Στη μνήμη της Μαίρης Αναγνώστου

Η φωτογραφία (από την Κατερίνα Γραγουδά)

Η γειτονιά μας ήτανε η Γόμου πηγάδι, αλλά απ’ όσο θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια πού μας έβρισκες πού μας έχανες στην Αγία Μαρίνα είμαστε, στην γειτονιά που γεννήθηκε η μαμά μου και ήταν το πατρικό της σπίτι.

Και εγώ εκεί βασικά ένοιωθα όμορφα, στο σπίτι της γιαγιάς μου.

Γιατί ήταν πάντα γεμάτο με κόσμο.

Ήταν η γιαγιά και ο παππούς, οι θείες μου, ειδικά το καλοκαίρι που ερχόταν και οι Αθηναίες με τα ξαδέρφια μου, αλλά μπαινόβγαιναν και πολλοί άλλοι γείτονες, φίλοι, γνωστοί.

Ερχόταν η Βενετία με την Πηνελόπη, πρόσφυγες που ζούσαν σε ένα μικρό σπιτάκι που πολύ μου άρεσε γιατί ήταν σαν κουκλίστικο.

Είχαν έρθει από απέναντι μετά την καταστροφή.

Εγώ δεν ήξερα ούτε το απέναντι, ούτε την καταστροφή, αλλά πολύ τις αγαπούσα και αυτές, αλλά και το “νταμέλ’ τους.”

Ένα σκαλάκι ανέβαινες από το δρόμο και μετά κατέβαινες τρία, και έμπαινες μέσα. Το πάτωμα κάτω ήταν από χώμα, και εκεί είχαν την κατσικούλα τους, τα ξύλα τους, και το σανό της κατσικούλας τους.

Δεν είχαν χωραφάκια, και η θεια Βενετία την βόσκιζε κάθε μέρα στους στριφούς των χωραφιών που φύτρωναν χόρτα, έκοβε και κανένα κλαδάκι, αλλά είχαν και λίγη επί πλέον τροφή.

Υπήρχε μετά μια μικρή ξύλινη σκαλίτσα και ανέβαινες σε ένα δωμάτιο που ήταν το μισό σε μέγεθος από το κάτω, και ήταν απ’ όλα.

Κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, τραπεζαρία.

Υπήρχε μια “γωνιά ” (τζάκι) για μαγείρεμα και για ζεστασιά, και ένα “ερμάρι”, (ντουλάπι) για να φυλάνε το φαγητό και το ψωμί τους, μιά μικρή κουφεσούλα για τα πιάτα τους, ένα μικρό παραθυράκι με ένα “μπλύστρη” (νεροχύτη) για να πλένουν τα πιάτα , αλλά και για να πλένονται, και σε μια άλλη γωνία ήταν διπλωμένα τα στρωσίδια τους.

Στο πάτωμα στρώνανε μια μεσάλα, ( πετσέτα) και τρώγανε.

Εγώ πήγαινα και καθόμουνα εκεί, κάτι σαν κουκλόσπιτο μου έμοιαζε το σπιτάκι, και έτρωγα και από το φαγητό τους, αλλά όταν έφευγα έλεγα στην Πηνελόπη να με σκουπίσει καλά καλά, για να μην το καταλάβει η μαμά μου.

Τότε δεν ήξερα γιατί δεν με άφηνε να φάω εκεί, αλλά τώρα υποπτεύομαι ότι το έκανε για να μην τους λείψει το λίγο φαγητό που είχαν.

Η Αγγέλα, η γειτόνισσα που ήταν πάντα με το γέλιο στο στόμα και βοηθούσε και την γιαγιά μου στο παραμάτισμα του πανιού και όταν με έβλεπε έλεγε πάντα:

-Καλώς ντ’ Κατινούλα του καλό του κουρτσέλ’.

Και είχε και μια κόρη την Ευστρατούλα λίγο πιο μεγάλη από μένα, αλλά παίζαμε τα “φαγέλια” μαζί.

Δηλαδή φτιάχνανε με πετρούλες τετράγωνα….δωμάτια, βρίσκαμε σπασμένα κομμάτια από πιάτα και τα στολίζαμε, και μεγάλα κομμάτια από κεραμίδια που ήτανε οι τζιτζιρέδες.

