Ο Βασίλης μας εντυπωσιάζει!

Ο Βασίλης Ψαριανός, ως γνωστόν, αρθρογραφεί στο Emprosnet.gr. Το τελευταίο άρθρο του έχει τίτλο: Καφενεία: «οι μικρές Βουλές» Στο άρθρο του αυτό (που μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο εδώ) κάνει μια ιστορική αναδρομή στα καφενεία και στον καφέ. Στο δεύτερο μέρος αναφέρεται στα καφενεία του χωριού του, χωρίς να αναφέρει το όνομά του. Αυτό που μας εντυπωσιάζει είναι η λεπτομέρεια και η ζωντάνια της αφήγησης! Λες και ήταν χτες! Το παραθέτουμε.

Στα καφενεία του χωριού μου 

Θυμάμαι, τους δώδεκα καφενέδες στο χωριό μου, τότε, που ο πληθυσμός του ήταν, ακόμα, γύρω στους 1500 κατοίκους. 

Στον κεντρικό δρόμο, το Τσιαρσί, οχτώ καφενεία και τέσσερα απόκεντρα, στις συνοικίες, που έσφυζαν από ζωή. 

Προσπαθώ να βρω τους παλιούς μου φίλους στα καφενεία που σύχναζαν. Μυρίζω στον αγέρα τα τηγανητά χαψιά που μόλις τηγάνισε ο καφετζής για να προσελκύσει τους μερακλήδες του ρακιού και του ψαρομεζέ. 

Χειμωνιάτικος ο καιρός. Ξεροβόρι! Και ο μεγάλος καφενές κατάκλειστος, με τα τζάμια θολά από τα ντουμάνια των καπνιστών και τα χνώτα των θαμώνων. Το μπουρί της σόμπας σαν φουγάρο βαποριού, βγάζει μαύρο σύννεφο και στάζει μαύρο κατράμι. 

Ακούω να γαυριάζει σαν μελίσσι στο κουβάνι το ανθρώπινο σμάρι μέσα στον καφενέ. 

Μπαίνω. 

Ντόπιοι, νοικοκυραίοι και ξωμάχοι, μεροκαματιάρηδες, «ραβδιστάδες» και «κισιμτζήδες»∙ και κάποιοι ξενομερίτες, περαστικοί, γυρολόγοι, μικρέμποροι και τσαμπάσηδες. Γνωστοί οι χωριανοί θαμώνες: «ρακοφτίνες» και χαρτοπαίχτες, ξέμπαρκοι ναυτικοί, «μπασκιτζήδες», «χαμάληδες» και αραμπατζήδες, που δουλεύουν την «μαξουλοχρονιά» στα λιοτριβειά, οικογενειάρχες, βιοπαλαιστές και απόμαχοι, «μαγκούφηδες», αργόσχολοι, «τοκιστές και σουλατσαδόροι», κομματάρχες και παρατρεχάμενοι των αφεντάδων. 

Κάθε καρυδιάς καρύδι και στην πρώτη θέση, μπροστά στο τεζιάκι, ο φίλος μου, ο δάσκαλος, παρέα με τον παππά…ευλογούν το ρακί της νέας εσοδείας, από ντόπιο ρακοκάζανο, που το ευωδιάζει η λισβοριανή γλυκάνισο. 

Πάνω στο τεζιάκι η μεγάλη μπουκάλα με το χύμα ρακί και το μπουκάλι με το «χουρχούλι» που έχυνε ο καφετζής στα ρακοπότηρα∙ η γυάλα με τα συριανά λουκούμια, το χιώτικο γλυκό κουταλιού περγαμόντο, η βανίλια, το λαχταριστό «υποβρύχιο» των παιδικών μας χρόνων, που μας κέρναγε ο πατέρας, τα μεσημέρια της Κυριακής, όταν μας έστελνε η μάνα να τον «φωνάξουμε», γιατί «το φαγητό είναι έτοιμο, για να φάμε». 

Πίσω από το τεζιάκι ο καφετζής με την άσπρη ποδιά, να ετοιμάζει τα πιατάκια με τον μεζέ, παστή σαρδέλα Καλλονής, ντόπιες ρουπάδες, τηγανητό χαψί και τουρσί, καυτερή πιπεριά. 

Στον τοίχο, πίσω από το τεζιάκι, ζεστή η χόβολη στο τζάκι και τα χαλκωματένια μπρίκια, κρεμασμένα αράδα στο καρφί, έτοιμα για τον «πολλά βαρύ» του θεριακλή. Και, πάνω στο περβάζι, η μεγάλη, πλουμιστή καφετιέρα, χωρισμένη, μέσα, στα δυο, ένα για τον καφέ και το άλλο για την ζάχαρη. 

Στον μέσα τοίχο, κρεμασμένο το μεγάλο κάδρο με την φωτογραφία των « πρωτινών» βρακάδων, των χωριανών παππούδων μας, που ζούσαν, ακόμα, στην δεκαετία του 50: ντυμένοι τα κυριακάτικά τους, με τα σαλβάρια, τα τσόχινα γιλέκα, το μάλλινο ζωνάρι και το καλπάκι στην κεφαλή, στέκουν όρθιοι και περήφανοι για την ηρωική γενιά τους, μπροστά στον φωτογραφικό φακό που τους απαθανατίζει. 

-Καλώς όρισες, ξένε! 

-Καλώς σας βρήκα, χωριανοί! 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.