Η Λαμπρή με τα μάτια ενός εξάχρονου κοριτσιού το 1951

Η Λαμπρή

Από την Κατερίνα Γεωργή

Η Λαμπρή παιδιά πολύ μου άρεσε και την περίμενα πώς και πώς μέρες πριν.
Λίγο οι καθαριότητες που κάναμε πιο μπροστά δεν μου άρεσαν γιατί κουραζόταν η μαμά μου και είχε λίγα νεύρα παραπάνω, και που έβγαινε πια στην έξω κουζίνα την καλοκαιρινή και άναβε φωτιά μόνο κανά βράδυ μέσα στην χειμωνιάτικη, να μην λερώνουμε με “αχλιές” και “μτζούρες” την γωνιά όπως έλεγε όταν την παρακαλούσα να την ανάψει, γιατί εμένα μου άρεσε να την βλέπω και ας μην έκανε κρύο, αλλά με αποζημίωναν όλα τα άλλα.
Όταν πια τέλειωναν οι χαιρετισμοί με τα “άσπιλε” και τα “αμόλυντε” που πολύ ωραία ήταν και αυτά, μια βδομάδα ακριβώς πριν την ανάσταση βγαίναμε από το σπίτι με καλά ρούχα και με τις συνόψεις τους ο μπαμπάς και η μαμά κάθε βράδυ, μόνο την μεγάλη Τετάρτη δεν είχε τίποτα, κάτι για ευχέλαιο λέγανε δεν καταλάβαινα και τι ήταν που όμως πολύ με πείραζε που χάναμε την βόλτα, και πηγαίναμε στην εκκλησία.
Κόσμος πολύς, χωρίς μεγάφωνα και ηλεκτρικό με τα κεριά μας και τους καταπληκτικούς ψάλτες μας, με το “νυμφώνα σου βλέπω”, το “ιδού ο Νυμφίος έρχεται” και την “εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσσούσα γυνή”, που όχι ότι εδώ που τα λέμε εγώ έδινα ιδιαίτερη σημασία στο τι έψελναν εκεί επάνω στον γυναικωνίτη που πήγαινε τότε η μαμά μου, αλλά ήταν γενικά όμορφη ατμόσφαιρα, συν το ότι βγαίναμε από το σπίτι και δεν μας έβαζαν νωρίς για ύπνο.
Μέρες πιο μπροστά δεν ξέρω να σας πω πόσες και μη με ρωτήσετε, η μαμά μου μέσα σε γλάστρα φύτευε τον “κοκορόβλο” τι στο καλό ήταν αυτό ούτε και αυτό το ξέρω, κάτι σπόροι ήταν, και τον έβαζε στο βάθος στο κατώνι μας σε ψηλό σημείο που δεν είχε καθόλου φως και αυτός φύτρωνε και μεγάλωνε και κρεμότανε προς τα κάτω και είχε ένα χρυσό χρώμα λίγο ξεπλυμένο σαν τα ξανθά μαλλιά της κούκλας μου, μόνο μία είχα με αληθινά μαλλιά, μακρύς γινότανε και τον δίναμε στην Μαρίτσα την Πρίδαινα την γειτονοπούλα μας που πήγαινε και στόλιζε με άλλες κοπέλες τον επιτάφιο την μεγάλη Παρασκευή να τον βάλει επάνω.
Την Μ.Πέμπτη βάφαμε τα “κόκκινα αυγά” που τα μαζεύαμε μέρες πιο μπροστά, μόνο που δεν ήταν μόνο κόκκινα αλλά είχαμε και άλλες μπογιές με άλλα χρώματα, μερικές φορές ανταλλάσσαμε και με γειτόνισσες ή τους πηγαίναμε λίγα δικά μας αυγά και μας έφερναν αυτές δικά τους για βάψιμο ανάλογα με τα χρώματα που είχαμε γιατί κόκκινη υπήρχε σε όλα τα σπίτια, πάντως πολύ ωραία ήτανε όταν τελειώναμε την “διαδικασία” στην μεγάλη φρουτιέρα που τα έβαζε η μαμά μου στο σαλόνι.