Αυτά τα στηρίζαμε σε δύο μεγαλούτσικες πέτρες, βάζαμε από κάτω ξυλαράκια και ήταν σαν πυρομάχι, και εκεί δήθεν μαγειρεύαμε.

Μετά ήταν ο θείος Γιώργος ο αδερφός της γιαγιάς μου, ο Γιωργάρας που λέγανε, γιατί ήταν πολύ ψηλός, και ερχόταν για καφέ.

Όποια δουλειά και να είχε η γιαγιά μου την άφηνε, για να φτιάξει καφέ στον αδερφό της.

Ο θείος Τρύφωνας, που ήταν ξάδερφος του παππού αλλά και φροντιστής για την γιαγιά, η Άννα η Πιρπιρίδαινα που ήταν και αυτη πρόσφυγας και είχε τρεις κόρες,

που με την μεσαία την Χρύσα είχαμε την ιδία ηλικία και παίζαμε μαζί.

Οι Χρυσούδαινες που μένανε ακριβώς απέναντι, και είχαν ζήσει στον αδερφό τους στην Σμύρνη μιλούσανε ” ελληνικά” και ξέρανε πολλά πράγματα.

Η μεγάλη η θεία Μαρία, που ήταν και χειροπράκτισσα και μου έτριβε και το πόδι μου όταν το στραμπούλαγα, και η μικρή η θεία Σαπφώ που έφτιαχνε κρέμες για το πρόσωπο και είχε και ξανθά μπουκλάκια και διάβαζε και την…δεν ξέρω τι σημαίνει “σολομωνική “.

Έτσι είχα ακούσει να το λένε αυτό πού διάβαζε.

Η θεία Μαρία η Μυριτζίδαινα που ήταν έξω καρδιά άνθρωπος, και είχε γιο τον πιο αγαπημένο μας φίλο τον Βασίλη, που της έμοιαζε στον χαρακτήρα και ήταν πολύ φίλος και με τον αδερφό μου, και τον λάτρευα.

Και πού τον χάσαμε πρόωρα και μας διέλυσε κυριολεκτικά.

Κόσμος και κοσμάκης περνούσε για δουλειές ή για επίσκεψη.

Και συγκριτικά με το δικό μας σπίτι που δεν ερχόταν πολλοί, γιατί είμαστε και καινούργιοι στην γειτονιά, προτιμούσα να κάθομαι στης γιαγιάς, που υπήρχε κόσμος και φασαρία και κάναμε και ότι θέλαμε.

Τριώροφο ήταν το σπίτι αλλά ήταν λίγο παλιό.

Το είχε πάρει προίκα η γιαγιά μου από την αδερφή της μάνας της,που ήταν και νονά της, και την είχε υιοθετήσει.

Και οι ξύλινες σκάλες κινδύνευαν να πέσουν από τα τρεξίματα και τα ανεβοκατεβάσματα των μεγάλων για δουλειές, αλλά και μας των μικρών με τα κυνηγητά μας.

Και κάτω στο υπόγειο- ισόγειο από την μεριά της αυλής γινόταν ένας μικρό χαμός.

Η γιαγιά στην κρεβατή, ο παπούς με τα φυσίγγια, οι θείες μου, άλλη να πλένει, άλλη να καθαρίζει ορτύκια, άλλη να ασχολείται με τα φρούτα και τα λαχανικά ειδικά το καλοκαίρι.

Ένας χαμός, και εμείς ελεύθερα να…αλωνίζουμε μια και κανείς δεν μας έδινε σημασία.

Είχε και εξωτερική σκάλα που το καλοκαίρι γέμιζε με κόσμο , αλλά και το πεζοδρόμιο όλο μέχρι το σπίτι του μπάρμπα Τόντορα.

Δίπλα στης γιαγιάς μου ήταν το σπιτάκι τους.

Και αυτοί ήταν πρόσφυγες από τα βάθη της Ανατολής, και η προφορά τους ήταν λίγο περίεργη, γι’ αυτό και το Θοδωρής που ήταν το όνομα του το έλεγε Τοντορής. Γλυκύτατος και αγαθός άνθρωπος.

