Από την Κατερίνα Γεωργή
Ένα τσιγάρο δρόμος.
Το καλοκαίρι του 1977 κατεβήκαμε στην Μυτιλήνη για διακοπές η οικογένεια Γεωργή απαρτιζόμενη από εμένα, τον σύζυγο και τις δυο κόρες μας ηλικίας τεσσεράμιση χρονών η μεγάλη και έξη μηνών η μικρή.Παραθεριστική κατοικία στο επίνειο του χωριού μας, τα Βατερά όπως λέγονται, δεν είχαμε, και ως εκ τούτου μια και τα διαθέσιμα σπίτια ήταν ελάχιστα νοικιάσαμε δύο δωμάτια στα Καλαμάκια, μια μικρή πανσιόν για όσους δεν γνωρίζουν, που με τα χρόνια επεκτάθηκε σε κανονικό ξενοδοχείο.
Την εποχή για την οποία ο λόγος, υπήρχε μόνο ένα μικρό κτήριο μπροστά που απαρτιζόταν από μια ταβέρνα στο ισόγειο και λίγα δωμάτια προς ενοικίαση ακριβώς από πάνω, με ιδιοκτήτη, ξενοδόχο, αλλά και εστιάτορα τον κ. Νίκο, και βοηθούς την γυναίκα και την κόρη του.Τεράστιο πλεονέκτημα το ότι διασχίζαμε ένα δρόμο συνήθως έρημο από αυτοκίνητα και βρισκόμαστε κατ’ ευθείαν στην αμμουδιά και στην θάλασσα που εν συνεχεία όμως όπως απεδείχθει ήταν μειονέκτημα για υπερπροστατευτικές μανούλες με οργιάζουσα φαντασία όσον αφορά μικρά παιδιά και με φύλακες μπαμπάδες που δεν πάει ο νους τους ποτέ στο κακό.
Στο ένα δωμάτιο λοιπόν του κατ’ ευφημισμόν ξενοδοχείου όπως το αποκαλούσαμε, για να μην μακρυγορούμε, εγκαταστάθηκε ο μπαμπάς με την μεγάλη κόρη και στο άλλο εγώ και το μωρό.Εκείνη την χρονιά για ειδικούς λόγους είχαμε κατέβει μέσα Αυγούστου, τα Καλαμάκια ήταν αρκετά μακρυά από το κέντρο του οικισμού, τα Βατερά δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμα, και υπήρχε μια μοναξιά γενικά και ελάχιστοι παραθεριστές και συγκάτοικοι. Ένα ακόμα δωμάτιο ήταν πιασμένο από έναν στρατιωτικό που έμενε μόνιμα μαζί με την κόρη του ηλικίας επτά χρόνων, που συνήθως έλειπαν, και έτσι είχαμε την άνεση να τρέχουμε, να κλαίμε, να μαλώνουμε και ενίοτε να βριζόμαστε, λέω τώρα, χωρίς να φοβόμαστε ότι ενοχλούμε κανέναν αλλά και κανείς δεν μας ενοχλούσε.Με λίγα λόγια χλιδή ως προς αυτό γιατί άλλες χλιδές δεν είχαμε.Λιτά όλα και απέριττα.Είχαμε ξεκινήσει από Αθήνα με το αυτοκίνητο μας υπέρ πλήρες, σαν κινητό περίπτερο που έλεγε κάποιος ηθοποιός σε μια επιθεώρηση, δεν θυμάμαι και το όνομα του, με ρούχα, παπούτσια, καπέλα, μπρατσάκια, σωσίβια, πόρτ μπεμπέ, καρότσια, μπλέντερ, ηλεκτρικό μπρίκι, μπολάκια, ειδικά γάλατα, μπιμπερό, μπανάκια, πάμπερς, πούδρες, κολόνιες, σαμπουάν, φτυαράκια, κουβαδάκια και ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε, από όσα πιθανόν μου διαφεύγουν αλλά είναι απαραίτητα για διακοπές σε ένα μικρό κατάλυμα με δύο μικρά παιδιά το ένα εκ των οποίων μηνών.Ιδρώσαμε να τα χωρέσουμε στο αμάξι, πόρτ μπαγκάζ σχάρα και εσωτερικό υπέρ πλήρες, αλλά και να μπούμε και εμείς, να φανταστείτε καλού κακού μετριόμαστε να βγούμε τέσσερεις τον αριθμό στο μέτρημα μην αφήσουμε κανένα παιδί κατά λάθος απ’ έξω και το ψάχνουμε μετά.