Από το βιβλίο “τα φυλαχτά μου” της Κατερίνας Γεωργή
Ο θεός των ζώων
Μέρες πιο μπροστά ονειρευόταν την μέρα του πανηγυριού.
Κάθε χρόνο την περίμεναν με λαχτάρα όλα τα παιδιά αλλά φέτος γι αυτόν όλα ήταν αλλιώτικα.
Για πρώτη φορά θα φορούσε καινούργιο μακρύ παντελόνι.
Μέχρι τώρα πάντα ήταν με κοντό, και μόνο τον χειμώνα φορούσε πού και πού και κανά γκόλφ όταν έκανε πολύ κρύο.
Και ξαφνικά θα έμπαινε στον κόσμο των αντρών, αντράκι και αυτός με άσπρο πουκάμισο και μακρύ παντελόνι, και με το μαύρο αχνό χνούδι στα μάγουλα και στο πάνω χείλος του.
Τρεις πρόβες είχε κάνει στον ράφτη και τώρα τον περίμενε στην ντουλάπα κρεμασμένο για να το φορέσει ανήμερα του Αγίου Κωνσταντίνου, πολύ μεγάλη γιορτή για το χωριό του.
Χίλιες προφάσεις εύρισκε για να ανεβαίνει στην πάνω κάμαρα και να το καμαρώνει.
Η ανοιχτόκαρδη μάνα του που όλα τα καταλάβαινε και τον διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο, τον πείραζε λέγοντάς του ότι, “εκεί θα είναι βρέ δεν φεύγει ούτε πρόκειται να σου το πάρει κανείς”.
Και γέλαγαν συνομωτικά και οι δύο γιατί ήταν ίδιοι σε χαρακτήρα όταν ο σοβαρός κυρ Ηλίας τους ρώταγε τι λένε και ποιος δεν θα φύγει από το σπίτι.
‘Ηταν μεγάλη και επίσημη η γιορτή του Αγίου στις είκοσι μία Μαΐου για το χωριό του.
Μέχρι και ο δεσπότης ερχόταν, και πολύς κόσμος από άλλα χωριά, και πανηγυριώτικα πολλά είχε, και χαλβάδες, και μουσικές πολλές παίζανε.
Μέρες πιο μπροστά ήταν ανάστατο όλο το χωριό από τις προετοιμασίες.
Κατ’ αρχήν χτύπαγε η καμπάνα για να πάνε γυναίκες, όσες θέλαν και μπορούσαν, να καθαρίσουν τον Άγιο.
Μιλάμε για γενική καθαριότητα από άκρη σε άκρη, και ασπρίσματα, και ξεσκονίσματα, και σφουγγαρίσματα, και την παραμονή το πρωί οι εικόνες του Αγίου Κωσταντίνου και Ελένης στολισμένες γύρω γύρω με στεφάνια από λουλούδια.
Και οι “ποδιές” όλων των εικόνων και τα τραπεζομάντηλα στην Αγία Τράπεζα πλυμένα, κολλαρισμένα και καλοσιδερωμένα.
Τα καφενεία άνοιγαν τις κλειστές πόρτες τους και ασπριζόταν και αυτά για να φύγει η άσχημη μυρωδιά της ξυλόσομπας, της κλεισούρας και των τσιγάρων του χειμώνα.
Καθίσματα βγαίνανε στην πλατεία στον Πλάτανο και στους άλλους δρόμους και από άλλα καφενεία και στα πεζοδρόμια, που η κοινότητα είχε φροντίσει να τα ασπρίσει και αυτά με ασβέστη.
Οι δρόμοι σκουπισμένοι όλοι από τις νοικοκυρές που και αυτές με την σειρά τους ειδικά στις πιο απομακρυσμένες από το κέντρο γειτονιές άσπριζαν οι ίδιες τα πεζοδρόμια μπορεί και φράχτες σε τσιπάρια, τον αυλόγυρό τους, ακόμα και το κάτω μέρος του τοίχου του σπιτιού.
Και τα σπίτια μέσα έλαμπαν από καθαριότητα και οι ετοιμασίες για γλυκά έδιναν και έπαιρναν, ειδικά σε αυτά που είχαν εορτάζοντες.
Ρούχα καινούργια ραβόντουσαν, παπούτσια και πέδιλα είχαν παραγγελθεί και είχαν φτιαχτεί από τους τσαγκάρηδες, κεφάλια καλοκουρεύονταν, χαρτζηλίκι μαζευόταν μέρες πιο μπροστά για να αγοραστούν τα πανηγυριώτικα ή για να ξοδευτεί στον καφενέ από τους πιο μεγάλους.
Το εκκλησάκι που ήταν αρκετά μεγάλο ήταν το καμάρι του μικρού χωριού του.