Μια μεγάλη στίβα κάτι σαν πυραμίδα έκανε με πιο πολλά κόκκινα αλλά και κίτρινα, πράσινα και μπλε που γυαλίζανε από το λάδι που τα αλείβαμε και κολλούσαμε επάνω σε μερικά και χαλκομανίες με την ανάσταση ή με αγγελάκια που λέγανε “ωσαννά” και μη με κοροϊδέψετε, αλλά και αυτό δεν ξέρω τι σημαίνει.
Πολλές φορές με φύλλα από δένδρα ή κρεμυδότσουφλα που τα δέναμε επάνω τους με τούλι ή κάλτσα νάυλον φτιάχναμε ωραία σχέδια.
Γιατί έβαφε όλο το αυγό και έμενε άσπρο μόνο το κομμάτι με το φύλλο.
Πολύ ωραία έβγαιναν τα φύλλα από τσουκνίδες που ήταν πριονωτά γύρω γύρω αλλά ήθελε προσοχή να τα πιάσεις που σε τσίμπαγαν και πονούσες κιόλας, και ούτε που πέρναγε ο πόνος αν το έτριβες το σημείο με μολόχα.
Λίγο ψέμα ήταν το τραγουδάκι που έλεγε δήθεν “έβγα τσουκνίδα έμπα μολόχα”.
Από μόνο του πέρναγε μετά από ώρα το τσούξιμο και αυτό το ξέρω καλά γιατί όλο μέσα στις τσουκνίδες και στις μολόχες τρέχαμε και παίζαμε εκεί στο σοκάκι της γιαγιάς μου στην Αγία Μαρίνα.
Τέλος πάντων εκείνη την μέρα η μαμά μου έφτιαχνε και γλυκά και κουλουράκια γιατί την Μ.Παρασκευή δεν έκανε καμιά δουλειά και το Μ.Σάββατο πηγαίναν και το πρωί στην εκκλησία με τον μπαμπά μου στην “πρώτη ανάσταση” όπως την έλεγαν, και δεν είχε χρόνο για τέτοια που έπρεπε να τακτοποιήσει και το αρνάκι που σφάζαμε.
Ξέχασα να σας πω ότι της Μ.Πέμπτης τα αυγά όσα γεννούσαν οι κότες μας, τα βάφαμε ξεχωριστά να μην μπερδευτούν με τα άλλα, γιατί τα κρατάγαμε για την Πρωτομαγιά που ήταν και πιο φρέσκα.
Το βράδυ πάλι πηγαίναμε στο “σήμερον κρεμάται” στην εκκλησία που ήταν πολύ λυπητερό με όλα αυτά που έγιναν με τους Βαραβάδες και τους Πόντιους Πιλάτους και “νίπτω τας χείρας μου” και “σταύρωσον σταύρωσον αυτόν” με το Χριστούλη τελικά στο σταυρό με τους ληστές, και τα δώδεκα ευαγγέλια, και τον Ιούδα τον προδότη με τα “τριάκοντα αργύρια” και τον “αγρό του Κεραμέα”, που η λαμπάδα του ήταν μαύρη σαν την ψυχή του που έλεγε η γιαγιά μου, και την έσβηναν τελευταία.
Και για να σας τα πω με την σειρά εμείς πηγαίναμε ευτυχώς λίγο πριν αρχίσει το “κρεμάται” που ο παπάς γύρναγε μέσα στην εκκλησία με τον σταυρό και τον Χριστό σταυρωμένο και δεν ακουγόταν άχνα εκείνη την ώρα, και οι γυναίκες κλαίγανε, και σταυροκοπιόταν όλοι, μικροί μεγάλοι με “κατάνυξη”, άλλη μια δύσκολη λέξη, και ο παπάς έψελνε αυτό το “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γήν κρεμάσας” και τον έστηναν το σταυρό σε μία βάση και καρφώναν κιόλας ντάκα ντούκα και έπρεπε να τον στερεώσουν μπροστά στην ωραία πύλη εκεί ευθεία στο δεσποτικό, και άρχιζε να μαζεύεται ουρά ο κόσμος να προσκυνήσει και πολλοί κρατούσαν στεφάνια που τα κρεμάγαν επάνω του ή τα αφήναν και στο πάτωμα ακόμα που δεν χωρούσαν και όλα.
