Σαν αύριο η 35η επέτειος από το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ.
Οι απαγορευμένες φράουλες
Πλησίαζε το Πάσχα του 1986 που θα πηγαίναμε για δεκαπενθήμερες διακοπές στο χωριό μας στην Μυτιλήνη.
Ήδη στα μαγαζιά είχαν βγει τα πρώτα πρώιμα ανοιξιάτικα φρούτα μαζί και οι φράουλες που ήταν η μεγάλη αδυναμία της μικρής μου κόρης της Ειρήνης.
Το Ρηνιώ μας όπως τη λέγαμε χαϊδευτικά.
Μεγάλη αδυναμία το Ρηνιώ μας στις φράουλες, μεγάλη αδυναμία εμείς στα παιδιά μας αλλά υπήρχε και η διαπαιδαγώγηση.
Φρούτα και λαχανικά είχαμε συμφωνήσει ότι δεν θα παίρναμε εκτός εποχής όσο και αν μας άρεσαν.
Αφ’ ενός γιατί ήταν από θερμοκήπια και αφ’ ετέρου γιατί τα πληρώναμε σε υψηλές τιμές.
Και πήγαινε η κορούλα μας στη φιλενάδα της την Αριστέα και ζήλευε τις φράουλες που υπήρχαν από καιρό στο ψυγείο τους.
Γιατί ο μπαμπάς της Αριστέας ήταν ναυτικός σε καράβια που πήγαιναν σε μακρυνά ταξίδια και η μαμά τους για να αντικαταστήσει λίγο την έλλειψη του πατέρα δεν χαλούσε χατήρι στα παιδιά σε ότι της ζητούσαν.
Πάντα γεμάτο το ψυγείο με διάφορες λιχουδιές και στην προκειμένη περίπτωση οι φράουλες πρώτη θέση πίστα.
Και ανέβαινε στο σπίτι πάντα παραπονεμένη και θυμωμένη η κόρη μας που, γιατί η Αριστέα είχαν πάντα τόσα πράγματα και τώρα και φράουλες που εμείς δεν της τις παίρναμε ενώ της άρεσαν τόσο πολύ, και σιγά που θα φτωχαίναμε πια με λίγα λεφτά παραπάνω που θα πληρώναμε ενώ παίρνουμε ένα σωρό άλλα άχρηστα πράγματα, και εμείς τίποτα, ανένδοτοι.
-Θα πάρουμε αργότερα όταν φτηνύνουν Ειρήνη. Όπως συμφωνήσαμε. Είναι ακόμα εκτός εποχής.
Και νά μούτρα το Ρηνιώ, και νά τα ματάκια της να λάμπουν από δάκρυα που δεν τα άφηνε όμως να κυλήσουν γιατί ήταν και εγωίστρια, και εμείς οι «άκαρδοι», δικός της ο χαρακτηρισμός, γονείς ανένδοτοι, γιατί η διαπαιδαγώγηση, διαπαιδαγώγηση όπως προείπαμε.
Οι ετοιμασίες για το ταξίδι μέρες πιο μπροστά αφ’ ενός για το τι θα πάρουμε μαζί μας μια και η εποχή ήθελε χειμερινά και καλοκαιρινά, αλλά και να ψωνίσουμε καινούργια «καλά» ρούχα και παπούτσια για τις εμφανίσεις τις επίσημες στο χωριό μια και είχαμε και την Πελαγία που μας ήθελε καλοντυμένους και αξιοπρεπείς στον τόπο μας, ειδικά στην εκκλησία.
Σε όλους είμαστε γνωστοί, οι οποίοι όλοι, μας αξιολογούσαν καθημερινώς σε ότι αφορά συμπεριφορά αλλά και ανάλογα με την εξωτερική μας εμφάνιση, αυτό βέβαια κατά την γνώμη της, και μάλιστα με αυστηρά κριτήρια αφού ετύγχανε να είμαστε τέκνα αξιοπρεπών οικογενειών, πρωτευουσιάνοι και μορφωμένοι, πάλι κατά την γνώμη της.
Οι εκκλησιασμοί δε καθημερινοί και εμείς έπρεπε να συμμορφωθούμε «κατά τας υποδείξεις», αν θέλαμε να περάσουμε καλά, χωρίς προστριβές και γκρίνιες μέρες που ήταν.
