Στα χρόνια τα παλιά…

Η …περιπέτεια του ασβέστη

Στην ανοικοδόμηση του χωριού μας βλέπουμε μειωμένη τη χρησιμοποίηση του ασβέστη ως οικοδομικού υλικού. Καταρχήν στις περισσότερες οικοδομές εξωτερικά γίνεται θερμομόνωση και όχι σοβάς. Είδαμε οικοδομή να χτίζεται με τουβλίνες οι οποίες συγκολλούνται με συνθετικές ρητίνες και μας είπαν ότι και σε άλλες χρήσεις ο ασβέστης αντικαθίσταται με συνθετικά υλικά.

Πριν έναν αιώνα περίπου ο ασβέστης υπήρξε στο χωριό μας το βασικό υλικό με το οποίο κατασκευάζονταν καινούρια σπίτια, αντικαθιστώντας τη λάσπη.

Πάντως σήμερα ο ασβέστης έτοιμος να χρησιμοποιηθεί στην οικοδομή παρασκευάζεται σε ειδικές βιοτεχνίες και διατίθεται σε πολτώδη μορφή σε μικρά πλαστικά σακιά. Τέτοια μονάδα είναι αυτή των αδελφών Αλβανού στον Πολιχνίτο.

Ο απόμαχος οικοδόμος Μανώλης Καλατζής (Σκαλοχωρίτης) μας περιγράφει την …περιπέτεια του ασβέστη στα παλιά τα χρόνια.

Την ασβεστόπετρα (ή μάρμαρο) την έπαιρναν από επιφανειακά πετρώματα, τα λεγόμενα νταμάρια. Τέτοια νταμάρια υπήρχαν ιδιαίτερα στον Κουκβά, στη Βαθρακιά, στο Μαρμάρ’ κ.λπ. Για να σπάσουν κομμάτια από το σκληρό αυτό πέτρωμα άνοιγαν 2-3 τρύπες βάθους 30-40 εκατοστών με ένα καλέμι (ματκαπ), που κρατούσε ένας, και το οποίο χτυπούσε άλλος με  μια βαριοπούλα. Τις τρύπες τις γέμιζαν με μπαρούτι στο οποίο έβαζαν φυτίλι και το άναβαν. Με τις μπαρουτιές αυτές έσπαζε το πέτρωμα σε μεγάλα κομμάτια, τα οποία στη συνέχεια με βαριοπούλα και ένα λοστό έσπαζαν σε μικρότερα ώστε να μπορούν να φορτωθούν στο μουλάρι και να μεταφερθούν στο ασβεστοκάμινο.

Το ασβεστοκάμινο το έστηναν σε μέρη στα οποία υπήρχε μεγάλη ποσότητα πουρναριών, σχίνων και άλλων κλαδιών για καύσιμη ύλη. Προτιμούνταν φυσικά οι θέσεις που ήταν σχετικά κοντά με τα νταμάρια αλλά το κυρίαρχο κριτήριο ήταν η ύπαρξη μεγάλης ποσότητας κλαδιών. Το έχτιζαν με πέτρες με κυλινδρική μορφή και στο κάτω μέρος υπήρχε ένα άνοιγμα διαστάσεων περίπου 50Χ70 εκατοστών για να μπαίνουν τα κλαδιά. Ο μάστορας παραλάμβανε τα μεγάλα κομμάτια της ασβεστόπετρας και με ένα σφυρί έβγαζε μικρές φέτες, κατάλληλες να χτιστούν σε επαφή με τα τοιχώματα του καμινιού. Το χτίσιμο στο πάνω μέρος έκλεινε με τη μορφή τρούλου και στη συνέχεια γέμιζαν τα πλαϊνά του τρούλου με μικρότερα κομμάτια ασβεστόπετρας ώστε να επιπεδώνονταν η στρώση.

Η φωτιά που άναβαν και τροφοδοτούνταν συνέχεια με κλαδιά, ανάλογα με το μέγεθος του καμινιού, διαρκούσε ένα με δυο εικοσιτετράωρα. Καταλαβαίνουμε για να τροφοδοτείται η φωτιά μόνο με κλαδιά επί δυο μέρες πόσο μεγάλες ποσότητες κλαδιών χρειάζονταν. Το πάνω επιπεδωμένο τμήμα με τις ασβεστόπετρες στην αρχή μαύριζε. Όταν κάποια στιγμή κοκκίνιζε ήταν το σημάδι ότι η ασβεστοποίηση της πέτρας είχε ολοκληρωθεί και σταματούσε η φωτιά. Άφηναν το καμίνι να κρυώσει 2-3 μέρες και στη συνέχεια γέμιζαν σακιά ανθεκτικά για να τον μεταφέρουν στους αγοραστές. Τέτοια σακιά χρησιμοποιούνταν συνήθως τα «τσπιά» από τα ελαιοτριβεία. Η ποσότητα μετριόταν σε καντάρια. Ένα καντάρι ισοδυναμούσε με 44 οκάδες.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η δουλειά σε ένα σβεστοκάμινο απαιτούσε πολλά χέρια και γι αυτό οι «ασβεστάδες» ήταν συνήθως μέλη μιας οικογένειας (όπως οι Γκουγκούληδες, οι Λινάρδοι κ.ά)  ή συνεταίροι (όπως ο Μήτρακας, ο Σταυρινός, ο Πορτοκάλης κ.ά).