Και λέω ευτυχώς που δεν πηγαίναμε από την αρχή, γιατί συνεχίζαν οι ψαλμωδίες μετά για πολύ ώρα, και ήταν κουραστικό αυτό το σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε με τα ευαγγέλια που όλα, μεταξύ μας αυτό, τα ίδια σχεδόν έλεγαν, είχε και δώδεκα λαμπάδες μπροστά στην ωραία πύλη και μετά που τέλειωνε κάθε ευαγγέλιο σβήναν μία λαμπάδα, και ενώ είχαμε γλυτώσει μερικά, πάλι ήταν πολλά, και όλο μετρούσα πόσες μείνανε αναμμένες υπολογίζοντας πόσα είχαμε ακόμα να ακούσουμε, γιατί βαριόμουν και καμιά φορά μισοκοιμόμουν, αλλά ευτυχώς τα τελευταία ήταν μικρά και τελειώνανε λίγο γρήγορα και ελπίζω να καταλάβατε το τι γινόταν.
Ευαγγέλιο-όρθιοι-τέλος ευαγγελίου-σβήσιμο λαμπάδας-καθόμαστε, και σε λίγο φτου και από την αρχή όρθιοι, και ούτω καθεξής.
Πολύς κόσμος δεν καθόταν μέχρι το τέλος, φίλαγε το σταυρό και έφευγε και ψιλοάδειαζε η εκκλησία αλλά εμένα ο μπαμπάς μου ήταν πολύ “θεοτικός” άνθρωπος και μέναμε μέχρι που έσβηνε και η τελευταία, η μαύρη του Ιούδα, και “απέλυε” ο παπάς.
Η μεγάλη Παρασκευή πάλι ήταν περίεργη, άσε που χτύπαγε συνέχεια λυπητερά η καμπάνα, ολόκληρη τη μέρα ντίν ντάν!
Εμείς συνέχεια μετά τη λειτουργία πηγαινοερχόμαστε στην εκκλησία, η μαμά μου δεν έκανε καμία δουλειά ούτε μαγείρευε και νηστεύαμε όπως όταν θα πηγαίναμε να μεταλάβουμε που δεν τρώγαμε ούτε λάδι.
Τότε όμως μας έφτιαχνε τίποτα φασόλια που τα νοστιμίζαν οι ελιές που τις τρώγαμε μαζί, αλλά την Μ.Παρασκευή τίποτα.
Καμιά μα καμιά δουλειά δεν έκανε γιατί πενθούσαμε τον επιτάφιο.
Ελιές, χαλβά, παξιμάδια, φύλλα τρυφερά από μαρουλάκια και αμύγδαλα τρώγαμε όλη μέρα.
Τώρα γιατί έκανε να τρώμε ελιές και όχι λάδι που από εκεί βγαίνει άλλως τε, δεν το ξέρω ούτε αυτό.
Ξέχασα να σας πω ότι όταν έβρισκε ο μπαμπάς μου αγόραζε αχινούς.
Δεν πουλιόταν κανονικά στα μαγαζιά αλλά κάποιοι άνθρωποι πηγαίναν στην θάλασσα και τους έβγαζαν, που ήταν και κρύα ακόμα τα νερά, και εγώ τρελαινόμουν από χαρά όταν τους έφερνε.
Η μαμά μου γκρίνιαζε λίγο γιατί ήταν σαν δουλειά μεγαλοπαρασκευγιάτικα όπως έλεγε, και άνοιγαν δύσκολα, άσε που γέμιζε και ο τόπος αγκάθια, αλλά όχι για πολύ, γιατί της άρεσαν και εκείνης, άδειαζε στην φούχτα της και το νεράκι τους το αλμυρούτσικο και το έπινε, που εμένα δεν μου άρεσε καθόλου. Ούτε λεμόνι έβαζα. Με ψωμάκι άσπρο “χάσικο” λόγω ημέρας, από τον φούρνο του Ιππιώτη αγορασμένο, τους έτρωγα.
