Του Βασίλη Ψαριανού
Θαλασσιά μου!
Από παιδί αγάπησα την γειτονοπούλα,
με τα απέραντα γαλάζια μάτια.
Κι ήμουν τυχερός∙
παντρεύτηκα, για πάντα,
αυτήν που τόσο αγάπησα,
όταν άλλοι απόμειναν με τον καημό,
γιατί παντρεύτηκαν μια ξένη.
Κι η πρώτη μου αγάπη,
σαν την Πηνελόπη, μου έμεινε πιστή
κι όταν εγώ πάλευα
με Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες
κι όταν περιπλανιόμουν σε ξένες αγκαλιές,
στης Καλυψώς και της Κίρκης τα παλάτια
Κι όταν ξαναγυρνώ,
κάθε φορά, κι από μιαν Οδύσσεια,
η πρώτη μου αγάπη μ΄ αγκαλιάζει,
όπως η μάνα το ξενιτεμένο της παιδί,
και με τα φωτεινά τα μπλε τα μάτια της
ψάχνει, μέσα από τις ρυτίδες μου,
να διαβάσει όσα με πίκραναν στην ξενιτειά.
Κι όταν της λέω, γυναίκα, μάνα
κι αδερφή μου, γέρασα, μη με κοιτάς,
με τα φωτεινά τα μπλε τα μάτια σου,
χαμογελά και με μαλώνει:
«μην κοιτάς τις ρυτίδες σου∙
να κοιτάζεις μόνο τα μάτια μου∙
να λες,
οι μέρες της νιότης μου είναι μπροστά μου!
Κι όταν μαύρο, από την κάπνα, το δάκρυ σου κυλά, στα αυλάκια των ρυτίδων σου,
να τα στεγνώνεις με το λευκό πανί,
που ξεπροβάλλει από τον Λογαρά.
Και μην κοιτάς πίσω σου∙ να κοιτάς μπροστά
και να ξεπλένεις την κάπνα και την στάχτη,
που σκοτεινιάζουν τα μάτια σου,
μέσα στο απέραντο γαλάζιο των ματιών μου.
Και να θυμάσαι: θα είμαι πάντα εδώ
και θα σε περιμένω,
η Πηνελόπη σου,
γυναίκα και ερωμένη σου,
η Βατεριανή γαλανομάτα σου»!