Όμως άμα είσαι νέος τίποτα δεν σε πτοεί, άλλως τε αν το καλοσκεφτούμε και άλλοι λάτρεις της φύσεως υπό τας ιδίας με εμάς δυσμενείς συνθήκας το αποφασίζουν να εκδράμουν, άσε που πολλοί μένουν και σε κάμπινγκ και σκηνές. Επομένως εμείς ως λάτρεις του νησιού και των Βατερών το αποτολμήσαμε χωρίς πολλή σκέψη, και μάλιστα είμαστε και σε καλύτερη μοίρα από τους παραπάνω αναφερθέντες, διότι διαθέταμε δύο δωμάτια, μπάνιο και εστιατόριο από κάτω, συν γιαγιά και παππού σε απόσταση αναπνοής, πάντα σταθερές αξίες για ώρες ανάγκης.Και εγκατασταθήκαμε, και ξαναϊδρώσαμε να βολέψουμε όλα τα συμπράγκαλα που είχαμε κουβαλήσει και να βολευτούμε και εμείς, αλλά τελικά όλα καλά. Προσαρμοστήκαμε. Άλλως τε ανάγκας και θεοί πείθονται.Και τα μπάνια μας κάναμε, και τις βόλτες μας, και επισκέψεις στην γιαγιά μας στο χωριό που γκρίνιαζε ως συνήθως γιατί δεν πήγαμε να μείνουμε μαζί τους, μόνο που σιγά σιγά μια και μπήκε και ο Σεπτέμβρης, τα Βατερά άρχισαν να ερημώνουν, οι παραθεριστές των πόλεων έφυγαν για τις δουλειές τους, οι ντόπιοι ανέβηκαν στο χωριό, τα Καλαμάκια ήταν όπως είπαμε σχεδόν εκτός οικισμού τότε, και μια κάποια ερημιά υπήρχε όπως και να το κάνουμε.
Ένα απόγευμα μετά τον μεσημεριανό ύπνο μας ο αντρούλης μου με την μεγάλη κόρη μας κάποια στιγμή κατέβηκαν κάτω και εγώ έμεινα για να ετοιμάσω φρουτόκρεμα στο μωρό το οποίο ευτυχώς ήταν φαγανό εν αντιθέσει με την πρωτότοκη που με παίδευε αφάνταστα μέχρι να καταπιεί μια μπουκιά.Άπειρες φορές τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μια μόνιμη διαμάχη μεταξύ εμού και του συζύγου από την μια πλευρά και πάλι εμού και της κόρης μου από την άλλη. Ο άντρας μου πολλά απογεύματα βιαζόταν να φύγουμε στον άγιο Φωκά να προλάβουμε το ηλιοβασίλεμα για φωτογραφίες, και η μικρή δεν κατάπινε την φρουτόκρεμα. Και άντε τελειώνετε να λέει αυτός, και άντε τελείωνε Πέλη εγώ, και εν τελική αναλύσει τσατάλια τα νεύρα μου και ευτυχώς που ήμουν καλή σύζυγος και μάνα και δεν τους έλεγα άντε παρατάτε με και οι δυο για να μην πω τίποτα χειρότερο, πριν με αποτελειώσετε εμένα μια και καλή και ησυχάσουμε άπαντες.Πόσα ηλιοβασιλέματα χριστιανέ μου χρειάζεται να απαθανατίζεις πια στην ζωή σου; Εκεί θα είναι κάθε μέρα ο ήλιος, αλλά άντε να τον πείσεις και άντε να πείσεις και την μικρή να καταπιεί, και τρέξε να τρέξεις, ούτε στις διακοπές να μην μπορώ να βρω ησυχία η δόλια.Αλλά όπως προείπα το δεύτερο κοριτσάκι μου ήταν φαγανό και ξεμπερδεύαμε με το φαγητό γρήγορα.Και φάγαμε και ντυθήκαμε και κατεβήκαμε και εμείς κάτω, και ο μεν σύζυγος παρεούλα με τον κ. Νίκο τον εστιάτορα καθόταν αμέριμνοι συζητώντας και καπνίζοντας αλλά Πέλη πουθενά. Όσο έφτανε τουλάχιστον το μάτι μου.Στην ερώτηση μου δε πού είναι το παιδί ο σύζυγος ανέμελα μου απάντησε ότι τώρα εδώ ήταν και έπαιζε με ένα κοριτσάκι. Άλλως τε πού να πήγε βρε Κατερίνα, πριν από λίγο κατεβήκαμε, ίσα ένα τσιγάρο έκανα με τον Νίκο.