Θυμάμαι μια χρονιά που φιλοξενούσα κόσμο και είχα αφήσει το καλό φουστάνι στην ντουλάπα να το πάρω τελευταία στιγμή μην «κουρελιαστεί» στην βαλίτσα, και μέσα στον χαμό της φιλοξενίας και των ετοιμασιών το ξέχασα. Το θυμήθηκα όταν είχαμε κάνει την μισή διαδρομή για το λιμάνι και γυρίσαμε άρον-άρον πίσω να το πάρουμε με κίνδυνο να χάσουμε το καράβι. Και ο σύζυγος να απειλεί ότι άλλο Πάσχα δεν κατεβαίνει στο χωριό αλλά θα πηγαίνουμε σε άλλα μέρη που κανείς δεν μας ξέρει και θα κυκλοφορούμε μόνο με ένα μπλουζάκι και τζιν.
Αλλά και δώρα έπρεπε να παρθούν για φίλους, γείτονες και συγγενείς, λαμπάδες, φαναράκια, τσουρέκια και αυγά σοκολατένια σύμφωνα με τα «ειωθότα» των ημερών.
Γλυκά και κουλουράκια τα έφτιαχνε πάντα η μαμά μου με τα χεράκια της.
Και ήρθε η μέρα που φορτώσαμε το αυτοκίνητο και αναχωρήσαμε για το χωριό μέσα στην καλή χαρά συν γυναιξί και τέκνοις.
Το σπίτι όμορφο και περιποιημένο, μας περίμεναν άλλως τε με λαχτάρα ειδικά τα εγγόνια τους οι παππούδες, και γέλια και χαρές, μόνο ένα μικρό πρόβλημα προσαρμογής είχαμε στην αρχή, όσον αφορά το κρύο στα υπνοδωμάτια.
Θέρμανση υπήρχε μόνο στην κουζίνα από το τζάκι, και θυμηθήκαμε πάλι την Ειρήνη που στα τέσσερα της που είχαμε ξαναπάει και την βάλαμε για ύπνο το μεσημέρι, πετάχτηκε επάνω αγανακτισμένη, έτσι «τζόρας» που ήταν από μικρή, αναφωνώντας με θυμό και αγανάκτηση: – Ποιος βλάκας μωρέ έβρεξε τα σεντόνια;
Αργά ήταν το Πάσχα εκείνη την χρονιά 4 του Μάη, και ο καιρός ευτυχώς γλυκύτατος.
Σάββατο στις 26 φύγαμε από Αθήνα και Κυριακή στις 27 φτάσαμε.
Από την πρώτη μέρα ξεκινήσαμε τις εκδρομές, στα Βατερά, στην παχιά άμμο και στο Συχωρεμένο, που κατά τον σύζυγο και τα παιδιά ήταν καταπληκτική περιοχή, με υπέροχη θέα, του είχαν δε μεγάλη αδυναμία και το επισκεπτόταν τακτικά κάθε φορά που ερχόμαστε στην Μυτιλήνη.
Κάτι σαν περιπέτεια το έβλεπαν κάτι σαν αναζήτηση του χαμένου θησαυρού.
Εγώ προσωπική άποψη δεν είχα, γιατί όπως θα καταλάβατε δεν έκανα το τόλμημα να ανέβω από τους γκρεμούς τόση ανηφόρα, δεν τό ‘χω με την αναρρίχηση, και τους περίμενα στην ακροθαλασσιά που ήταν δική μου αδυναμία και βολική ως προς την προσβασιμότητα.
Αλλά και όλες τις επόμενες μέρες τρέχαμε στον άγιο Φωκά, στον προφήτη Ηλία και στον Παλιόπυργο, και τρώγαμε στον γυρισμό τα ψαράκια μας, τους πατατοκεφτέδες αλλά και τα νηστίσιμα γιαλαντζί ντολμαδάκια, τα μαρουλάκια μας, τις ρόκες και τα κρεμμυδάκια μας με τα όσπρια μας, τα πάντα ετοιμασμένα από τα χεράκια της μάνας μου, που σκοτωνόταν να μας περιποιηθεί και περνούσαμε ζωή χαρισάμενη και χαλαρώναμε μετά από τα ζόρια της ζωής στην πόλη.
Όλη μέρα γυρνάγαμε στην ύπαιθρο και τα βράδια ανελλιπώς εκκλησιασμός με συγκεντρώσεις εν συνεχεία στα σπίτια φίλων.
Ειδικά στο εξοχικό σπίτι στα Βατερά του Βασίλη και της Ματούλας με ποτό και ξηρούς καρπούς, με ατέλειωτες συζητήσεις, με ιστορίες, ανέκδοτα, γέλια αλλά και κόντρες και καυγάδες. Για χιλιάδες θέματα αλλά ιδιαίτερα για τα πολιτικά.