Λέγανε γι’ αυτόν ότι έβαζε τον ντορβά στην πλάτη του όταν ανέβαινε στο γάιδαρο για να μην κουράζεται το ζωντανό.

Τόση αφέλεια και καλοσύνη!!!

Έτσι κυλούσε η μικρή ζωή μου τότε, μέχρι που μια μέρα κάτι ήρθε να την αναστατώσει.

Μάθαμε ότι θα ερχόταν ένας φωτογράφος,επαγγελματίας καλός,που έβγαζε πολύ ωραίες φωτογραφίες, στο χωριό μας.

Κάτι που δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο εκείνη την εποχή.

Αυτός πήγαινε από γειτονιά σε γειτονιά και φωτογράφιζε όποιον το ήθελε.

Αποφασίσαμε λοιπόν να βγούμε και εμείς φωτογραφία.

Και ξημέρωσε εκείνη η μέρα,και έβαλα τα καλά μου ρούχα, και πήγαμε στην γιαγιά μου και περιμέναμε με ανυπομονησία τον φωτογράφο.

Όταν κάποια στιγμή ήρθε και στην Αγία Μαρίνα, τον πήραμε και τον πήγαμε στου Σφούνη τον μπαξέ, που ξεκινούσε από το δικό μας σοκάκι ,και έφτανε μέχρι της νονάς μου της Μηλιάς και της Μαιρούλας το σπίτι, που ήξερε και μιλούσε πολύ όμορφα τα Ελληνικά γιατί μικρή ήταν πρωτευουσιάνα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση.

Δεν έκοβε από τις λέξεις κανένα γράμμα.

Σαν τις Χρυσούδαινες μιλούσε και κείνη αλλά δεν είχε έρθει από την Ανατολή.

Από την Αθήνα είχε έρθει.

Και τον πήγαμε εκεί γιατί θέλαμε ωραίο φόντο για τις φωτογραφίες, και αυτός ο μπαξές ήταν όμορφος, και είχε μια πολύ μεγάλη χαβούζα και λουλούδια και καλάμια και δέντρα και απ’ όλα.

Για κακή μου τύχη η μοίρα κλήρωσε να είμαι η πρώτη για να φωτογραφηθεί.

Αλλά και εγώ το ήθελα για να ξεμπερδέψω και να πάω μετά να παίξω, χωρίς να ξέρω βέβαια τί με περίμενε.

Και έστησε ο φωτογράφος το τρίποδο του, και μετά ήρθε και κοντά σε μένα, με πήρε από το χεράκι και με έστησε σε ένα ωραίο σημείο και πήγε στην μηχανή του που στεκόταν σε ένα τρίποδο.

Και έσκυψε λίγο, και έχωσε το κεφάλι του μέσα σε ένα μαύρο πανί που κρεμόταν από κει πίσω που δεν το είχα προσέξει, και χάθηκε.

Τι ήταν να το δω!!! Φόβος και τρόμος.

Βάζω τα κλάματα και τρέχω και χώνω τα μούτρα μου στην φούστα της μαμάς μου να μην το βλέπω.

Και να με πηγαίνουν και να με στήνουν ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο και εγώ πάλι μόλις χανόταν μέσα στο πανί πάλι να τρέχω να κρυφτώ .

Με τα χίλια ζόρια κάποια στιγμή βγήκε η φωτογραφία.

Την έχω ακόμα και όποτε την βλέπω θυμάμαι την σκηνή και βάζω τα γέλια.

Σε ένα λουλουδισμένο φόντο, ένα μικρό κοριτσάκι με το κοντό φορεματάκι του, τα κοτσιδάκια του με τους άσπρους φιόγκους και ένα κλαμένο μουτρωμένο και φοβισμένο μουτράκι, έτοιμο να τρέξει να ξεφύγει από το θηρίο με τα ανθρώπινα πόδια και το περίεργο σαν μηχανή κεφάλι.!!!

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Μία απάντηση στο Στη μνήμη της Μαίρης Αναγνώστου

  1. Ο/Η Mary Gomopoulos λέει:

    Τέλειο!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.