Και άρχισα να ψάχνω μπρος και πίσω, μέσα και έξω, ψύχραιμα στην αρχή και όσο δεν την έβρισκα άρχισε η υστερία και οι φωνές και πού να ψάξεις Παναγία μου; Και ψάχναμε όλοι μετά, σύζυγος, κ. Νίκος, η γυναίκα του και η κόρη του και πουθενά το παιδί.Εν τω μεταξύ μια παραλία έρημη από την μια άκρη μέχρι την άλλη και ένας δρόμος το ίδιο. Ψυχή ζώσα. Μαύρες σκέψεις άρχισαν να με κατακλύζουν. Άραγε στην θάλασσα που ήταν δυο βήματα όπως είπαμε από το μαγαζί και την λάτρευε κιόλας και κάθε πρωί έμπαινε ασυγκράτητη μέσα αλλά με μπρατσάκια θα την βρούμε πνιγμένη, ή σε κανένα πηγάδι από τα οποία έβριθε η περιοχή;Για πρώτη φορά στην ζωή του ο αντρούλης μου θορυβημένος, εγώ τρομοκρατημένη, και μπαίνει στο αυτοκίνητο σαν έσχατη, απέλπιδα κατ’ εμέ, προσπάθεια αφού δεν φαινόταν τίποτα στον ορίζοντα, να πάει προς αναζήτηση της.Και εγώ να έχω την εύλογη απορία του πόσο μακρυά μπορεί να πάει ένα τετράχρονο κατά την διάρκεια καπνίσματος ενός τσιγάρου. Άνοιξε η γη και το κατάπιε;Ο πνιγμένος όμως από τα μαλλιά του πιάνεται, «θου κύριε φυλακή τω στόματι μου» αυτό το περί πνιγμένους δεν το λες υπό τις παρούσες συνθήκες αλλά τέλος πάντων, μου ‘ρθε, και τράβηξε αυτός κατά τα Μυρίχεια και εγώ σέρνοντας το καρότσι με το μωρό από την αντίθετη πλευρά κλαίγοντας απαρηγόρητα, κυριολεκτικά μάλιστα αφού δεν είχα κανέναν να με παρηγορήσει, προς το κέντρο των Βατερών ουρλιάζοντας συγχρόνως, Πέλη μου και Πέλη μου και, πουθενά η Πέλη.Το μόνο που κατάφερα ήταν να τρομοκρατήσω και το μωρό που άρχισε και αυτό να ουρλιάζει σπαρακτικά και να με συνοδεύει στο μοιρολόι.