Το τζάκι αναμμένο στην κουζίνα που μαζευόμαστε, οι τοίχοι ασοβάντιστοι ακόμα, και τα τσιγάρα τα σβήναμε στις τρύπες που είχαν τα τούβλα. Έτσι για την πλάκα μας. Οι φίλοι πολλοί και μπορεί μερικές χρονιές να μην ερχόμαστε όλοι μαζί οι «ξένοι», αλλά πάντα υπήρχαν οι μόνιμοι στην Μυτιλήνη και παρέα υπήρχε σίγουρη.
Ήμουν εγώ και ο άντρας μου που όταν θύμωνα του έλεγα,- δε σ’ αντέχου άλλου θα σι χουρίσου-,και ο Βασίλης όποτε συναντιόμαστε με ρώταγε με δήθεν συνωμοτικό ύφος, -τι γίντσι ακόμα δε τουν χώρσις αδιρφούλα-, η Μαρία που επειδή ήταν δικηγορίνα στην πόλη της Μυτιλήνης συνήθιζε να μιλάει «ελληνικά» και κάποτε της ξέφυγε και είπε, -έξω βρέχει με το σοτζίμι-,(σουτζίμ στα Βρισαγώτικα) και έγινε ο κακός χαμός από τα γέλια, ο Μανώλης που πάντα έλεγε, – βρε παιδιά σιγά σιγά να οργανωθούμε πρώτα-, από ένα σόκιν ανέκδοτο που ξέραμε, η Μαρία και ο Γιώργος που μια φορά της «μπήκε» εκείνος για φυσικομαθηματικά θέματα και αυτή του είπε κοιτώντας τον με σαρδόνιο χαμόγελο, -άμα πάμι στου σπίτ’ θα σι τακτουποιήσου-, και το πήραμε και οι υπόλοιπες από τότε και το λέγαμε στους άντρες μας σε κάθε ευκαιρία, το άλλο ζευγάρι, πάλι Μαρία και Γιώργος που όταν συζητάγαμε πώς θα αφήσουμε τα παιδιά πάλι το βράδυ για να βγούμε, άρχισαν να γκρινιάζουν οι γονείς, έλεγε με ένα τεράστιο χαμόγελο, -ιγώ δεν έχου κανένα πρόβλημα-, και ας ήταν τα μικρότερα της παρέας και ας μην είχε κανένα να της τα κρατήσει, ήταν η Κική και ο Μενέλαος που κάποτε όταν κάποιος του είπε ότι έχει γυναίκα που δεν γκρινιάζει του απάντησε, -έτσι νομίζεις κουμπάρε-, ήταν και οι «οικοδεσπότες» που είχαν τότε τον Φώτη μικρό και που όταν νευρίαζε και έκλαιγε ο άντρας μου τον έλεγε Μεγαλέξανδρο και αυτός γινόταν εκτός εαυτού γιατί καθόλου δεν του άρεσε, και το πήρε και ο Βασίλης και όταν θύμωνε μαζί του η Ματούλα και του έβαζε τις φωνές έσκυβε κρυφά στο αφτί του άνδρα μου και του έλεγε, -Μεγαλέξανδρους τσι η Ματούλα κμπαρέλιμ, γιατί εκείνη ήταν Μακεδόνισσα.
Είμαστε όλοι εμείς νέοι και ωραίοι που διασκεδάζαμε με μικρά και ασήμαντα για άλλους πράγματα, που ήταν αστεία μόνο για εμάς τους μυημένους και γελούσαμε με το τίποτα και σαρκαζόμαστε και αγαπιόμαστε, και θυμόμαστε ιστορίες από τα παιδικά και φοιτητικά μας χρόνια, τους παλιούς μας έρωτες και άλλων, εμείς που κριτικάραμε τους γονείς μας παρ’ όλο που η μάνα μου έλεγε πάντα, τα «εν οίκω μη εν δήμω» παιδί μου, αλλά και τις νοοτροπίες του χωριού.
Την Μεγάλη Παρασκευή μετά την εκκλησία εκδράμαμε όλοι για Σκάλα μαζί με τα παιδιά μας. Τα παιδιά μας που το μικρότερο είχε διαφορά ηλικίας με το μεγαλύτερο αρκετά χρόνια αλλά τα βρίσκαν μεταξύ τους γιατί μεγάλωσαν όλα μαζί, και έζησαν χαρές, απέκτησαν αναμνήσεις από τις διακοπές σε αυτό το χωριό και περνούσαν όμορφα με τις πλάκες και την τρελοπαρέα των γονιών τους.