Το πρωί λίγο αργά όμως, πηγαίναμε στην εκκλησία για την λειτουργία, που οι κοπέλες στο προαύλιο στολίζανε τον επιτάφιο και μετά τον μετέφεραν παλικάρια με προσοχή μέσα γιατί χτύπαγε στους πολυελαίους έτσι ψηλός που ήταν και με τα λουλούδια, και μετά κάναν την “αποκαθήλωση”, δηλαδή κατεβάζαν τον ψεύτικο Χριστό από τον σταυρό, τον βάζανε σε σεντόνι όπως έκανε αυτός ο άνθρωπος ο “από Αριμαθαίας” που το έκανε όμως στον αληθινό, και τον έπαιρναν μέσα στο ιερό από την ωραία πύλη αλλά μετά δεν έβγαζαν αυτόν έξω.
Ήταν φαίνεται ξύλινος και μεγάλος και τον άφηναν εκεί.
Μόνο ύστερα από λίγο ο παπάς έβγαινε από την πλαϊνή πόρτα με ένα ύφασμα μεταξωτό που το κρατούσε από την μία άκρη του ψηλά πάνω από το κεφάλι του σχεδόν, με τον καντηλανάφτη νομίζω από την άλλη, με κεντημένο επάνω τον πεθαμένο πια “Ιησούς Ναζωραίος βασιλεύς Ιουδαίων” όπως τον είπαν για να τον κοροϊδέψουν τον Χριστούλη μας οι “γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές” και ένας που είχε γυναικείο όνομα “Άννας και Καϊάφας”, τον έβαζαν στο κουβούκλιο του επιταφίου και πάλι ουρά ο κόσμος και όποιου δεν πονούσαν τα πόδια και μπορούσε να τα λυγίσει πέρναγε και από κάτω του όταν φιλούσε.
Όλη την ημέρα εκείνη μέχρι το βράδυ η εκκλησία ήταν γεμάτη με γυναίκες που έλεγαν το “καταλόι” δηλαδή μοιρολόγια για την Παναγιά που της σκοτώσαν τον μοναχογιό της, και με τόσο μάλιστα άδικο και κακό θάνατο.
Και λέγαν οι γυναίκες πολλά λυπητερά τραγούδια, απ’ έξω τα λέγαν, αλλά εγώ μόνο αυτό που λέει “σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλα θλίβονται, και τα βουνά λυπούνται” θυμάμαι.
Εμείς όπως σας είπα, αφού δεν καθόμαστε όλοι μαζί στο τραπέζι για μεσημέρι και τρώγαμε όποτε πεινάγαμε εκείνη την ημέρα, γυρίζαμε στους δρόμους πάνω κάτω μέχρι που νύχτωνε για να ξαναπάμε επίσημα πάλι το βράδυ στην εκκλησία με τους γονείς μας.
´Ηταν το “Αι γενεαί πάσαι” και το “Ώ γλυκύ μου έαρ” που το ψέλναν πολύ όμορφα οι ψαλτάδες μας και όσοι κρατούσαν σύνοψη το λέγαν και αυτοί, και το “έραναν τον τάφον αι μυροφόραι μύρα λίαν πρωίν ελθούσαι” και μας ράντιζε ο παπάς με μύρο και ήταν πιο χαρούμενη η ατμόσφαιρα απ’ ότι την μ.Πέμπτη και πηγαίναμε και “περιφορά” αυτό το ξέρω τι θα πει, βόλτα σημαίνει σε όλο το χωριό, και σταμάταγε και έψελνε ο παπάς στα σταυροδρόμια και στον άγιο Κωνσταντίνο, βγαίνανε από τα σπίτια και γυναίκες γριούλες ως επί τω πλείστον που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν και θύμιαζαν, και συνήθως έκανε λίγο ψύχρα ή καμιά φορά έβρεχε λίγο αλλά ακολουθούσαμε με χαρά όλοι.
