Μερικές φορές ακούγονται στα καφενεία του χωριού δυσμενή ή μάλλον απαξιωτικά κείμενα για το περιοδικό του Συλλόγου των Βρισαγωτών της Αθήνας. Από κάποιους διότι έτσι πράγματι το αξιολογούν, από άλλους γιατί συνηθίζουν αντί για το γάιδαρο να δέρνουν το σαμάρι!
Το περιοδικό όμως του χωριού μας -γιατί έτσι το βλέπει η συντριπτική πλειοψηφία των χωριανών μας που σπεύδει μόλις κυκλοφορήσει να το προμηθευτεί- από τρίτους και με εμπειρία σε κείμενα και δημοσιεύσεις θεωρείται ένα απ’ τα καλύτερα της κατηγορίας του. Αυτός είναι και ένας απ’ τους λόγους που καταξιωμένοι συγγραφείς και ερευνητές στέλνουν κείμενά τους για δημοσίευση σ’ αυτό.
Το παρακάτω κείμενο που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ είναι η αφορμή αλλά και η επιβεβαίωση των παραπάνω.
Οι 39 τελευταίοι τσαγκάρηδες της Βρίσας
Στο 59ο τεύχος των 108 σελίδων του εξαιρετικού, παρεμβατικού και καλαίσθητου, βιβλιοδετημένου με ραφή, εξαμηνιαίου περιοδικού “Αντίλαλος της Βρίσας” του “Πολιτιστικού Συλλόγου Βρισαγωτών Αθήνας” που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2016 και το οποίο εκδίδεται από το 1979 και επιμελείται μεθοδικά και επάξια από το 1996 ως υπεύθυνος σύνταξης ο φίλος φιλόλογος Βασίλης Ψαριανός, δημοσιεύονται πολλά ενδιαφέροντα κείμενα 61 συνεργατών.
Από αυτά ξεχωρίζω την εντυπωσιακή, έξυπνη και πρωτότυπη δωδεκασέλιδη έρευνα του προέδρου του Συλλόγου Κώστα Σταυρινού στην οποία παρατίθενται 28 βιογραφικά και ισάριθμες φωτογραφίες από τους 39 συνολικά μνημονευόμενους τσαγκάρηδες που γεννήθηκαν μετά το 1881 και είχαν κάποτε μαγαζί στη Βρίσα. Σημειώνοντας ότι σήμερα δεν υπάρχει τσαγκαράδικο στη Βρίσα, αντιγράφω από την εισαγωγή του κειμένου του Κώστα Σταυρινού:
«Ξεσκονίζοντας τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων και γυρίζοντας το ρολόι του χρόνου αρκετές δεκαετίες πίσω, τότε που τρέχαμε και παίζαμε μέσα στα σοκάκια και τα καλντερίμια του χωριού μας, δεν υπήρχε περίπτωση να πας για το Πλάτανο από όποια κατεύθυνση και εάν ερχόσουν και να μην συναντήσεις ένα ή δυο Τσαγκαράδικα. Ο ρυθμικός χτύπος του σφυριού που κάρφωνε τις πρόκες επάνω στη σόλα του παπουτσιού ακόμα αντηχεί μέσα στα αυτιά μου. Έρχονται στο μυαλό μου εικόνες βιοπαλαιστών, που σκυμμένοι επάνω σε ένα μπάγκο γεμάτο εργαλεία, με μια ποδιά άσπρη (ο θεός να την κάνει άσπρη) η οποία κρεμόταν από το λαιμό τους με ένα κορδόνι και με τα χέρια τους πάντοτε απασχολημένα επιδιόρθωναν ή έφτιαχναν παπούτσια προσπαθώντας να συμπληρώσουν το εισόδημά τους ή ζώντας αποκλειστικά από το επάγγελμα αυτό. Αυτός ήταν ο Υποδηματοποιός ή Τσαγκάρης ή Μπαλωματής ή ο Παπτσής όπως τον έλεγαν στο χωριό μας».
Από τις 37 σχετικές φωτογραφίες της παραπάνω έρευνας επέλεξα την εικονιζόμενη με το επιτελείο του Αθανάσιου Κώστα στο τσαγκαράδικό του, το 1928. Από τα αριστερά διακρίνονται: Χριστόφορος Σωτηρόπουλος (κάλφας), Αθανάσιος Κώστας, Γεώργιος Γδούντος (μαθητευόμενος) και Απόστολος Κουνής (κάλφας).
Τα σύντομα βιογραφικά είναι γραμμένα από συγγενείς των βιοπαλαιστών και ένα από αυτά από τον τσαγκάρη Άλκη Στρούμπα, 78 ετών σήμερα, όπου ο ίδιος αποτυπώνει την Οδύσσειά του, αποτέλεσμα των δύσκολων συνθηκών της προσφυγικής Ελλάδας του 1922 και της εξαρτημένης εμφυλιοπολεμικής που τον υποχρέωσαν να ζει στην μακρινή Αυστραλία. Απολαύστε το σχετικό κείμενο με τις πρόσθετα δικές μου παρενθετικές παρεμβάσεις:
«Τελειώνοντας το Δημοτικό το 1949 (σε ηλικία 11 ετών) δεν πήγα στο Γυμνάσιο. Μου άρεσε να μάθω την τέχνη του Μαραγκού αλλά η μητέρα μου ήθελε να μάθω Τσαγκάρης. Έστι και έγινε!!! Με πήγε στο μαγαζί του Ευστράτιου Τσέλεκα και σε τρία χρόνια κοντά του (το 1952 σε ηλικία 14 χρονών) έγινα πολύ καλός Κάλφας, να φτιάχνω παπούτσια και όχι να κόβω δέρματα. Μετά έφυγα στην Αθήνα όπου άσκησα το επάγγελμα του τσαγκάρη για λίγο καιρό στην Άνω Κυψέλη. Μετά από λίγο καιρό επέστρεψα στη Μυτιλήνη όπου έκανα τον σερβιτόρο στο κέντρο “Κιόσκι”, μετά πήγα για λίγο στην Πέτρα όπου δούλεψα ως μάγειρας και μετά επέστρεψα στο χωριό κάνοντας αγροτικές εργασίες. Το 1956 (σε ηλικία 18 χρονών) ανοίξαμε Τσαγκαράδικο μαζί με τον Παγωτέλλη Ιωάννη και αν θυμάμαι καλά πήραμε το μαγαζί του Ευστρατίου Μπινή. Μετά πήγα φαντάρος 19 με 20 χρονών όπου και τερμάτισε η καριέρα μου ως Τσαγκάρης. Μετά την απόλυσή μου από τον στρατό έφυγα στη μακρινή Αυστραλία και εγκαταστάθηκα στην Μελβούρνη. Μπορεί το σώμα μου να είναι εδώ αλλά η καρδιά μου και η σκέψη μου τριγυρνά στα καλντερίμια του χωριού μας».
Φίλοι της Βρίσας, σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς της επιτροπείας των μνημονίων, με την ανύπαρκτη υποστήριξη των συλλόγων από τους κρατικούς και αυτοδιοικητικούς φορείς καθώς και από τα αδικαιολόγητα συνεχιζόμενα διπλασιασμένα ταχυδρομικά έξοδα, συνεχίστε την ηρωική δράση σας, αναδεικνύοντας μέσα από το αξιόλογο περιοδικό σας τον πλούτο της Λέσβου και παραδειγματίζοντας με παρόμοιες εργασίες άλλους φιλοπρόοδους συλλόγους.
Αριστείδης Κυριαζής
aristeidis2007@gmail.com