Μέχρι τις δώδεκα νηστεία, Μεγάλη Παρασκευή βλέπεις, χωρίς προσευχή βέβαια αφού αυτήν την είχαμε εξαντλήσει τόσες μέρες στις ακολουθίες, και μόλις πήγαινε δώδεκα αφού πλέον γνωρίζαμε ότι αναστήθηκε ο Χριστός ανεξάρτητα αν δεν είχε «ανακοινωθεί επισήμως» από τους παπάδες, άρχιζαν να έρχονται τα ούζα, τα ψάρια, οι πατάτες και τα τυριά, ακόμα και κρέατα ειδικά για τους μικρούς που δεν έτρεφαν ιδιαίτερη αδυναμία στα ψαρικά, η μουσική, το τραγούδι, και οι χοροί. Γλέντι τρελό, χαρά και ανεμελιά.
Δεν θυμάμαι αν ήταν αυτή τη χρονιά, γιατί αυτό το κάναμε επί σειρά ετών, που ο Μανώλης φιλοξενούσε κάποιους Γερμανούς. Τους είχαμε μαζί μας και οι άνθρωποι λοξοκοιταζόταν μεταξύ τους ενθουσιασμένοι από το πλήθος των εδεσμάτων και το τρελό κέφι και το αποκορύφωμα ήταν όταν δεν τους αφήσαμε να συμμετάσχουν στον λογαριασμό. Με ανοιχτό το στόμα έμειναν γνωρίζοντας από κοντά την τρέλα την διασκέδαση και την φιλοξενία των Ελλήνων.
Το μεγάλο Σάββατο ήρθαν από την Μυτιλήνη επίσκεψη η ξαδέρφη μου η Μαρία με τον άντρα της και τα παιδιά τους.
Εκείνος ήταν με μετάθεση από Αθήνα, στρατιωτικός διοικητής στο νησί και είχε μετακομίσει μαζί του και η οικογένεια.
Μέσα σε όλα που συζητήσαμε μας είπε εμπιστευτικά και αρκετά προβληματισμένος, για ένα περίεργο γεγονός, δηλαδή ότι τους ζητήθηκε από το Πεντάγωνο να στείλουν δείγματα από διάφορα άγρια και ήμερα φυτά της Λέσβου στην Αθήνα, άγνωστο ακριβώς γιατί, και περίμεναν για τα αποτελέσματα, αν και κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες κάτι για ραδιενέργεια, στις οποίες φήμες όμως δεν μπορούσαμε να δώσουμε βάση αφού δεν υπήρχε επίσημη ενημέρωση. Μέχρι εκεί. Δεν προχώρησε σε λεπτομέρειες αλλά υποσχέθηκε να μας ενημερώσει αν μάθαινε κάτι πιο θετικό.
Φυσικά απορήσαμε αλλά δεν το αξιολογήσαμε κιόλας έτσι που είμαστε μέσα στην καλή χαρά και εντελώς ανυποψίαστοι.
Ο καιρός όπως είπαμε θαυμάσιος, οι εκδρομές οι βόλτες και οι συγκεντρώσεις συνεχίστηκαν καθώς και οι εκκλησιασμοί και οι περιποιήσεις από τους γονείς, και ξημέρωσε η Λαμπροδευτέρα και «ψωμισμένοι» με τα κεφτεδάκια, τα ντολμαδάκια, τα αυγά και τα τυριά μας, τα αγγούρια, τα μαρουλόφυλλα και τα γλυκά μας, που γιορτάζαμε κιόλας τον άντρα μου, και όλα τα πανηγυριώτικα αξεσουάρ μας, εκδράμαμε στο εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου στο πανηγύρι.
Κόσμος πολύς με αυτοκίνητα που έφταναν πολύ πέρα από την βρύση αλλά και καβαλάρηδες με τα άλογα τους με τα κεντημένα πιφκέλια και τα χάμουρα με τις ψήφες τους.
Όταν τέλειωσε η λειτουργία, βρήκαμε ένα ωραίο πεύκο για σκιά, και στρώσαμε από κάτω τις κουρελούδες μας και τα τραπεζομάντηλά μας. Όλος ο χώρος κατακλεισμένος από παρέες και δίπλα μας έτυχε η παρέα των Κούσκων, όλα τα αδέρφια μαζί συν γυναιξί και τέκνοις, με Γιώργο εορτάζοντα και αυτοί με τους οποίους γίναμε μια παρέα και ανταλλάζαμε ευχές ποτά και μεζέδες. Μαζί και η οικογένεια του Παναγιώτη του Παπά με την θεία Μυρσινιώ που είχε φτιάξει την καταπληκτική πλατσέδα της την οποία τιμήσαμε δεόντως.
Φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε, τραγουδήσαμε ανταλλάξαμε ευχές εις υγείαν των εορταζόντων και κυλιστήκαμε στα φρέσκα χορταράκια, και μπουκέτα και στεφάνια με ασπαρτιές και αγριολούλουδα κάναμε, και το απογευματάκι επιστρέψαμε στο σπίτι μας κουρασμένοι μεν αλλά πανευτυχείς, να ξεκουραστούμε λίγο, γιατί θα επακολουθούσε γλέντι με μουσική στον Πλάτανο το βράδυ και θα ξενυχτούσαμε.
Και τότε μάθαμε από την μαμά μου τα τρομερά νέα.
Είχε τηλεφωνήσει ο ξάδερφος μας ο στρατιωτικός και της είπε για το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ που έγινε στις 26 του Απρίλη, ατύχημα που το απέκρυψαν στην αρχή οι Ρώσοι αλλά μαθεύτηκε τελικά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που το ψάξανε όταν μετρήθηκε αύξηση μεγάλη της ραδιενέργειας και σήμανε συναγερμός, η οποία ραδιενέργεια «σύνορα δεν γνωρίζει» όπως και η αγάπη άλλως τε που λέει το γνωστό άσμα, και μας έκανε η κυρία την τιμή να έρθει και στην Μυτιλήνη και μάλιστα πολλή, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να ερχόμαστε σε επαφή με τα χόρτα ούτε να πηγαίνουμε στην εξοχή, ούτε να τρώμε λαχανικά και φρούτα.
Ποιοί, εμείς, που από την ημέρα που ήρθαμε δεν βάλαμε «κώλο μέσα» και οργώσαμε τις αμμουδιές, τα βουνά, τις πεδιάδες, τα φαράγγια, τους λόγγους και τις ραχούλες, και καταναλώσαμε όλους τους μπαξέδες, οικογενειακούς και μη, Βρίσας και περιχώρων.
Και άρχισε το μαρτύριο της κλεισούρας του περιορισμού και του φόβου, και πάνε τα λαχανικά και οι σαλατούλες και η μάνα μου είχε στερέψει από ιδέες ποικιλίας μενού μόνο έφτασε να σαπουνίζει τα αμπελόφυλλα για να μας κάνει ντολμαδάκια που μας άρεσαν, αλλά με κρέας από κυμά που είχε ήδη στο ψυγείο γιατί απαγορευόταν και τα κρέατα, αφού τα ζώα έτρωγαν μολυσμένα χόρτα.
Τα δε γιαλαντζί που τα προτιμούσαμε, με γιαούρτι, θέλαν πολλά «μυρίσια» μέσα αφ’ ενός, αλλά και τα γαλακτομικά ήταν στη λίστα των απαγορευμένων.
Το ρίξαμε στο μακαρόνι, την πατάτα, το ρύζι, το όσπριο και το ψάρι, άνευ όμως συνοδευτικής πρασινάδας.
Ούτε ταβερνίτσες ούτε γλέντια ούτε τίποτα. Πλησίαζε και η ώρα του γυρισμού και το πλάκωμα και η κατήφεια στο κόκκινο.
Και έληξαν με πολλούς περιορισμούς οι διακοπές μας που ξεκίνησαν τόσο όμορφα αφού είχαμε ρουφήξει την ραδιενέργεια της ζωής μας, που εν αγνοία μας καί την «σκουπίσαμε» στις περιπλανήσεις μας ανά την επικράτεια, ξαπλώνοντας στις πανέμορφες εξοχές του τόπου μας.
Γυρίσαμε άδοξα στην Αθήνα και οι λαϊκές και τα μανάβικα βούλιαζαν γεμάτα με φρούτα και λαχανικά, ειδικά φράουλες, που κανένας από φόβο δεν αγόραζε πλέον, ούτε και εμείς φυσικά ενώ ήταν πάμφθηνες, και που δεν ήταν τυχερό να τις δοκιμάσει το Ρηνιώ μας εκείνη την χρονιά.
Και φάγαμε την άπειρη γκρίνια της για ένα χρόνο, άσε που μας το υπενθύμιζε και μετά, σε κάθε περίπτωση που την βόλευε.
Και καθώς ο εχθρός ήταν αόρατος γρήγορα αποφασίσαμε να τον αγνοήσουμε και περιμέναμε με ανυπομονησία το καλοκαιράκι μια που ακόμα είμαστε νέοι και ωραίοι για να ανταμώσουμε πάλι όλη η παλιοπαρέα στο αγαπημένο μας χωριό να συνεχίσουμε αυτά που αφήσαμε το Πάσχα στην μέση και να βγάλουμε το άχτι μας.