Όταν γυρίζαμε, τα παλικάρια στην κεντρική είσοδο κρατούσαν τον επιτάφιο ψηλά και περνούσαμε όλοι, και οι γέροι από κάτω αυτή τη φορά, και μπαίναμε στην εκκλησία και δεν θυμάμαι τι άλλο έκανε ο παπάς που ήταν αργά κιόλας και νύσταζα.
Το Μ.Σάββατο η λειτουργία γινόταν πολύ πρωί και εμείς οι μικροί δεν πηγαίναμε, μόνο η μαμά και ο μπαμπάς πήγαιναν και μας έφερναν τους “αβαγιανούς”, έτσι το λέγαμε αυτό το λουλούδι που ήταν μπλε και ήταν αγριολεβάντα, και μας διηγόταν όταν γυρίζαν τι έγινε.
Εμείς σαν όνειρο μέσα στον ύπνο μας θυμόμαστε μόνο τις καμπάνες που χτυπούσαν χαρμόσυνα.
Οι μυροφόρες λοιπόν όταν πήγαν στον τάφο του Χριστού για να πάρουν το σώμα του τον βρήκαν άδειο με ένα άγγελο επάνω που τους είπε τι έγινε, και ο παπάς μας δήθεν όταν έμαθε το “άγγελμα” έψελνε δυνατά, σαν να μην το ήξερε από πριν, “ανάστα ο θεός”, όχι “Χριστός Ανέστη”, αυτό το φύλαγε για το βράδυ, αλλά και αυτό χαρούμενα το έλεγε, και κρατούσε μια καλαθούνα με “αβαγιανούς” και έτρεχε στην εκκλησία μέσα, μέχρι και τις σκάλες στον γυναικωνίτη τρέχοντας τις ανέβαινε για να δείξει την χαρά του, και τους πέταγε στους ανθρώπους και τους έραινε με ενθουσιασμό που “ανάστα ο θεός”.
Ο παπάς μας τότε ήταν ο παπά-Δημήτρης και ενώ ήταν μικροσκοπικός, είχε ωραία και δυνατή φωνή και ήταν γρήγορος και δραστήριος και πολύ καλός παπάς, αλλά, άσχετο αυτό που θα πω, ήταν και λίγο αυστηρός και τον φοβόμουν ας ήταν και γείτονάς μου.
Και τρώγαμε εμείς τα παιδιά κανονικά πρωινό αφού “ανάστα ο θεός” όπως είπαμε, και γάλα και κουλουράκια, μόνο κρέας δεν τρώγαμε εκείνη την ημέρα το μεσημέρι, ενώ, και εδώ πονάω που το σκέφτομαι, είχαμε σφάξει ένα αρνάκι μας.
Ευτυχώς ο μπαμπάς μου δεν ήξερε να σφάζει ή δεν του πήγαινε η καρδιά, δεν ξέρω, άσε που δεν έχει και σημασία αφού τελικά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, απλά δεν γινόταν μέσα στο σπίτι μας όπως σε άλλα σπίτια γιατί το έδινε σε χασάπη, και το βλέπαμε μια και καλή σφαγμένο.
Το τακτοποιούσε και το χώριζε σε διάφορα κομμάτια η μαμά μου και κρατούσε το κεφαλάκι, το λαιμό και μια “κταλούδα” για να φτιάξει σούπα.
Εμείς τα παιδιά όπως σας είπα δεν νηστεύαμε πια και μας έδινε νωρίς να φάμε και μας έβαζε κατά τις ενιά να κοιμηθούμε “για να αντέξουμε στην ανάσταση” όπως έλεγε και να μην νυστάζουμε.
Θα μας ξύπναγε κατά τις έντεκα για να ετοιμαστούμε και να φύγουμε.
