Απ’ τον Βασίλη Ψαριανό:
Το δικό μου μνημόσυνο
Σπυρί σπυρί τα κόλλυβά σου μαζεύω από τα στάχυα που ξέμειναν στο
χωράφι που θέρισε ο χρόνος.
Ακόμα ξυπνώ με το σφύριγμά σου κάθε πρωί που περνούσες από το σπίτι μου στου Θοδωρή το Πηγάδι, για να πάρουμε μαζί το δρόμο για το Γυμνάσιο στον Πολιχνίτο, ένα δρόμο που είχαμε στρώσει με τα όνειρά μας, αυτά που μας ζέσταιναν τα πρωινά τού χειμώνα και μας δρόσιζαν στις καλοκαιρινές ζέστες.
Και κάθε που φυσάει ¨αρτικόκαιρος, ξυπνάω χαράματα, να ετοιμαστώ για τα ¨κυνήγια¨ μας, με τη ¨μονούρα¨, που είχαμε κρυμμένη στη ρίζα της συκιάς.
Μαζί φορέσαμε και το ¨μακρύ παντελόνι¨ κι αρχίσαμε ν΄ ανακατεύουμε στα κρυφά έρωτες και ρακιά, τότε που μοιραζόμαστε σεβντάδες και μεράκια στα σιγανοπερπατήματά μας στη Χούλιαρη και στα Πευκέλια και στου Προκόπα τον καφενέ χορεύοντας με το σαντούρι του Μιχαλάκη.
Κι όταν χώρισαν οι δρόμοι μας, δεν αφήσαμε το χρόνο να γεράσει όσα ζήσαμε με την καρδιά της νιότης μας. Κάθε φορά που ξανανταμώναμε, ξεχνούσαμε τις ρυτίδες μας και γυρνάγαμε πίσω το χρόνο, εκεί που αρμενίζαμε με ολάνοιχτα τα φτερά μας στο γαλάζιο τ΄ ουρανού και της θάλασσας.
Κι εκεί στη μεγάλη πολιτεία, όταν έλεγα ¨το χωριό μου¨, εννοούσα το χωριό, όπου ζούσε ο φίλος μου ο Αποστόλης. Μόνο που ο χρόνος με ξεγέλασε: εγώ εννοούσα εκεί που ζει και θα ζει για πάντα.