Γραμμένο από ένα φίλο του Θανάση Κουρμαδά που είχε την καλοσύνη να μας το στείλει.Τους ευχαριστούμε και τους δυο.
ΚΙ ΑΝ ΕΠΛΗΓΩΘΗΚΕΣ ΒΡΙΣΆ, ΣΗΚΩ ΚΑΙ ΚΟΙΤΑΞΕ ΜΠΡΟΣΤΑ
Της γης, σαν άγριο θεριό,
τα σωθικά μουγκρίζουν.
Τα πληγωμένα σπλάχνα της
σε δυο μεριά χωρίζουν.
Νοιώθει η Βρισά τα πόδια της,
ολοένα να λυγάνε.
Σπίτια, σχολεία, εκκλησιές,
σαν ψάρια σπαρταράνε.
Τα πιο γέρικα κτίσματα
πρώτα θα λαβωθούνε,
στέγες, εξώστες, και τοιχιά,
κάτω θα σωριαστούνε.
Κείνα τα σπίτια που άντεχαν,
πλάι στα γκρεμισμένα,
από την λύσσα του σεισμού
πέφτουν κι αυτά ένα – ένα.
Τα λίγα που γλυτώσανε,
κορμιά σακατεμένα,
ανάμεσα στα ερείπια
στέκουν τραυματισμένα.
Τ’ αρχοντοχώρι τ’ όμορφο,
της Λέσβος το καμάρι,
έγινε άμορφος σωρός,
λιθάρι στο λιθάρι.
Το γεροπλατανόδεντρο
που στέκει στην πλατεία,
θωρεί το δράμα από ψηλά,
το ζώνει απελπισία.
Σταλαγματιές αργοκυλούν,
από την φυλλωσιά του,
δάκρυα οδύνης που ‘ρχονται
από τα σώψυχά του.
Τα νοτισμένα φύλλα του
αεράκι τα στεγνώνει,
από κελάιδισμα πουλιών
τώρα αντηχούν οι κλώνοι.
Μεσ’ τις φωλιές που χτίσανε
στις πιο ψηλές τις κλάρες,
ταΐζουν τα νιογέννητα
οι χελιδονομάνες.
Μια χελιδόνα ανήσυχη,
γύρω φτεροκοπάει,
απ’ τον σεισμό η μισή φωλιά
γκρεμίστηκε και πάει.
Ένα πουλί αδύναμο,
να κρατηθεί πασχίζει.
Η μισογκρέμιστη φωλιά
δεν το εξασφαλίζει.
Πιάνει το η μάνα απ’ το λαιμό,
στη γη το κατεβάζει,
σε μια κρυψώνα του δεντρού
με προσοχή το βάζει.
Φύλλα, κλαράκια, φρύγανα,
στο δέντρο θ’ ανεβάσει,
καινούργια, πιο γερή φωλιά,
σε λίγο θα ετοιμάσει.
Απ’ την κρυψώνα του, μετά,
το σπλάχνο της θα βγάλει,
στη νέα φωλίτσα την ζεστή
με ασφάλεια θα το βάλει.
Ευτυχισμένη ύστερα
τριγύρω πεταρίζει.
Η αγωνία πέρασε,
ξανά η ζωή αρχίζει.
14 Ιουν 2017
ακης
Άγγιγμα ψυχής. Κλαίμε..
δεν γινοταν να γκρεμιστει Η ΒΟΥΛΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ
ΨΗΦΙΖΟΝΤΑΣ ΕΘΝΟΚΤΟΝΑ ΜΕΤΡΑ ???
ΤΙ ΕΦΤΑΙΞΕ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ ΘΕΕΜ ???
ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Ο ΗΕ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