Έλα ντε όμως που αυτός ο άτιμος ο ύπνος δεν μας έπαιρνε γρήγορα, και στριφογυρίζαμε συνέχεια, και όταν επιτέλους ερχόταν και ήταν γλυκός γλυκός έπρεπε να σηκωθούμε;
Καθόλου δεν ήθελα εκείνη την ώρα να βγω από τα σκεπάσματα ούτε στην ανάσταση να πάω ούτε πουθενά αλλά εκείνη επέμενε και τελικά τρέμοντας από το κρύο που μου φαινόταν πολύ από το αγουροξύπνημα, ετοιμαζόμουν και φεύγαμε για την εκκλησία.
Στην τσάντα της έβαζε κόκκινα αυγά για να τσουγκρίσουμε μεταξύ μας αμέσως μετά το Χριστός ανέστη, και ο μπαμπάς έβαζε ένα φακό και κουτιά σπίρτα στις τσέπες του να τα “αναστήσει” από το Άγιον φως.
Έπαιρναν μαζί τους και τις λαμπάδες της μεγάλης Παρασκευής για να αναστηθούν και αυτές που ήταν κακό να μείνουν στο σπίτι αφού ήταν από κηδεία και ας ήταν και του Χριστούλη μας, και εμείς παίρναμε τα φαναράκια μας να βάλουμε το φώς μέσα να μην το σβήνει ο αέρας.
Ούύύύ κόσμος στον δρόμο που πήγαινε στην ανάσταση.
Και φαινόμαστε όλοι χαρούμενοι με τις χαιρετούρες μας και τις ευχές μας και μπαίναμε στην εκκλησία και μας αγόραζε ο μπαμπάς κεριά και λαμπάδες, άσπρες ήταν του Πάσχα για τα παιδιά, και πηγαίναμε στις θέσεις μας περιμένοντας με χαρά το “Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός” που ήταν πολύ αστείο γιατί ο παπάς μας μπροστά στην ωραία Πύλη, μια σταλίτσα σε μπόι άνθρωπος κρατούσε ψηλά το “Άγιο φως” και τις λαμπάδες του, τις κούναγε κιόλας πάνω κάτω αριστερά δεξιά και δυσκολευόταν τα παλικάρια να ανάψουν τις δικές τους.
Και προσπαθούσαν πολύ, πηδώντας κιόλας, γιατί το θεωρούσε ευλογία να την πάρει κάποιος πρώτος και να δώσει φως στον άλλο κόσμο.
Μέχρι που έλεγαν μερικοί, αλήθεια ή ψέματα θα σας γελάσω, ότι βουτούσαν σε λίγο πετρέλαιο το φυτίλι της λαμπάδας τους από πριν, για να αρπάζει πιο εύκολα φωτιά.
Πάντως όπως σας είπα ήταν αστείο το θέαμα και γελάγαμε όλοι και μετά όταν τα κατάφερναν και το έπαιρναν το φως, ανάβαμε ο ένας από τον άλλο και γέμιζε σιγά σιγά η εκκλησία με αναμμένες λαμπάδες, και περιμέναμε να βγούμε έξω στον νάρθηκα και στο προαύλιο για το Χριστός Ανέστη.
Σε λίγο ο παπάς, ψάλτες, εξαπτέρυγα και εικόνες έβγαιναν και ανέβαιναν στο καμπαναριό επάνω και έψελναν, και έλεγε ο παπά- Δημήτρης το ευαγγέλιο και ακριβώς στις δώδεκα τα μεσάνυχτα άρχιζε το Χριστός Ανέστη και από τους ψαλτάδες και χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες και να τα μπαμ μπουμ από τα βεγγαλικά που και πριν πέφτανε λίγα αλλά εκείνη τη στιγμή όπως είπε η θεία μου η Μαρίτσα η Γδούντου “λυσάξανε”, και να θόρυβος, και καπνός, και μυρωδιά από μπαρούτι, σαν πόλεμος μου φαινόταν, και φοβόμουν, και σφιγγόμουνα δίπλα στην μαμά μου αλλά μου άρεσε κιόλας όλη αυτή η χαρά και οι ευχές με το “Χριστός Ανέστη” και το “Αληθώς Ανέστη” που γινόταν έτσι, να, όποιος έλεγε πρώτος το ένα έλεγε το άλλο ο άλλος.
