Από την Κατερίνα Γεωργή

Καλό καλοκαίρι για όλους μας.

Στο σημείο όπου το πνεύμα αρνείται το «πνεύμα».

Αλμπέρ Καμύ.

Μπρούμυτα στην καυτή άμμο παρατηρούσε το μεγάλο μαύρο μυρμήγκι 

που έτρεχε γρήγορα λες και η άμμος του έκαιγε τα πόδια.

Τι να βρίσκει άραγε, αναρωτήθηκε, εδώ στην ερημιά;

Μόλις είχε αφήσει κάτω τα γυαλιά και το βιβλίο που διάβαζε.

Ένα δύσκολο και περίεργο βιβλίο.

Βαρύ.

Την κούρασε.

Δεν έδενε και με το περιβάλλον.

Και τότε το είδε.

Πέρα δώθε, πέρα δώθε.

Κάποια στιγμή την πλησίασε και ανέβηκε δισταχτικά στο χέρι της.

Σα να το σκέφτηκε λίγο.

Για λίγο.

Άρχισε τον ανήφορο μέχρι τον ώμο της.

Έτριψε με τα μπροστινά του πόδια το κεφάλι του.

Έστειλε τα μηνύματα του στα φιλαράκια του από ψηλά.

Μετά, πήρε την απόφαση.

Σαν καλοκουρδισμένο παιδικό παιχνίδι κατέβηκε τρέχοντας.

Και άρχισε πάλι το πέρα δώθε στην άμμο.

Ένα κύμα από αναμνήσεις την κατέκλυσε.

Πόσα χρόνια πριν, αναρωτήθηκε.

Όλα γύρω ίδια.

Η θάλασσα, τα βραχάκια, η άμμος, και τα φύκια.

Μόνο εκείνη μεγάλωσε και η συντροφιά εξαφανισμένη.

Μόνη της.

Αυτή, τα γυαλιά, το βιβλίο, και το μυρμήγκι.

Στη μικρή αμμουδένια αγκαλίτσα κάτω απ’ το κτήμα.

Εκεί που πήγαιναν εκδρομές.

Στα πολύ νεανικά της χρόνια.

Εκεί που μια φορά είχε χώσει το χέρι της στην άμμο.

Εκεί που κάποια στιγμή ένοιωσε ένα άλλο χέρι 

να της χαϊδεύει τα δάχτυλα.

Χωρίς να φαίνεται.

Χωμένο και αυτό κάτω από την άμμο.

Ανατριχίλες είχαν γεμίσει το κορμί της.

Εκεί ένοιωσε το πρώτο λίγωμα της αγάπης.

Και τότε ένα μυρμήγκι από αυτά τα μεγάλα ανέβηκε στο χέρι της.

Ανατρίχιασε διπλά.

Από παιδάκι φοβόταν όλα τα έντομα.

Ήθελε να τραβήξει το χέρι της.

Για να το διώξει.

Δεν το τόλμησε.

Δεν ήθελε να χάσει το χάδι.

Αυτός είδε την τρομάρα στα μάτια της. 

Την αλλαγή στην έκφραση της.

Κατάλαβε.

Με το άλλο του χέρι έπιασε το μυρμήγκι.

Το απόθεσε απαλά στην άμμο.

Να εξερευνήσει άλλες περιοχές.

Αχ, αναστέναξε.

Νιάτα….

Μάζεψε τα γυαλιά, έκλεισε το βιβλίο.

Δεν θέλω να διαβάσω άλλο.

Ελεύθερο το πνεύμα μου για σήμερα, αποφάσισε.

Εδώ είναι το σημείο που αρνιέμαι το «πνεύμα», Άλμπερτ Καμύ.

Έμεινε να παρατηρεί το μυρμήγκι.

Γεμάτη αναμνήσεις και νοσταλγία.

Έκλεισε τα μάτια.

Άκουγε αφηρημένα τον φλοίσβο των κυμάτων γεμάτη από ευφορία.

Πρέπει να σηκωθείς, ψυθίρισε κάποια στιγμή  στον εαυτό της. 

Μ’ αυτά και μ’ αυτά θα καείς.

Σηκώθηκε πάνω γελώντας.

Τίναξε την άμμο από το σώμα της.

Περπάτησε ξυπόλητη για λίγο.

Η άμμος καυτή.

Φόρεσε τα σανδάλια της. 

Το μυρμήγκι είχε χαθεί.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.