Χήρας παράπονα
Απομεσήμερο καλοκαιριού στο προπολεμικό Πλωμάρι. Ένας ξενιτεμένος Πλωμαρίτης που έχει έρθει στην πατρίδα του για διακοπές, ύστερα από πολλά χρόνια, θέλει ν’ αγοράσει κάτι από μπακάλικο, αλλά όλα τα μαγαζιά έχουν κατεβασμένες καπάντζες (κάτι που δε γινόταν στη χώρα που ήταν μετανάστης).
Όταν κάποτε διακρίνει από το τζάμι της πόρτας μπακάλικου μια πελάτισσα να ‘εξυπηρετείται’ χτυπάει και μπαίνει κι εκείνος.
Πριν έρθει η σειρά του για εξυπηρέτηση, ακούει κάποια παράπονα της γυναίκας (πελάτισσας) με τα μαύρα που είχε αγοράσει λάδι : «Κι ‘νεχ’ς ιμκρή κ’βγα ιζ..ιμ’σή
…ε’σταγγίζ’ τσόλας …αμ τι καμός χήρα γι’ναίκα ..¨»
Μετάφραση δεν χρειαζόταν βέβαια ότι η παραπονούμενη πελάτισσα, είχε το θάρρος (που δεν το’ χουν ούτε οι άνδρες) να ξεμπροστιάζει τον μπακάλη, που την ‘κλέβει’ και μάλιστα με τρεις τρόπους…Έχει μετρίδι μικρότερο από το κανονικό. .δεν το γεμίζει μέχρι τέρμα…και ρίχνοντάς το στο μπουκάλι της, δεν το αφήνει να τρέξει όλο( να στραγγίσει).
Φεύγοντας μετά τη δική του εξυπηρέτηση, έψαχνε να βρει κάποιον να διηγηθεί τα όσα άκουσε και να επαινέσει την εξυπνάδα της γυναίκας εκείνης αλλά και το θάρρος της να τα λέει κατάμουτρα, στον ανέντιμο μπακάλη.
Μόλις βλέπει το μανάβη του γειτονικού οπωροπωλείου, του ανοίγει κουβέντα και του διηγείται με το νι και με το σίγμα , το ΄ξεμπρόστιασμα’ του ανέντιμου μπακάλη από μια φτωχή και ταπεινή ‘όπως φαινόταν γυναίκα…
Ο μανάβης γελά ειρωνικά, ακούγοντας τον και του λέει :Αν και Πλωμαρίτης , δεν κατάλαβες σωστά, για τι πράγμα παραπονιόταν η χήρα…Αν γνώριζες ότι η γυναίκα μπήκε στο μπακάλικο από την πίσω πόρτα (της αποθήκης) ,όπου και είχε μια πρώτη ‘συνομιλία’ με τον μπακάλη, θα μάντευες κι εσύ ποιο ‘εργαλείο του’ βρήκε μικρό…