Αυτό ελπίζω να το ξέρετε, έτσι ήταν αυτές οι ευχές.
Και μετά κατέβαιναν από το καμπαναριό όλοι ψέλνοντας και πριν μπουν στην εκκλησία οι πόρτες είχαν κλείσει και εμείς όλοι είμαστε κλειδωμένοι απ’ έξω.
Και έλεγε ο παπάς χτυπώντας την πόρτα το “άρατε πύλας……και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης” και απαντούσε από μέσα ο Γεωργαντάς που ήταν επίτροπος και έπαιζε και ντουμπανάρα, “τίς έστιν ούτος ο βασιλεύς τής δόξης” και άλλα τέτοια αρχαία και δύσκολα, και μετά που τα λέγανε τρεις φορές έδινε μια δυνατή σπρωξιά ο παπάς δήθεν, αλλά είχαν βγάλει εν τω μεταξύ την αμπάρα από μέσα, και άνοιγε η πόρτα και “Κύριος δυνατός και κραταιός” όπως έλεγε ο παπάς έμπαινε και κουνούσαν τους πολυέλαιους και γινόταν χαμός γιατί όλο αυτό ήταν κάτι σαν θέατρο που έμπαινε ο Χριστός λέει στον Άδη και νικούσε τον σατανά και οι πεθαμένοι, δηλαδή αυτοί που δεν βγήκαν στον νάρθηκα ανασταίνονταν μαζί του και τέτοια ωραία πράγματα.
Τότε ψαχνόμαστε και βρισκόμαστε σαν οικογένεια όλοι μαζί, λέγαμε τα Χριστός Ανέστη μας, τσουγκρίζαμε τα αυγά μας και μετά από λίγο φεύγαμε για το σπίτι μας, και όλο το χωριό και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με φωτάκια από τις λαμπάδες που όταν μας έσβηνε καμιά από τον αέρα ανάβαμε από άλλον, και δώστου τα “Χριστός Ανέστη” και δώστου τα «αληθώς” και τα «και του χρόνου» και όταν φθάναμε, ο μπαμπάς μου που ήταν ο πιο ψηλός και ο αρχηγός της οικογένειας έκανε τρεις σταυρούς από τον καπνό της λαμπάδας στο πάνω μέρος της πόρτας, ανάβαμε την λάμπα μας με τα ανεστημένα σπίρτα, τρώγαμε τα αυγά μας και πηγαίναμε για ύπνο αφού την σούπα μας την είχαμε φάει από νωρίς.
Ο μπαμπάς ξαναγυρνούσε στην εκκλησία που η λειτουργία συνεχιζόταν και τελείωνε αργά, γιατί κοινωνούσε.
Η μαμά μου δεν μας άφηνε μοναχούς στο σπίτι να πάει μαζί του, παρά ξάπλωνε στον καναπέ και τον περίμενε να γυρίσει για να του βάλει να φάει τη ζεσταμένη σουπίτσα πόσο μάλλον που νύστευε και τόσο καιρό.
Ξημέρωνε και η Κυριακή του Πάσχα, εμείς ξυπνάγαμε λίγο αργά και η μαμά μου είχε ήδη ετοιμάσει το ταψί με τα μπουτάκια του αρνιού και τις πατάτες για να φάμε το μεσημέρι και μετά να πάμε στην δευτερανάσταση και στο κάψιμο του “Εβραίου” που τον έκανε ο κ. Μήτσος εκεί στης “κοπριάς το πηγάδι”, και σήμαινε ότι τιμωρούσαμε τους κακούς που κάνανε κακό στον Χριστό μολονότι εκείνος είπε να συγχωρούμε και τους εχθρούς μας.
