Μεγάλη Πέμπτη σήμερα με κλειστές τις εκκλησίες. Τις εκκλησίες που κατακλύζονταν από κόσμο εκεί γύρω στις 9.00 το βράδυ, την ώρα που πάνω κάτω “έβγαζαν τον Σταυρωμένο”. Όταν στερεώνονταν ο Σταυρός πάνω στη λίθινη βάση του άρχιζε το προσκύνημα με πολλά στεφάνια να κρεμάζονται πάνω του.
Το “σήμερον κρεμάται…” είναι φυσικά το κυρίαρχο τροπάριο της Μ. Πέμπτης. Το παραθέτουμε με την απόδοσή του στη νεοελληνική γλώσσα και σε μια μελωδική εκτέλεσή του.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου,
ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται,
ο των αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται,
ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο,
ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.
Σήμερα κρεμᾶται ἐπάνω στὸ ξύλο
Ἐκεῖνος ποὺ κρέμασε τὴ γῆ
πάνω στὰ ὕδατα.
Στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια
φοράει στὴν κεφαλή,
Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι
ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀγγέλων.
Ντύνεται μὲ ψεύτικη πορφύρα
αὐτὸς ποὺ περιβάλλει τὸν οὐρανὸ
μὲ σύννεφα.
Δέχτηκε ράπισμα,
Ἐκεῖνος ποὺ στὸν Ἰορδάνη
(διὰ τοῦ βαπτίσματός του)
ἐλευθέρωσε τὸν Ἀδὰμ
ἀπὸ τὸ δεσμὸ τῆς ἁμαρτίας.
Μὲ καρφιὰ καρφώθηκε
ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας.
Μὲ λόγχη κεντήθηκε
ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.
Προσκυνοῦμε τὰ πάθη σου Χριστέ.
Δεῖξε σέ μᾶς καὶ τὴν ἔνδοξή σου Ἀνάσταση.
Σήμερα το βράδυ όμως δεν θα συντροφεύσουν τον Σταυρωμένο και οι γυναίκες που ξενυχτούσαν κοντά του ψέλνοντας το καταλόι, γευόμενες ψωμί βουτηγμένο σε μείγμα κρασιού και λαδιού και στολίζοντας (τα τελευταία χρόνια) το Επιτάφιο.
Παραθέτουμε μια απ’ τις τρεις εκδοχές του μοιρολογιού αυτού που περιλαμβάνεται στο μικρό βιβλιαράκι “το καταλόι της Παναγίας στη Βρίσα Λέσβου, έκδοση 2005”
ΤΟ ΚΑΤΑΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Καλό είν’ τ’ Άγιος ο Θεός, καλό ειν’ κι ας το πούμε, όποιος το λέει σώνεται όποιος τ’ ακού αγιάζει
κι όποιος το καλαφουγκραστεί παράδεισου θα πάει παράδεισου και σ’ λειτουργιές και στ’ Άγια μοναστήρια
Η Παναγιά καθότανε μόνη και μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
Ακούει βροντές απ’ το Θεό, φωνές απ’ τους Αγγέλους. βγαίνει έξω στην πόρτα της , έξω στην γειτονιά της,
βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο.
Βλέπει τον Γιάννη κι έρχεται κλαμένον και δαρμένο.
-Τι έχεις Γιάννη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
Ο δάσκαλος σου σ’ έδειρε, γιά το χαρτί σου χάσες;
- Ο δάσκαλος δε μ’ έδειρε μη το χαρτί μου χάσα.
- Κάνε καρδιά και πες το μου , χείλη και μίλησέ μου.
- Το Δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι καταραμένοι.
Σαν κλέφτη Τον επιάσανε και σαν φονιά Τον πάνε και σ’ του Πιλάτου την αυλή εκεί Τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε πέφτει λιγοθυμάει, σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανιά του μόσχου
και πέντε το ροδόσταμο ως που να συνεφέρει.
Η Παναγιά συνέφερε κι αυτό τον λόγο λέει.
- Όσοι αγαπάτε το Χριστό κι όσοι τον προσκυνάτε,
όλοι να μ’ ακλουθήσετε να πάμε να τον βρούμε.
Κανείς δεν την ακλούθησε μόν’ του Λαζάρου η μάνα,
η Μάρθα η Μαγδαληνή, τ’ Αγιού Γιαννιού η μάνα.
Παίρνουν τη στράτα, το στρατί, στρατί το μονοπάτι και το στρατί τους έβγαλε μπρος σ’ ένα τσομπανάκι.
-Ώρα καλή τσομπάνε μου -Καλώς την Παναγία.
-Πατσ’ είδις γιε μ’ το γιόκα μου και τον μονογενή μου;
– Εψές τον επερνούσανε οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι καταραμένοι.
Ίσαμ’ εδώ τον φέρανε μετά τον κατσουρντήσαν.
Μες το κοπάδι έκοψε κι εκείνα τον εκρύψαν.
– Που να χουν την ευχούλα μου, τ’ δικιά μου και του γιου μου.
Σαν πέτρα να’ ναι το τυρί σαν ποταμός το γάλα,
σαν τ’ μυρμηγκιά τα πρόβατα να μπαίνουν μες την μάντρα.
Αϊντίτι να παγαίνουμε, αϊντίτι να διαβούμε,
ίσως τον επρολάβουμε γερό και τον ευρούμε.
Παίρνουν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι και το στρατί τους έβγαλε μπρος σ’ άλλο τσομπανάκι.
- Ώρα καλή τσομπάνε μου , -Καλώς την Παναγία.
– Πατσ’ είδες γιε μ’, το γιόκα μου και τον μονογενή μου.