Σε μια μεγάλη πλατεία ήταν χτισμένο σε βυζαντινό ρυθμό με τον στρογγυλό τρούλο του, και είχε αντικαταστήσει ένα κατά πολύ μικρότερό του με κεραμίδια, χάρη ενός ονείρου και της θέλησης του παπά- Δημήτρη Καρρά.
Το παλιό εκκλησάκι ήταν πολύ μικρό κτισμένο μέσα σε τεράστια δέντρα και η μεγάλη πλατεία γύρω του χρησιμοποιόταν πολλές φορές για γλέντια και πανηγύρια μέχρι την δύση του ηλίου γιατί μετά νύχτωνε, δεν έβλεπαν, και μεταφερόταν στους καφενέδες.
Γινόταν “χοροστάσι” σε όλες τις μεγάλες γιορτές, και από τους στρατιώτες που φεύγανε για τον πόλεμο αλλά και σε γάμους και βαφτίσια που παρακολουθούσε όλο το χωριό γύρω γύρω, και στην γιορτή του μετά την λειτουργία γινόταν και “κισκέκ”.
Το τελευταίο το είχε κάνει ο παππούς του καλύτερου του φίλου, ο Βαγγέλης Γραγουδάς εκεί γύρω στο είκοσι, γιατί μετά αυτός πέθανε, έγινε και η Μικρασιατική καταστροφή και το έθιμο σταμάτησε.
Ήταν προστάτης ο Άγιος των ανθρώπων που πηγαίναν στον πόλεμο, έτσι τουλάχιστον πίστευαν.
Χρόνια και χρόνια πολεμούσαν οι χωριανοί μας, συνέχεια, και το είχαν ανάγκη να το πιστεύουν, ειδικά τόσο καιρό στην Μικρασία, και επιθυμία τους ήταν να το ξανακάνουν πιο μεγάλο αλλά δεν είχαν τα χρηματικά “μέσα”, ώσπου ένα όνειρο του Χαράλαμπου Σάββα, και ένα του γράμμα από το Βελγικό Κογκό που βρισκόταν και στο οποίο εξιστορούσε αυτό που είδε στον παπά του χωριού, ήταν η αιτία που επισπεύσθηκε το χτίσιμο τού κατά πολύ μεγαλύτερου και ομορφότερου σημερινού ναού.
Τον άγιο είχε δει λέει στον ύπνο του που του ζητούσε να μεσολαβήσει για μια μεγάλη εκκλησία.
Έρανο όπου μπορούσε και δεν μπορούσε που λέει ο λόγος έκανε ο παπά-Δημήτρης και μετά από πολλές περιπέτειες και απογοητεύσεις κατάφερε να το χτίσει.
Τρεις μέρες πιο μπροστά έφταναν στο χωριό οι μικροπωλητάδες με τους πάγκους τους και τα πολύχρωμα παιχνίδια τους, και οι χαλβατζήδες με τα “πταρέλια” και τις “πτάρες” τις στολισμένες με τα χρωματιστά κουφετάκια τους.
Τα αραμπαδέλια και τα παγιαυλέλια, οι ανεμόμυλοι, τα τουφέκια και τα πιστόλια, οι μπάλες και οι κούκλες, τα δαχτυλιδάκια και βραχιολάκια με τις ψεύτικες χάντρες τους ήταν η χαρά και η ευτυχία των στερημένων παιδιών του χωριού.
Την ημέρα της γιορτής ανάστατο το χωριό όλο.
Ο κόσμος με τα καλά του προσκυνούσε την εικόνα και έβγαινε στην πλατεία γιατί μέσα στην εκκλησία ήταν το αδιαχώρητο, με τους πρωτοσύγκελους και τον δεσπότη και άλλους παπάδες από τον Πολυχνίτο, και ξένοι από τα διπλανά χωριά αλλά και από την Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού, είχαν καταφτάσει από το πρωΐ.
Και γινόταν περιφορά της εικόνας στο χωριό και όταν τέλειωνε η λειτουργία καθόταν για καφέ στον Πλάτανο και σε όλους τους άλλους καφενέδες πολύς κόσμος, και μετά οι γυναίκες φεύγανε να αποτελειώσουν το καλό φαγητό που είχαν μισοετοιμάσει από πριν, ξυπνώντας από τα χαράματα, και μοσχομύριζε όλο το χωριό, και τα παιδιά τρέχαν στους δρόμους και χαλούσαν τον κόσμο με τα παιχνίδια τους, τις χαρούμενες φωνές τους, τις σφυρίχτρες και τα παγιαυλέλια τους.
Εκείνος, όλες τις προηγούμενες μέρες ζούσε μέσα σε ένα όνειρο.
