Και άλλες αναμνήσεις από τον Ευάγγελο Ταξείδη

Η δημοσίευση του ημερολογίου από το μέτωπο του Ευάγγελου Ταξείδη μου θύμισε και τις παρακάτω αναμνήσεις του που έχουν καταγραφεί όπως αναφέρεται:

Μνήμες του Ευάγγελου Ταξείδη από τα δύσκολα χρόνια

Όπως τις κατέγραψε σε μαγνητοφωνημένη συνέντευξη ο Πάνος Αναγνώστου

Απομαγνητοφώνηση και επιμέλεια κειμένου Στρατή Νικέλλη

Στα χρόνια μετά την κατοχή, άνοιξη του 1945, είχε περιπέτειες ο αδερφός μου ο Νίκος. Αυτός ήταν στην ΕΠΟΝ και στην ΕΤΑ (ρύθμιζε οικονομικά θέματα και οι υπεύθυνοι στο ελαιοτριβείο έκαναν τις κρατήσεις 1-2% στο λάδι των παραγωγών). Ο Νίκος ήταν νεώτερος από μένα, πιο αυθόρμητος –αυθάδης θα έλεγα- και δε φοβόταν. Μιλούσε και αντιδικούσε. Αψηφούσε τα πάντα.

Όταν ήρθαν οι μπουραντάδες (Εθνοφυλακή) στο χωριό όλοι οι αριστεροί είχαμε φοβηθεί και γι αυτό του έλεγα να έρχεται νωρίς στο σπίτι. Ένα απόγεμα άργησε να έρθει. Τη μέρα εκείνη οι «κρατούντες» έκαναν γλέντι στον Άγιο Κωνσταντίνο και ακούγονταν συνέχεια ντουφεκιές. Ανησύχησα και βγήκα απ’ το σπίτι μας στο «Τζαμί» να τον αναγορέψω. Μόλις έστριψα στο σπίτι της «Λενκάρας» τον είδα να έρχεται στο ύψος του σπιτιού του «Κοντίνου» Πίσω περπατούσε βιαστικός ο Θ.Ν. ο οποίος συμμετείχε στο γλέντι. Ο Νίκος γυρίζει τον βλέπει, κακοέβαλε και έπιασε την άκρη του δρόμου. Ο Θ.Ν. πήγαινε να δει τα ζώα του στην Πευτσανή γιατί του είχαν πει ότι είχαν βγει οι κατσίκες. Μίλησαν και προχωρούσαν προς το μέρος μου. Κάποια στιγμή καθώς πλησίαζαν άκουσα τον  Θ.Ν. να λέει «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο γιατί …» υπονοώντας ότι έχει όπλο. Τότε επεμβαίνω και προσποιήθηκα ότι και εγώ είχα μαχαίρι. Αυτός φοβήθηκε επειδή ήμασταν δυο, έτρεξε και έφυγε.

Σε δέκα λεφτά μαζεύτηκαν όλοι όσοι γλεντούσαν έξω από το σπίτι. Φωνές, κακό, απειλές. Ήθελαν να μπουν μέσα! Το σπίτι με σιδερένια πορτοπαράθυρα ήταν ασφαλές. Εμείς από μέσα πήραμε στα χέρια μαναρέλια και τσάπες για να είμαστε έτοιμοι αν συνέβαινε κάτι.  Κάποια στιγμή επεκράτησαν πια οι ψύχραιμοι (όπως ο Αποστόλης Στρούμπας) και τους έπεισαν και έφυγαν.

Μια άλλη φορά πάλι τον γύρευα και έμαθα ότι τον είχαν στο Γραφείο. Πηγαίνω προσπερνώ έναν που είχαν για φρουρό στην πόρτα και ανεβαίνω τη σκάλα. Έξω από τη τζαμαρία βλέπω καμιά δεκαριά άτομα να έχουν στο μέσον το Νίκο και να προσπαθούν να τον αναγκάσουν να υπογράψει δήλωση μετάνοιας. Τον είχαν χτυπήσει και ήταν ματωμένος. Κάποια στιγμή αναγκάστηκε να δεχτεί. Του έδωσαν χαρτί και στυλό και του υπαγόρευαν να γράφει. Καθώς έγραφε όμως από τα ματωμένα χέρια του μάτωσε το χαρτί οπότε –πώς να παρουσιάσουν δήλωση σε ματωμένο χαρτί- πάλι απ’ την αρχή. Τότε μπαίνω μέσα, τον πιάνω και τον τραβώ και φωνάζω προς το Νίκο «ρε συ δεν σου είπα να γυρίσεις στο σπίτι γρήγορα κ.λ.π.» Τον πήρα φύγαμε και οι άλλοι ξαφνιασμένοι απ’ τη συμπεριφορά μου δεν αντέδρασαν καθόλου

Τότε την περίοδο αυτή φοβόμασταν όλοι πολύ. Πηγαίναμε στα χωράφια και γυρίζοντας το απόγευμα αναρωτιόμασταν τι θα ακούσουμε πάλι. Ξυπνούσαμε το πρωί και δεν ξέραμε τι συνέβη τη νύχτα!.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.