Από τη Ρούλα Ζυγούρη
Στη μνήμη του αγαπημένου μου φίλου Γιώργου Βερβάτη
Σε γνώρισα γύρω στο 1979 -1981. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Εκείνο όμως που θυμάμαι με απόλυτη ακρίβεια είναι το πώς «δέσαμε» μεταξύ μας από την πρώτη στιγμή. Όταν πήρα το πτυχίο και κατέβηκα στην Αθήνα με πήρες «υπό την προστασία σου» για να μη μένω μόνη και μελαγχολώ, αφού ο Κωστής σπούδαζε ακόμα στη Θεσσαλονίκη. Ετσι, μαζί μ’εσένα, την Σαπφώ, την Γιώτα, αποτελέσαμε τον κύριο κορμό μιας παρέας, που κάθε φορά είχε και διαφορετική σύνθεση, ανάλογα με τους κοινούς μας φίλους που είτε κατέβαιναν από τη Θεσσαλονίκη, είτε έρχονταν από το χωριό. Με πόση νοσταλγία θυμάμαι τις Σαββατιάτικες νυκτερινές εξορμήσεις μας πότε στον «Περγιάλη» στο Γαλάτσι, πότε στη «Συντροφιά» στη Νίκαια και πότε στα κουτούκια της Καισσαριανής, όταν μπροστά σ’ ένα ποτήρι κρασί και με λίγα μεζεδάκια , διηγούμασταν τις ιστορίες μας, σχεδιάζαμε το μέλλον μας, ονειρευόμασταν ένα καλύτερο κόσμο και πως θα βάζαμε και εμείς το μικρό μας λιθαράκι, ώστε να να πραγματοποιηθεί το όνειρό μας αυτό. Θυμάμαι ακόμα, να σε παρακαλώ να πάρεις την κιθάρα σου και να μας τραγουδήσεις με την θαυμάσια φωνή σου και εσύ σχεδόν ποτέ να μη μου χαλάς το χατίρι.
Στα χρόνια που πέρασαν, στα αλησμόνητα καλοκαίρια που περάσαμε μαζί, άκουσα από εσένα τόσες εύθυμες ιστορίες , γέλασα τόσο πολύ με τις περίφημες ατάκες σου, έμαθα μέσα από τις διηγήσεις σου για ανθρώπους του χωριού, που δεν πρόλαβα να γνωρίσω και τους αναπαρίστανες με τόσο εύστοχο τρόπο που κάθε φορά ξεκαρδιζόμουν στα γέλια σαν να τις άκουγα για πρώτη φορά, όπως τον αείμνηστο Νικόλα Καρέτα και την παροιμιώδη απάντηση του προς την γυναίκα του όταν τον ρωτούσε – το καλοκαίρι του 1975 νομίζω – κάθε ημέρα γιατί χτυπούσαν οι καμπάνες και εκείνος κάθε μέρα της έλεγε όταν κάπου στα Βατερά είχε πάρει φωτιά, ώσπου μια μέρα βαρέθηκε πια και της απάντησε «πήραμε το Τεπελένι, το Πόγραδετς και την Κορυτσά» Είχα γελάσει τότε τόσο πολύ, που κάθε φορά σε έβαζα να μου το διηγηθείς πάλι και πάλι Για όλα αυτά τα γέλια, όλη αυτή την χαρά, όλη αυτή την ξενοιασιά, την αγάπη, την εκτίμηση Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ.
Να ξέρεις θα μου λείψεις πολύ, όπως και σ’ όλη την παρέα μας. Αχ Γιώργο μου καλέ με ποιόν θα τραγουδάω τώρα το «Σαββατόβραδο» που τόσο άρεσε και στους δυό μας;
Καλό ταξίδι αγαπημένε μου φίλε. Ο Θεός να αναπαύει την ψυχούλα σου και να δίνει παρηγοριά στον αδελφό σου και στα ανήψια σου. Θα ζεις πάντα στην καρδιά όλων εμάς, των φίλων σου.
Η πάντα φίλη σου
Ρούλα