Ένα πρόσωπο (που υπογράφει Κ.Α.) που συμμετείχε στην εκδρομή της Βιβλιοθήκης και επισκέφτηκε την αίθουσα του Στρατή Μυριβήλη στο λαογραφικό μουσείο της Σκαμιάς μας έστειλε το παρακάτω γλαφυρό κειμενάκι το οποίο παραθέτουμε χωρίς την παραμικρή παρέμβαση
“Σήκωσα τα μάτια από τα χειρόγραφα και είδα,επιτέλους,τα φώτα στη ιωνική γη απέναντι.
Είδα την καύτρα από το τσιγάρο μισοσβησμένη στο τασάκι .
Άκουσα τη βουή και τα κλάματα των μεταναστών,που πνίγονται στη Σκάλα Σκαμιάς δίπλα στη παναγιά τη γοργόνα,
τα μουτζουρομένα πρόσωπα τους από το πόλεμο μου φαίνονται οικεία,είναι τα ίδια πρόσωπα που αντίκριζα και εγώ στο δικό μου
πόλεμο ξετυλίγοντας τη ζωή εν τάφο.
Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια μου γνέφει να πάω κοντά της,να τη φιλήσω στο στόμα και ύστερα ας χαθώ, στο βυσσινί βιβλίο μου.
Μα εγώ παγιδευμένος εδώ,στη δύσκολη ανηφόρα της Συκαμιας,βάφοντας τα χέρια μου κατακόκκινα από τις μουριές του χρόνου.
Ο ήχος της γραφομηχανής με ξυπνά από το λήθαργο,ήρθαν τα χαρούμενα παιδιά από τη Βρισα να τα φιλέψω στο σπίτι μου,είναι
αργά για μένα…”