ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΣ
Γιώργος Μάριου Σταυρινός
Ώρα μεσημέρι , ώρα βουβή ,
και τώρα βράδυ , στις ψυχές μου και στον κόσμο .
Στέκει άκαμπτο ,
περιγελά τους ζωντανούς ,με τη γαλήνη των μη ζώντων.
«Μνήμα πεσόντων ειρήνης» ο κομμός της μαρτυρά,
γελά το φεγγάρι με των αβίων τη μοιρολατρεία ,
όντων που βλέπουν μόνον κάτω.
Άνθρωποι λέγονται,
του ουρανού τη φουρτούνα σε βιβλία μαθαίνουν,
Αναξιοκρατική αξιοκρατία θέτουν ,
ώστε να ερμηνεύσουν το πλαστό μυστήριο της ζωής τους.
Πολίτευμα , η συντονισμένη ακινησία κατά της πολιτείας ,
αξιότερος ο σφαλλέστερος ,
τιμιώτερος ο υπογράφων την , δια την πολιτείαν, διαθήκη
Το ρυάκι ρει .
Η φύσις φύει .
Αγνοώντας το φαύλο βάσανο της αεικινησίας τους ,
συνεχίζει το υπολειπόμενο δράμα.
«Απόγονοι απογόνων , θλίψη της ευμένειας μου ,
γενεές ολάκερες , σκιές της ύπαρξης μου .
Σα δε φαντάζεστε τη θλίψη των αιθέρων!
Σα δε θωράτε το κλάμα των αμνών!»
Η τραγωδία των σατύρων χώρο ιερό αναζητά ,
η βάρβιτος του ραψωδού των , σφάξιμο , χορτάρι , τον μητρικό μαστό ανακαλεί ,
που με αίμα ,πόνο και καημό άφησε απ ’ τα χείλη της να πάρουν,
καλοντυμένοι ελίτ , της κλασματικής απόσταξης τσιμπούρια.