- Εψές τον επερνούσανε οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι καταραμένοι
Ίσαμ’ εδώ τον φέρανε μετά τον κατσουρντήσαν,
μες τα γιδάκια μ’ έκοψε κι εκείνα τον εδείξαν.
– Που να χουν την κατάρα μου, δική μου και του γιου μου Βουνό – βουνό να τρέχουνε και ράχη πας τη ράχη,
το γάλα τους να’ ναι νερό και το μαλλί τους τρίχα .
Αϊντίτι να παγαίνουμε αϊντίτι να διαβούμε
ίσως τον επρολάβουμι γερό και τον εβρούμε
Παίρνουν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι, το μονοπάτι τις έβγαλε στου ατσίγγανου την πόρτα.
– Ώρα καλή σου γιόκα μου, – Καλώς την σταυρομάνα.
– Θα σε ρωτήσω μάστορα τι είναι αυτά που κάνεις.
– Οι Οβραίοι μου παραγγείλανε τρία καρφιά να κάνω,
μα εγώ, για το χατίρι τους, θε να τα κάνω πέντε,
τα δυο, στα δυο του γόνατα, τα δυο, στα δυο του χέρια
και τ’ άλλο το φαρμακερό θα μπει μες τα τζιγέρια.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε πέφτει λιγοθυμάει.
Σταμνιά νερό την περιχούν, τρία κανιά του μόσχου
και πέντε του ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.
Συνέφερε η Παναγιά κι αυτό το λόγο λέει:
-Βρε σλατσίγγανε κι ατσίγγανε και βρε καταραμένε
που να χεις την κατάρα μου, τ’ δικιά μου και του γιου μου, που να χεις την κατάρα μου εσύ και τα παιδιά σου,
εσύ και η γυναίκα σου κι όπου βαστά η γενιά σου.
Που να χεις την κατάρα μου τ’ δική μου και του γιου μου βρε σλατσιγκάνε ψωμί να μην χορτάσεις
και μες το καμινάκι σου αχλιά να μην ποτάξεις
και στο πουκαμισάκι σου κουμπί να μην ποτάξεις.
Αϊντίτι να παγαίνουμε, αϊντίτι να διαβούμε,
ίσως τον επρολάβουμι γερό και τον ευρούμε
Παίρνουν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι και το στρατί τους έβγαλε μπρος του ληστού την πόρτα. Οι Οβραίοι σαν την είδανε τρέξαν και παραντώσαν
και τα παραθυράκια τους σφιχτά τα μανταλώσαν.
Πάει κοντά η Παναγιά βροντά την πόρτα, κλαιει.
– Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.
– Η πόρτα από το φόβο της άνοιξε μοναχή της.
Μπαίνει μέσα η Παναγιά κανένα δεν γνωρίζει,
από τ’ ασκέρι το πολύ και το χαλαμπαλίκι.
Βλέπει δεξιά, βλέπει ζερβά, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
– Για πες μου, πες μου Γιάννη μου ποιος είν ο δάσκαλός σου;
- Συ γέννησες κι ανέθρεψες κι εμένα νε ρωτάεις;
Βλέπεις εκείνο τον γυμνό και τον αναμαλλιάρη,
που’ χει στο κεφαλάκι του αγκάθινο στεφάνι;
Πάει κοντά η Παναγιά κλαιει κι αναστενάζει,
– Που ‘ναι γιε μου τα κάλλη σου και που’ ναι η ομορφιά σου
που σ’ είχα κούνια αργυρή, φασιά μαλαματένια
και τώρα εκατάντησες στ’ αγκάθινο στεφάνι.
Γείρε Σταυρέλι μου μπροστά, γείρε Σταυρέ μου πίσω
να πιάσω το παιδάκι μου να το γλυκοφιλήσω,
να πιάσω την ποδίτσα μου, το αίμα να σκουπίσω.
Που ναι γκρεμνός να γκρεμιστώ, πηγάδι να πάω να πέσω, που είναι ξεροπήγαδο, να πάω να ξεψυχήσω.
– Σα σκοτωθείς μάνα μ’ εσύ, σκοτώνεται όλος ο κόσμος και σα πνιγείς μάνα μ’ εσύ, πνίγετ’ όλος ο κόσμος.
Πάνει μάνα στο σπίτι μας και στο νοικοκυριό μας,
βάλε κρασί στο μαστραμπά κι αφράτο παξιμάδι,
και μοίρασε στη γειτονιά να το βρει όλος κόσμος.
Να το βρουν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
να το βρουν κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άνδρες
και σα λαλήσουν οι πιτνοί και κράξουν οι καμπάνες, απάντεχε με μάνα μου κι έχε χαρές μεγάλες.
Πέρασε κι η Αγιά Καλή κι αυτόν τον λόγο λέγει :
-Ποιος είδε γιόκα στο σταυρό και μάνα στο τραπέζι.
-Άντε και συ Αγιά Καλή, καταραμένη να σαι.
Ποτέ να μην αγιάζεσαι ούτε να λειτουργιέσαι,
Στ(η)ν ακρογιαλιά να κάθεσαι το κύμα να σι δέρνει
Καλό ειν’ τ’ Άγιος ο Θεός, καλό ειν’ κι ας το πούμε, όποιος το λέει σώνεται όποιος τ’ ακού αγιάζει
κι όποιος το καλαφουγκραστεί παράδεισου θα πάει, παράδεισου και σ’ λειτουργιές και στ Άγια μοναστήρια.
Το καταλοϊ αυτό το είπε η Μυρσίνη Καλατζή του Γιώργου Καλατζή, δηλαδή η Μυρσίνη Αποστολή.