” Μια μέρα ο Μανώλης Κοτζαμπάσης κυνηγούσε με τον Παν. Κουνή, ένα εύθυμο τύπο, τον γκεβεζέ του χωριού, που βασιζότανε περισσότερο στην εξυπνάδα του παρά στο τουφέκι του για κυνήγι. Πουλιά δεν είχε εκείνη τη μέρα. Που και που κανένα κι αυτά κακοπαθιασμένα και βγαίνανε με μεγάλη δυσκολία. Ο Κοτζαμπάσης όλο το πρωί είχε δυο στον τρουβά του ενώ ο Κουνής κανένα.
-Ω! Τι θα γένει τούτη η δουλιά! Ο Κοτζαμπάσης δυο και γω κανένα! έλεγε με το νου του ο Κουνής και το μυαλό του πήγαινε σε λογιώ – λογιώ διαβολιές. Ξάφνου πετιέται ένα ορτύκι από τα πόδια του Κοτζαμπάση με κατεύθυνση προς τον Κουνή. Με το μπαμ του Κοτζαμπάση ο Κουνής σωριάζεται φαρδύς – πλατύς ανάσκελος, ανοιγοκλείνοντας το στόμα του, σαν το λαβωμένο πουλί που ξεψυχάει. Να δει ο Κοτσαμπάσης τον Κουνή σε τέτοια χάλια το βάζει στα πόδια. Λαχανιασμένος φτάνει σπίτι του και φωνάζει από την πόρτα στη γυναίκα του:
-Τα ρούχα μ’ μάνι μάνι κι σκότωσα τουν Κουνή!
Κάνει ένα μπόγο τα ρούχα του, παίρνει δυο τρία μετζίτια από το σεντούκι και μισό ψωμί και βγαίνει τρεχάτος για τα Βατερά, με σκοπό να πάρει βάρκα ή καΐκι για τα ελληνικά νησιά. Περνώντας όμως από την αγορά βιαστικός βλέπει τον Κουνή κάτω από τον Πλάτανο με το ένα πόδι στ’ άλλο να πίνει τον καφέ του γελαζούμενος… Πλάι του σ’ ένα καρεγλί είχε θεμένο τον τρουβά του με τρόπο που να προβάλλει από το δίχτυ το ορθύκι του Κοτζαμπάση.
Ο Κοτζαμπάσης, χωρίς να πει λέξη γύρισε σπίτι του, χτυπημένος από σαραλίκι και λένε πως απο τότε δεν ξαναβρήκε το χρώμα του πια ο άνθρωπος. (Τρίβολος τεύχος 94, 20/10/1933)