Καμιά φορά έκανε γεμιστό με ρύζι το στήθος από το αρνί, “του κουβάν”, έτσι νομίζω λέγεται στα χωριανά μου και ήταν λίγο σαν έθιμο στην Μυτιλήνη, αλλά είχε πολύ φασαρία, περίσσευε κιόλας πολύ, και το απέφευγε εκείνη τη μέρα που ήτανε κουρασμένη και ξενυχτισμένη για να είμαστε ειλικρινείς.
Εμείς εν τω μεταξύ είχαμε πάει μια βόλτα με την φίλη μου να δούμε τον Εβραίο, εγώ μετά φόβου θεού που φοβόμουν τις τρακατρούκες και τα φυσίγγια, και μετά χωρίζαμε να πάμε να ετοιμαστούμε και να φάμε γιατί η καμπάνα χτύπαγε τότε στις δύο η ώρα για να πάμε στην λειτουργία της “Αγάπης” όπως λεγόταν.
Και φόρεσα τα καλά μου, μία κόκκινη μάλλινη μπλούζα πλεγμένη με βελονάκι από την μαμά μου με σουρωτή φουστίτσα γαλάζια-μπλέ με άσπρα και κόκκινα λουλουδάκια και τα καινούργια παπουτσάκια μου και πήγαμε στην εκκλησία.
Μετά τις ψαλμωδίες και το ευαγγέλιο που το λέγανε σε πολλές γλώσσες για να δείξουν να, για Αγάπη σε όλο τον κόσμο και σε όλη την γη, ετοιμαστήκαμε για την περιφορά της Ανάστασης και βγήκαμε στον νάρθηκα πάλι, ψαλτάδες και παπάς και όλοι, και στεκόταν περιμένοντας στο προαύλιο ψέλνοντας και κόσμος πολύς πήγαινε να πιάσει την Ανάσταση που ήταν σε ένα κοντάρι επάνω. Για την εικόνα μιλάω. Και έριχναν και λεφτά σε ένα πανέρι. Για το καλό, που την κράτησαν.
Πολύ παλιά γινόταν κάτι σαν δημοπρασία με πλειστηριασμό, και την σήκωνε μόνο όποιος έδινε τα πιο πολλά χρήματα αλλά μετά άλλαξε το έθιμο που ήταν και άδικο εδώ που τα λέμε.
Τι δηλαδή μόνο οι πλούσιοι θα την σηκώνουν και θα έχουν την “χάρη” της;
Όπως λοιπόν καθόμαστε στον νάρθηκα με την μαμά μου και την φίλη της την θεία Μαρίτσα και περιμέναμε να αρχίσει η περιφορά, και γινόταν φασαρία, ψαλμωδίες, κουβέντες, ευχές, γέλια, και τα φυσίγγια πέφτανε συνέχεια, νοιώθω ένα έντονο κάψιμο πίσω στο λαιμό μου, πόνο και μια μυρουδιά μαλλιού καμμένου και άρχισα να τσιρίζω και να κλαίω και θύμωσε πολύ η μαμά μου με ένα κύριο πίσω μας που είχε δώσει στο παιδί του ένα από αυτά τα βεγγαλικά, τα αστράκια που καιγόταν βγάζοντας σπίθες, και δεν το πρόσεχε το παιδί του που ήταν μικρό και με πλησίασε πολύ, και έκαψε την μπλούζα μου, τα μαλλιά και τον λαιμό μου και χάλια γίναμε που πονούσα πολύ, αλλά και που μάλωσε η μαμά μου που ήτανε και η γιορτή της “Αγάπης” όπως είπαμε, και φύγαμε άρον-άρον από την εκκλησία και έχασα την περιφορά και το κάψιμο του Εβραίου και απόκτησα μεγάλο φόβο για τις τρακατρούκες, τα φυσίγγια, τα βεγγαλικά και τα τέτοια.
Και από τότε ούτε που ξαναβγήκα βράδυ Ανάστασης στον νάρθηκα.
Μέσα μένω με τους γέρους και τους “αμαρτωλούς στον Άδη” υποτίθεται, και περιμένω να μπουν οι απ’ έξω με τον “βασιλέα της δόξης” να με αναστήσουν και να πάω και εγώ στον παράδεισο.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.