Σαν τη μπουγάδα στου σχοινί απλώνουν τσι μαζεύουν,
σήμιρα τα λεν αλλιώς τσ’ αύριου τα διαψεύδουν.
Παίζουν μι τα νεύρα μας ακόμα τσι οι δικοί μας,
ακόμα δεν κατάλαβαν πους παίρνουν τη ψυχή μας.
Μας ρίξαν στην κατάθλιψη, μας τέντουσαν τα νεύρα
ακόμα δεν κατάλαβαν, πους φτάσαμι στου τέρμα.
Μας φτάσαν σ’ αδιέξοδο τσι δε μπουρεί να βγούμι,
τι φταίου γω τσι ου διπλανός αυτά να τα τραβούμι.
Τ’ ακούς μάννα Ελλάδα μου τι λεν’ αυτοί που μας διοικούνε,
θα πάρουνι τα σπίτια μας, ιμείς που τους χρουστούμι.
Αυτοί σι μας πουλλά χρουστούν, ακόμα τσι του φαΐ τους
του κόβουν απ’ του στόμα μας τσι θρέβουν του κουρμί τους.
Ψηφίσαμι τσι τ’ς βάλαμι να δούμι άσπρη μέρα
μ’ αυτή ‘ναι πάντα συννεφιά, σα νύχτα γίντσει η μέρα.
Βγαίνουν τσι στ’ τηλιόραση τσι λένει παπαρδέλ(ι)ς,
τσι πλιούν τα φύκια τ’ς θάλασσας για μ’ταξουτές κουρδέλ(ι)ς .
Ιγώ άμα τα ‘λεγα αυτά που τώρα λεν αυτοί,
δε θα ‘χα τρύπα να κρυφτώ κότσιν’ απού ντρουπή.
Αυτοί τη τσίπα φάγανι, τσ’ ακόμα μας γυρεύουν,
τη πέτσα μας την πήρανι, τί άλλου πια να θέλουν.
Σα τη κατσίκα που στίριψι, τσι συ κοιτάζ’ς ν’ αρμέξ’ς
μα απ’ ένα άδιου βζί τί γάλα πιριμέν(ει)ς.
Του πλοίου απ’ τ’ ξέρα ξέφυγει τσι πάει στα βαθειά,
τριχάτει να του σώσητει προυτού να ‘νει αργά.
Μ’ ακόμα τσ’ αν του σώσιτει πληγές θα ‘νει γειμάτου,
άραγι θα γιατριφτούν πουτέ ή αφήστι του στου πάτου.
Π0ΛΥ ΩΡΑΙΟ . ΜΠΡΑΒΟ
ΔΕΜΠΛΙ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ……..
Η ΑΥΤΟΙ Η ΕΜΕΙΣ.
ΜΥΤΙΛΗΝΙΑ ΚΟΖΑ ΝΟΣΤΡΑ ΑΤΤΙΚΗΣ