυλιανός εισοδηματίας το επάγγελμα όπως είπαμε, ελεύθερος, νέος και ωραίος και πιστεύοντας ό,τι το χρήμα έπρεπε να κυκλοφορεί, ήταν ο εκλεκτός των μουσικάντηδων ή οργανοπαικτών ή όπως αλλιώς θέλετε να τους πείτε.
Γλέντια και γλέντια, εορτάς και πανηγύρεις, αλλά και καθημερινές άνευ λόγου και αιτίας.
Κάνω μία παρένθεση εδώ και δηλώνω ως αυτόπτης μάρτυς της ιστορίας ότι αυτές οι υπερβολές διακόπηκαν μετά την απώλεια της ελευθερίας του, δηλαδή όταν παντρεύτηκε την μάνα μου την Πελαγία.
´Οπως λέγαμε λοιπόν κλείνοντας την παρένθεση, του άρεσε να γλεντά να χορεύει και να κερνά στις μουσικές.
Και ήταν και τέλειος χορευτής. Τον πήγαινε “πά στου νύχ’ “, που λένε τον χορό.
Πάντα δε, βρισκόταν αφορμές για να ξεκινήσει ένα γλέντι.
Μία από αυτές ήταν η κακοκαιρία, ειδικά όταν έβρεχε.
Αγρότες ήταν οι άνθρωποι και με βροχή δεν γινόταν να δουλέψεις.
Καθόταν λοιπόν η παλιοπαρέα στον καφενέ στον Πλάτανο, μαζί με άλλους συγχωριανούς μια βροχερή μέρα, και κατά διαστήματα βγαίνανε έξω από το καφενείο και κοιτάζοντας προς τον Κουκβά, προσπαθούσαν να προβλέψουν άν θα συνεχιστεί η βροχή ή θα…..καλουσνέψ’.
Γιατί αν δεν “φόρτωνε “ο Κουκβάς με σύννεφα, βροχή στο χωριό δεν έπεφτε.
Πρακτική μετεωρολογία με καμία πιθανότητα λάθους, στηριζόμενη σε παρατηρήσεις αιώνων.
Κατά τις δέκα η ώρα λοιπόν βγήκε η ετυμηγορία.
Η βροχή δεν επρόκειτο να σταματήσει και δουλειά για σήμερα δεν υπάρχει.
Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά και ο ψαράς-μανάβης του χωριού ο οποίος κατέφθασε με ένα φορτίο μπαρμπούνια.
Και εφόσον είχε βγεί η ετυμηγορία και δουλειά γιόκ, η παλιοπαρέα που απαρτιζόταν από Γδούντο, Κρουσταλιό, Σιαπατά, Πορτογλή και άλλους, χοροστατούντος του πατέρα μου, τα αγόρασε όλα, με την εντολή στον καφετζή, να αρχίσει να ψήνει.
Παρήγγειλαν και ένα γκαζοτενεκέ ούζο από το μπακάλικο και άρχισε το γλέντι.
Στρώθηκαν που λέτε οι καλοί μου, και έτρωγαν και έπιναν, και τους ήρθε η διάθεση προς συμπλήρωση της ευδαιμονίας τους, να χορέψουν.
Δυό τρεις πολύ καλές ορχήστρες υπήρχαν τότε στο χωριό μας.
Αλλά κάπως έπεσε στην κουβέντα το όνομα “Γιωργιέλια “.
Μουσικοί με όνομα και υπόληψη σε όλη την επικράτεια.
Ένας της κομπανίας ήταν Γιώργος στο όνομα και αρχηγός, με κάποια αδέρφια του, ίσως και κάποιους άλλους, και πήραν όλοι την ονομασία “Γιωργέλια”.
Κατά διηγήσεις του πατέρα μου αλλά και άλλων παλιών ήταν ασυναγώνιστοι.
Βιρτουόζοι σε όλα τα όργανα.
Μόνο που ήταν από άλλο χωριό και έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να ειδοποιηθούν για να έρθουν.
Ούτε τηλέφωνα ούτε κινητά ούτε αυτοκίνητα εκείνη την εποχή υπήρχαν.
Και το χωριό τους πολύ μακρυά από το δικό μας.
Και τότε πετάγεται ένας από τους θαμώνες και λέει, οτι είχε ακούσει απο έναν από τον Βούρκο, που είχε έρθει να πουλήσει κάρβουνα, ό,τι είχε την προηγουμένη μέρα γλέντι στον Βούρκο, σε μία αρραβώνα, και έπαιζαν τα “Γιωργέλια “, και μάλλον θα είναι ακόμα εκεί και θα κοιμούνται.
Γιατί τότε τα γλέντια κράταγαν μέχρι το πρωί.
Αυτό το χωριό ήταν στη μέση της απόστασης, μεταξύ των δικών μας.
Και πετάγεται ο Στυλιανός και δηλώνει ό,τι θα πάει με την φοράδα και θα τους φέρει.
Ο δε Βούρκος σημερινός Σταυρός, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα απόσταση από τον δρόμο που ξέρω, τον σημερινό.
Αλλά και από μονοπάτια να πήγαινε μιλάμε για δρόμο!
-Βρέ τρελός είσαι; του φωνάζανε οι άλλοι, τίποτα εκείνος.
Και καβαλάει την φοράδα που λέγανε όμως “ό,τι έτρεχε σαν τον άνεμο” και μέσα στην βροχή πάει στον Βούρκο και βρίσκει τους βιρτουόζους μουσικάντηδες και τους έφερε στο χωριό.
Τρία μερόνυχτα κράτησε το γλέντι.
Όσο τα μπαρμπούνια, ο γκαζοτενεκές το ούζο, και τα κουράγια τους.
Και όταν τελείωσαν όλα, αποφάσισαν να το διαλύσουν.
Η βροχή είχε φροντίσει να τελειώσει γρηγορότερα, αλλά ποιος την “έχεζε”, που δεν βλέπανε….την τύφλα τους από το μεθύσι.