Ο ασβέστης εξαιτίας της προσβολής του από το νερό έπρεπε σύντομα να «σβηστεί». Προς τούτο υπήρχαν στο χωριό κάποιοι λάκκοι σε σημεία κοντά σε βρύσες, όπως κοντά στην Εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, στο χώρο της παιδικής χαράς και αλλού. Δίπλα στο λάκκο τοποθετούνταν μια ξυλόκασα  διαστάσεων περίπου 1Χ2 μέτρα και ύψους 80 εκατοστών, στο κάτω μέρος της οποίας υπήρχε ένα πορτάκι που έφραζε με ένα σανίδι, που μπορούσε να μετακινηθεί πάνω-κάτω.

Γέμιζαν μέχρι τη μέση την ξυλόκασα με νερό και έριχναν μέσα λίγο-λίγο τον ασβέστη, που αντιδρούσε άμεσα και δυναμικά με το νερό (έβραζε). Με ένα κέλμπερι (μια στενόμακρη τσάπα) ανακάτευαν μέχρι να σταματήσει ο βρασμός και τότε άνοιγαν το πορτάκι και χύνονταν ο πολτός στο λάκκο. Αυτό επαναλαμβάνονταν μέχρι να τελειώσει ο ασβέστης. Αν δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί σε δυο τρεις μέρες (οπότε ψύχονταν) τον σκέπαζαν με άμμο και τον έβρεχαν τακτικά διότι αυτός ο σβησμένος ασβέστης προσβάλλεται από τον ατμοσφαιρικό αέρα.

Για να χρησιμοποιηθεί στην οικοδομή –τώρα είχε αποκτήσει τη μορφή μιας πολύ πηχτής κρέμας- τον μετέφεραν στο γιαπί δυο εργάτες με μια «ξνογαϊδάρα» (ξυλογαϊδάρα, δυο μακριά ξύλα πάνω στα οποία είχαν καρφωθεί μερικά σανίδια ώστε να δημιουργείται μια επιφάνεια όσο αυτή ενός τραπεζιού). Εκεί, στο γιαπί, ανακατεύονταν με τον άμμο από τη θάλασσα ή τον ποταμό (και με τσιμέντο από τη δεκαετία του 1960 και μετά) και ήταν έτοιμος να χρησιμοποιηθεί. Ο εργάτης (ποριευτής) γέμιζε ένα δοχείο (τενεκέ) χωρητικότητας 20 περίπου λίτρων, στο ένα απ’ τα πάνω χείλη του οποίου είχε καρφωθεί ένα κομμάτι ξύλου, ώστε να διευκολύνεται το κράτημα του, και βάζοντας το στον ώμο του, το ανέβαζε από μια σκάλα στη σκαλωσιά,  όπου δυο μάστορες έχτιζαν. Ως που να κατεβεί κάτω από τη σκάλα οι μάστορες φώναζαν πάλι «λάσπ’» (εννοώντας ασβέστη) και δωσ’ του πάλι, ο ποριευτής, τον τενεκέ στον ώμο!  

Ανέκδοτο: Πριν από λίγα χρόνια ένας έμπορος με φορτηγό  αυτοκίνητο από τη Μόρια γεμάτο με ασβέστη (με τη μορφή που βγαίνει απ’ το ασβεστοκάμινο) πήρε βόλτα στα χωριά για να πουλήσει το εμπόρευμα. Είχε φτάσει στην Αγιάσο και ο ουρανός είχε αρχίσει να μαυρίζει. Ξέσκεπο το φορτηγό αν έβρεχε θα καταστρέφονταν το εμπόρευμα και στεναχωρημένος ο έμπορος εξέφρασε τους φόβους του σε φίλο του Αγιασώτη.

-Που θα πας τώρα; τον ρώτησε ο Αγιασώτης

– Το δρομολόγιο είναι για Πολιχνίτο και Βρισά, απάντησε.

-Προχώρα και μη φοβάσαι, του συνέστησε ο φίλος του και συνέχισε. Αυτοί εκεί βρίσκονται κάτω από σάγια (στέγαστρο)! Θέλοντας να πει ότι εδώ στην περιοχή μας συνήθως δεν βρέχει. (και φυσικά ήξερε ο Αγιασώτης τι έλεγε).

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.