Είχε μάθει ότι θα ερχόταν η Ανθούλα για να προσκυνήσει στον άγιο, συμμαθήτριά του στο γυμνάσιο από άλλο χωριό που του άρεσε πολύ αλλά ποτέ δεν τόλμησε να της το πει, και θα τον έβλεπε και με το καινούργιο μακρύ παντελόνι του.
Από βραδύς είχε κάνει όλες τις δουλειές που του είχε πει ο πατέρας του συν ότι είχε βοηθήσει και στο καφενείο.
Και είχε πάρει την άδεια ανήμερα να είναι εντελώς ελεύθερος, εκτός από το πότισμα του γάϊδαρού τους το πρωί και το απόγευμα επειδή δεν έπινε μπαγιάτικο νερό αλλά το ήθελε φρέσκο εκείνη την ώρα “ανασερμένο” από το πηγάδι, και του γινόταν η χάρη, γιατί όπως έλεγε ο κυρ Ηλίας “ο θεός των ζώων παιδί μου είναι ο άνθρωπος”.
Θύμωνε και δυνασχετούσε με τον γάιδαρο και με τον πατέρα του αλλά δεν τολμούσε να φέρει και αντίρηση γιατί ο πατέρας του είχε τις αρχές του και δεν έκανε βήμα πίσω σε αυτό που πίστευε.
Από βραδύς είχε πάει, και θα πήγαινε και το πρωί νωρίς νωρίς για να είναι ελεύθερος όλη την ημέρα.
Η μαμά του η κυρά Μαρία είχε σηκωθεί από τα χαράματα για τις προετοιμασίες των μεζέδων για το καφενείο.
Κοκκινιστό με πατάτες, γιαλαντζί ντολμαδάκια, κεφτέδες και πατατοκεφτέδες, να κόψει τυριά, να πλύνει μαρούλια και μυρίσια για τις σαλάτες και ξέχασε να τον ξυπνήσει έγκαιρα για να σηκωθεί.
Όταν το θυμήθηκε και τον φώναξε να ξυπνήσει είχε περάσει η ώρα και είχε να πάει και στον γάιδαρο.
Πρωινές ώρες τον είχε πάρει ο ύπνος από την λαχτάρα του για την αυριανή μέρα, και τον έκοψε πάνω σε ένα όμορφο όνειρο που ήταν λέει με την Ανθούλα, και της έλεγε πόσο την αγαπούσε, και το καλύτερο ότι του έλεγε και εκείνη ότι τον αγαπά, και εκεί που ετοιμαζόταν να την φιλήσει, άκουσε την φωνή της μάνας του.
Πετάχτηκε επάνω και ούτε πλύθηκε ούτε έφαγε, μόνο άρπαξε ένα παξιμάδι, φόρεσε τις ελβιέλες του, και τα “πόδια του στον κώλο” που λένε.
Όταν είχε απομακρυνθεί λίγο από το χωριό άκουσε την καμπάνα που χτυπούσε.
Στάθηκε και με αγωνία περίμενενε να σταματήσει για να μετρήσει τους τελευταίους διακεκομμένους χτύπους της που δήλωναν ποια καμπάνα ήταν, και πόσο είχε προχωρήσει η λειτουργία.
Ντάν, ντάν, ντάν, αμάν, η τρίτη καμπάνα.
Αν πήγαινε μέχρι το γάιδαρο πάει τελείωσε θα έχανε και την περιφορά και την Ανθούλα και όλα.
Και έκανε το αδιανόητο. Έκανε στροφή και γύρισε πίσω.
Σε όλο το δρόμο σκεφτόταν και τι έγινε δηλαδή, τι θα πάθαινε ο γάιδαρος αν έμενε και λίγες ώρες ακόμα χωρίς νερό, θα πήγαινε νωρίς το απόγευμα μπορεί και μόλις έτρωγαν και θα τον πότιζε και κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα.
Τρέχοντας μπήκε σπίτι, η μάνα του είδηση δεν πήρε, πλύθηκε γρήγορα, ντύθηκε, έβαλε “μπριγιόλ” μπας και στρώσει η “μπόλκα” αλλά εις μάτην, καρφιά μέναν τα μαλλιά του με την σκληρή τρίχα και κοκοράκι δεν γινόταν με τίποτα, και βγήκε έξω.
Επειδή είχε μια ανησυχία σαν κάτι να τον έτρωγε και ενοχές είπε να περάσει πρώτα μια ματιά από το καφενείο να ρωτήσει δήθεν αν τον χρειαζόταν τίποτα ο πατέρας του.
Συννεφιασμένο τον είδε αλλά έτσι ήταν από φυσικού του δεν έμοιαζε στην μάνα του που ήταν γλυκομίλητη και πάντα γελούσε και είχε τον καλό τον λόγο στο στόμα της πάντα για κείνον.
