Έφτασε στα χέρια μου ένα τετράδιο γεμάτο στίχους! Στίχους σατυρικούς, σοβαρούς, νοσταλγικούς, ικετευτικούς. Στίχους για την πολιτική κατάσταση, για το περιβάλλον, για το χωριό μας, για τους δικούς μας ανθρώπους, για την Ελλάδα, για την πίστη μας.
Πρόκειται για την εξωτερίκευση των συναισθημάτων και των προσδοκιών του (της) στιχοπλάστη. Τα ¨γράμματα” (δηλαδή το επίπεδο εκπαίδευσης) λίγα μα το μεράκι καυτό. Η γλώσσα η ντόπια μα και η “κανονική” Η ομοιοκαταληξία υπάρχει αλλά δεν αποτελεί ταμπού. Το νόημα πρωτεύει και τ’ άλλα ακολουθούν.
Δε λείπουν και παραμύθια για τα μικρά παιδιά. Γιαγιά η κυρία Ειρήνη γι αυτό τα αγαπά. Είναι και από σόι γιατί κι ο μπαρμπα Πέτρος συνέθετε κι αυτός.
Γι αυτό μη το διστάσεις κυρία Ειρήνη Πετρέλλη ούτε λεπτό. Ακολούθησε τη Γιώτα (την κόρη) και στείλτα στο τυπογραφείο. Να μείνουν για τα εγγόνια, για όλα τα παιδιά. Μα και για τους μεγάλους, για όλο το χωριό. Βάλε και συ ένα κεράκι στο πνευματικό πολυκέρι του τόπου μας. Για νάναι πιο φωτεινό!!!
Παραθέτουμε ένα επίκαιρο σατυρικό κομμάτι. Επίκαιρο λόγω τρόικας μα και λόγω Αποκριάς.
Μαϊμούδις μας κατάντησαν η τρόικα τσι γι Ιβρώπ
τσι μας χουρεύουν στου ταψί στου θ’κό τους του σκουπό
Κάνιτει τούτου σήμιρα, κάντει αυτό που πρέπ’
Κανένας τους δε σκέβιτει τι πρέπ’ τσι τι δεν πρέπ’.
Θα πρεπ’ μεις να χουρεύουμει συνέχεια στου σκουπό τους,
μ’ αυτοί, σας λέου σουβαρά, άλλα ‘χουν στου μυαλό τους.
Φορ’ απού δω τσι φορ’ ικεί, φορ’ για τόνα τσι για τ’ άλλου
γλου γλου του τσιφάλ’ μας καν σα που φουνάζ’ ου γάλους.
Βαρέθκα πια τσι δε μπουρώ, κουράσκα, δεν αντέχου
να βάζου του χέρι μ’ μέσα στ’ τσέπ’ τσι φράγκου να μην έχου!
Πας να πληρώσ’ς τ’ ΔΙΗ για να ‘χεις του φως να βλέπ’ς
μα τα ηυρώ δεν έφταξαν μι του χαράτσ’ που έχ’ς.
Να κόψουμι του φως πιδιά, να νάψουμι πάλι σ’ λάμπεις,
να μην έχουμι τ’ν πουλυτέλεια, σαμ’π ζούσαν οι γιαγιάδεις.
Μοι φαίνιτι πους πιο καλά πους ζούσαν οι γιαγιάδις,
δεν είχαν φορ’ τσι κινητά, ζούσαν χουρίς μπιλάδεις.
Μας βάλανει συνέταιρου χουρίς να μας ρουτήσουν,
τ’ ΔΙΗ τσι τ’ν Ειφουρία μας τα χρέη τους να σβήσουν.
Να ‘χ’ς τ’ν πείνα για σ’τρουφιά, παρέα τ’ν αφραγκία,
να χ’ς πας στου τσιφάλ’ς να συ γυρεβ’ λειφτά ή Ιφουρία.
Ρε μπας τσι έχουμι ξανά δικτατουρία,
μήπους δεν έχουμι στρατό αλλά την Ιφουρία;