Κατά το 1923 πραγματοποιήθηκε στην Ελληνική επικράτεια απογραφή των προσφύγων.
Στα τέσσερα χωριά της περιοχής μας ( Στον Σταυρό δεν αναφέρεται κανένας πρόσφυγας) ο αριθμός των προσφύγων είναι :
Βασιλικά 83 άτομα (37 άνδρες και 46 γυναίκες)
Βρυσσά 505 άτομα ( 234+ 271)
Λισβώριον 116 άτομα (53+63)
Πολυχνίτος 908 άτομα (437+471)
Εύλογα σε όλα τα χωριά ο αριθμός των γυναικών της προσφυγιάς είναι μεγαλύτερος από αυτόν των ανδρών δεδομένου των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι άνδρες να φύγουν από την Μικρασία.
Στοιχεία για τον συνολικό πληθυσμό των χωριών και για τους πρόσφυγες που εξακολουθούν να υπάρχουν στα χωριά έχουμε και με την απογραφή του 1928:
Βασιλικά πληθυσμός 1380 άτομα απ’ τα οποία 117 πρόσφυγες
Βρυσσά πληθυσμός 2003 άτομα απ’ τα οποία 173 πρόσφυγες
Λισβώριον πληθυσμός 904 άτομα απ’ τα οποία 51 πρόσφυγες
Πολυχνίτος πληθυσμός 7256 άτομα απ’ τα οποία 537 πρόσφυγες
Από τα παραπάνω αριθμητικά στοιχεία προκύπτει ότι:
- Η Βρίσα δέχτηκε το μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα αναλογικά με τον μόνιμο πληθυσμό της. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν περίπου το 25% του συνολικού πληθυσμού της ενώ για παράδειγμα στον Πολιχνίτο το 12%.
- Αυτό εξηγείται απ’ την ευκολία πρόσβασης –μέσω των Βατερών- αυτών που έρχονταν απ’ τα απέναντι τουρκικά παράλια.
- Σίγουρα ο αριθμός των προσφύγων που έφτασαν στα χωριά μας ήταν μεγαλύτερος από αυτόν που καταμετρήθηκε το 1923 διότι κάποιοι έμειναν προσωρινά για μικρό (ή μεγαλύτερο) διάστημα και στη συνέχεια έφυγαν για την ηπειρωτική Ελλάδα. Παράδειγμα για τη Βρίσα η οικογένεια των Δεσποτόπουλων που ήρθε,έγραψαν τα παιδιά στο σχολείο και σε λίγο έφυγαν για την Αθήνα.
- Ένα σημαντικό μέρος των προσφύγων που το 1923 ζούσαν στα χωριά μας αναγκάστηκαν (απ’ τις συνθήκες που αντιμετώπιζαν) να φύγουν και έτσι στην απογραφή του 1928 οι πρόσφυγες ήταν πολύ λιγότεροι. Είχε μείνει ένα ποσοστό μικρότερο του 10% του πληθυσμού κάθε χωριού. Συγκεκριμένα στο Λισβόρι μόλις των 5,6%, στον Πολιχνίτο το 7,4%, στα Βασιλικά το 8,4% και στη Βρίσα το 8,6%
Αυτοί που έμειναν και όσοι απ’ αυτούς αντιστάθηκαν στη λαίλαπα της μετανάστευσης (εσωτερικής και εξωτερικής) των δεκαετιών 1950 και 1960 στέριωσαν, πρόκοψαν και πρόσφεραν στην οικονομία και τον πολιτισμό της περιοχής μας.