Πλησιάζει και πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του τον ρωτάει ο πατέρας του:
-Πήγες παιδί μου στον γάιδαρο;
-Ναι πήγα, τι δεν πήγα;
-Και τον πότισες;
-Μα ρωτάς πατέρα; Βέβαια και τον πότισα.
-Είσαι σίγουρος ε;
Πριν καλό προλάβει να πει το ναι γιατί μολονότι κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά δεν μπορούσε πια να κάνει και πίσω, έπεσε η πρώτη χαστουκιά.
Γιατί όλα και όλα ο κυρ Ηλίας ήταν ίσιος άνθρωπος και το ψέμα και την κοροϊδία δεν τα σήκωνε με τίποτα.
Και χωρίς καμιά άλλη εξήγηση τού έριξε τον κεραυνό στο κεφάλι:
-Γρήγορα στο σπίτι και να μην ξαναβγείς μέχρι αύριο!
Αμ δεν άνοιγε η γη να τον καταπιεί καλύτερα εκείνη τη στιγμή που ένοιωσε να χάνονται τα αντριλίκια και τα καμαρώματα και να ξαναγίνεται σαν μωρό που το βάζουν τιμωρία γιατί έσπασε το βάζο με το γλυκό και είπε και ψέματα ότι το έσπασε η γάτα;
Και γύρισε ο καυμενούλης στο σπίτι και ανέβηκε στο δωμάτιο επάνω και έπεσε στο κρεββάτι και έκλαψε με μαύρο δάκρυ για το πανηγύρι που έχασε και για την Ανθούλα που δεν ήταν τυχερό να τον καμαρώσει με το μακρύ παντελόνι.
Διότι ο γάιδαρος και αίτιος της καταδίκης του μετά που έφυγε από βραδύς που τον είχε ποτίσει, είδε μια γαϊδουρίτσα στο δρόμο “αμολαρτή”, από κάπου είχε φύγει, και θέλοντας να την ακολουθήσει προφανώς με πονηρό σκοπό, έριξε κάτω ένα χαλαρό “μπάλο” της περίφραξης και βγήκε έξω.
Εκεί κάπου τους πήρε είδηση από τα γκαρίσματα και την φασαρία ο μπεξής της περιοχής, τους συνέλαβε και τους πήγε στο σπίτι του μέχρι να ειδοποιήση τους ιδιοκτήτες τους να πάνε να τους πάρουν διότι του ήταν “γνωστές και μη εξαιρετέες” από άλλες φορές οι φυσιογνωμίες τους μια και οι δύο ήταν ζωηροί και ερωτιάρηδες.
Και ο κύριος Ηλίας ήταν ήδη ενημερωμένος το πρωί που πήγε στο καφενείο το αντράκι μας, για το συμβάν και πότε συνέβη.
Απλά ο μπεξής από βραδύς είχε γυρίσει αργά στο σπίτι του και έδωσε μόνο τον άλλο γάιδαρο στον ιδιοκτήτη του γιατί το σπίτι του ήταν μακρυά από το δικό τους και ήταν κουρασμένος.
Άλλως τε ήταν και φίλος με τον πατέρα του και τον κράτησε μια και ήξερε ότι είχαν πολλές δουλειές ανήμερα του πανηγυριού με το καφενείο.
Και έμεινε μέσα ο καυμενούλης και τίποτα δεν τον παρηγορούσε, ούτε τα γλυκά λόγια της μάνας του που τον συμπαραστεκόταν και υπέφερε παρ’ όλες τις δουλειές της και αυτή μαζί του, και όλο τον αναγόρευε έτσι που καθόταν μόνος του επάνω, και ούτε που έφαγε τίποτα από όλους τους όμορφους μεζέδες που γέμιζαν όλη τη γειτονιά με τις γαργαλιστικές μυρουδιές τους.
Και άκουγε την φασαρία του κόσμου και τις μουσικές, και ήρθαν και οι φίλοι του και τον έψαχναν, αλλά η μάνα του για να μην τον ντροπιάσει είπε ότι ήταν άρρωστος όλο το βράδυ με εμετούς και τέτοια, και τώρα κοιμόταν και δεν θα έβγαινε έξω.
Και αυτός να μην την θέλει την ζωή του.
Και να σκέφτεται συνέχεια, καλά ο Θεός των ζώων είναι ο άνθρωπος, των μικρών αγοριών σαν αυτόν που μπαίνουν στην εφηβεία ποιος είναι, που συνομώτησαν εναντίον του Θεοί και δαίμονες για να του καταστρέψουν την χαρά, την πρώτη φορά που θα έμπαινε αντράκι και αυτός στον κόσμο των μεγάλων;