Από το ημερολόγιο του Γιάννη Γεωργέλλη
Έβλεπον από μέσα από το μικρόν μου απρι, το οποίον είχον σκάψει ιδίας χείρας,και εκοιμώμην μόνος μου τα πουλάκια τα οποία επιτόπου αριστερά δεξιά χωρίς να τρομάζουν από τους σφοδρούς κανονιοβολισμούς διότι φαίνεται και αυτά είχον συνηθίσει όπως και εγώ να κάθομαι μόνος μου και να βλέπω έξωθεν τον ακτινοβόλον ήλιον να ζωογονεί διάφορα άγρια λουλούδια που είχον ξεφύγει ταις κανονιές. Η μόνη δε συντροφιά ήταν να ακούω να ομιλούν παραπλεύρως οι συνάδελφοι μου και κάπου τους έλεγα «τι κάνετε ρε παιδιά».
Επίσης εις το μικρόν μου απρί άρχισαν να φαίνονται και νέοι σύντροφοι, κάτι μύρμηγκες οι οποίοι είχον εξέλθει και αυτοί από το βάθος της γης, όπως και εγώ εισήλθον εις το βάθος της γης και άρχισαν να κουβαλούν κάτι κόκκους σίτου οι οποίοι είχον μαδήσει από τους στάχεις των καλαμιών τους οποίους είχον περισυλλέξει την νύκταν από τους αγρούς για να κοιμάμαι επάνω εις αυτά.
Επομένως την μεν ημέραν οι σύντροφοί μου ήσαν τα πουλιά και μύρμηγκες και το σακκίδιον μου, την δε νύκταν μόλις θα ήρχετο η ώρα οκτώ (8) τότε ήθελον εξέλθει όλοι από τα απρί και έτρεχον εις τα χαρακώματα σαν τους σάλιακας οι οποίοι εξέρχονται στον ήλιον έτσι και εμείς εξερχόμεθα την νύκταν διότι δεν εγενόμεθα αντιληπτοί παρά του εχθρού και άλλοι έτρεχον εις τα μαγειρεία δια να φέρουν το συσσίτιον και άλλοι εις τον ποταμόν δια να φέρουν νερόν και άλλοι έτρεχον να ανταμώουν κανέν φίλον τον οποίον είχον να ιδή επί 24 ώρας. Αφού εγένετο η διανομή του συσσιτίου κατά τας 12 τα μεσάνυκτα μας έπαιρναν Γάλλοι αξιωματικοί και στρατιώτες και επηγαίναμεν άλλοι μενέσκαπτον και άλλοι έδενον συρματοπλέγματα έως της 3ης ώρας. Μετά μας πέρναν και επιστρέφαμεν οπίσω διότι εξημέρωνεν και εκρυβόμασταν πάλι εις τα απρί ένθα εχάναμεν τους φίλους και είχαμεν να κανομεν πάλι με πουλιά και με μέρμηγκες.