Και «κάποτε στο κάποτε» εμφανίζεται πίσω μου το αυτοκίνητο μας κορνάροντας με ήχο θριαμβευτικό θα έλεγα, με τον σύζυγο και τα τρόπαιά του.Όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι στο πίσω κάθισμα νάτο το παιδί μας ολοζώντανο με την εφτάχρονη κόρη του στρατιωτικού, αυτό ήταν το κοριτσάκι με το οποίο έπαιζε παρεπιπτόντως, όσο ο αντρούλης μου απολάμβανε το τσιγαράκι του και συζητούσε με τον κ. Νίκο.Διότι η περήφανη για τον στρατιωτικό μπαμπά, ως φαίνεται μικρή, έκανε την πρόταση στην δική μου να πάνε στα Μυρίχεια όπου ήταν η μονάδα του και να τους συστήσει προφανώς, και το Πελιώ μου πρόθυμα, μη γνωρίζοντας προφανώς και κατά πού πέφτουν αυτά τα Μυρίχεια, την ακολούθησε.Στον δε μπαμπά καμιά ενημέρωση ή και ζήτηση αδείας μια και έβλεπαν να περνάει και τόσο καλά εντελώς αμέριμνος περί ευθύνης παιδιών και τα τοιαύτα. Αυτά ήταν πάντα δουλειά της μαμάς. Μην τον ενοχλήσουν κιόλας τον άνθρωπο.Και φυσικά δεν πρόλαβαν να πάνε στο στρατόπεδο ή ότι άλλο ήταν εκεί, «στου διαβόλου την μάνα» άλλως τε ήταν τα Μυρείχια, αλλά κάπου στα πεντακόσια μέτρα από εμάς, στην άμμο, ήταν μια εγκαταλειμένη αναποδογυρισμένη βάρκα, η οποία κατά τα φαινόμενα τους εξήψε την εξερευνητική τους περιέργεια, και πήγαν κοντά να την περιεργαστούν.Για κακή μας τύχη τους άρεσε το μέρος, ίσως και να κουράστηκε η δική μου, και κάθισαν οι καλές μου αλλά από την αντίθετη σε εμάς κατεύθυνση, κρυμμένες από την βάρκα εξ’ ού και αόρατες, και έπαιζαν με την άμμο του καλού καιρού.Και να διηγείται μετά ο Γιώργος τον τρόμο του που οδηγώντας και απομακρυνόμενος από τα Καλαμάκια δεν έβλεπε άνθρωπο μπροστά του, και πώς να γυρίσει πίσω σε μένα χωρίς παιδί, και να λέει από μέσα του δεν είναι δυνατόν να πήγε τόσο μακρυά, κάπου πνίγηκε, και τι θα κάνει, και έτσι του ερχόταν, που λέει ο λόγος, να πέσει και αυτός να πνιγεί στην θάλασσα, και μετά, την τεράστια ανακούφιση και τρελή χαρά που ένοιωσε όταν τα ανακάλυψε να παίζουν μέσα στην «καλή χαρά», όλα τελικά μια χαρά ήταν, με την άκρη τού ματιού του την τελευταία στιγμή τα είδε πριν τα προσπεράσει έτσι που ήταν καθισμένα πίσω από την βάρκα, και τα μάζεψε, και ήλθε με πρόσωπο πλέον στην τρελαμένη μέχρι πρότινος συμβία του που όπως ήταν φυσικό γέμισε και αυτή από ανακούφιση και χαρά.
Ανέκδοτο το κάναμε μετά από καιρό βέβαια και γελάγαμε το, μα τώρα κατεβήκαμε, «ένα τσιγάρο κάπνισα» βρε Κατερίνα, κατά το, δεν είναι μακρυά, «ένα τσιγάρο δρόμος» είναι βρε κουμπάρε.Και για να είμαι ειλικρινής πολύ το φχαριστιόμουν όσο το σκεφτόμουν, όταν όμως πέρασε η μπόρα, που ταρακουνήθηκε ο πάντα ψύχραιμος σύζυγος μου και οικειοθελώς ήθελε να πνιγεί αν είχε πάθει κάτι το παιδί, γιατί, και να μην έχετε καμιά αμφιβολία περί τούτου, δύο άτομα θα μέναμε τελικά στην οικογένεια.Εγώ, χαροκαμένη μάνα και χήρα και το μικρό ορφανό, αφού, εάν δεν έκανε την κίνηση αυτός «ιδία πρωτοβουλία» όπως ισχυριζόταν, θα τον έπνιγα εγώ στα σίγουρα και με τα δύο μου χέρια. Πάντως θα είχαμε και ένα καλό. Θα χωράγαμε άνετα, οι υπόλοιπες εναπομείνασες της οικογενείας, στο αυτοκίνητο.