Από την Κατερίνα Γραγουδά
Το χωριό μας στα μάτια μου όταν ήμουν μικρή δεν φάνταζε σαν κάτι όμορφο εξαιρετικό και σπουδαίο. Τα σπίτια του ήταν τα συνηθισμένα σπίτια των χωριών όλης της Μυτιλήνης. Σπίτια παλιά, τα περισσότερα λασπόχτιστα, άλλα ασοβάντιστα και άλλα σοβαντισμένα με πεσμένους συνήθως κατά τόπους σοβάδες, ξεφλουδισμένες μπογιές στα παράθυρα και στις πόρτες, με τα παλιά κεραμίδια τους που στα περισσότερα έτσι και έσπαζε ή μετακινιόταν κανένα, όταν έβρεχε, εκτός από το θόρυβο του αέρα, της βροχής, και την «μουσική» του νερού που έπεφτε στους τσίγκους, ακουγόταν και η εσωτερική μουσική από τις σταγόνες που έμπαιναν από τα χαλασμένα κεραμίδια, τρύπωναν στο ταβάνι, περνούσαν από τα ανοίγματα των ξύλων και έπεφταν στους κουβάδες και στα κατσαρόλια που ήταν αραδιασμένα στο πάτωμα για να το μαζεύουν. Πολλές φορές μετακινούσαμε ακόμα και τα κρεβάτια μας σε σημεία που δεν έσταζε, μέχρι να έρθει η άνοιξη να ανέβουν ξανά επάνω οι μαστόροι να φτιάξουν ή να αντικαταστήσουν τα χαλασμένα. Γιατί κάθε τόσο τα φτιάχναμε αλλά πότε από τον αέρα πότε από κανένα «ατσίδι» που έμπαινε μέσα για να φάει πουλιά η ποντίκια μετακινιόνταν, τρύπωνε το νερό, και οι παγωμένες σταγόνες μπορεί να σε βάζανε στο σημάδι.
Παγωμένα σπίτια χωρίς θέρμανση εκτός από το τζάκι στην κουζίνα, υγρασία που σου τρυπούσε τα κόκαλα και χειμωνιάτικο φυσικό ντους μια και του άλλου του κανονικού αγνοούσαμε ακόμα και την ύπαρξη.
Θυμάμαι τα βράδια την φασαρία που γινόταν όταν έτρεχαν τα ποντίκια και οι νυχτερίδες στο ξύλινο ταβάνι πόσο ανατριχιαστικό και φοβιστικό ήταν για εμάς τα παιδιά να τα ακούμε μέσα στο σκοτάδι και η φαντασία μας να οργιάζει, πιστεύοντας ότι φαντάσματα κυκλοφορούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Και κουκουλωνόμαστε χώνοντας ολόκληρο το κεφάλι μας στα παπλώματα και τα γόνατα μας ακουμπούσαν στο σαγόνι αφ’ ενός για να μην ακούμε τους θορύβους και αφ’ ετέρου μπας και ζεσταθούμε μέσα στα σκεπάσματα που ήταν πολλά και ασήκωτα αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερναν. Και δεν τολμούσαμε να κουνηθούνε και να αλλάξουμε θέση όλη νύχτα γιατί τα σεντόνια ήταν σαν να είναι βρεγμένα και το πρωί σηκωνόμαστε εντελώς πιασμένοι και κουρασμένοι.
Και έμπαζαν τα κουφώματα από παντού, έτριζαν τα ξύλινα πατώματα και οι σκάλες, μια ντουλάπα για όλους μας υπήρχε στην κρεββατοκάμαρα, δύο ντουλάπια στην κουζίνα με μια κουφέση, ένα τζάκι για μαγείρεμα και ζεστασιά τον χειμώνα, ένας νεροχύτης και όλα ήταν λιτά και προσαρμοσμένα στις τότε λιγοστές ανάγκες των ανθρώπων. Υπήρχαν βέβαια και τα πλουσιόσπιτα με τις μεγάλες σκάλες τους, τις επιβλητικές πόρτες τους με τα μπρούτζινα χερούλια και τα ρόπτρα, με τα πολλά παράθυρα και τα σκαλιστά σουβελίκια τους απ’ έξω, αλλά ποιος από εμάς τους μικρούς έδινε τότε σημασία σε τέτοια πράγματα. Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν το παιχνίδι και τα μάτια μας στο δρόμο μην πατήσουμε βρωμιές από τα ζώα ή μην σκουντουφλήσουμε σε καμιά πέτρα στους ντουσιμέδες.
Γιατί στο πίσω μέρος των σπιτιών στα μικράτα μου υπήρχαν οι αυλές που ήταν γεμάτες με τα ζώα που είχαν οι άνθρωποι για τις δουλειές τους, από βόδια μέχρι μουλάρια και γαϊδούρια, αλλά και πρόβατα, κατσίκες, κουνέλια και κότες, για τροφή, το γάλα και τα αυγά τους. Και εκτός από τις άσχημες μυρουδιές υπήρχαν και ακαθαρσίες στο δρόμο που περπατάγαμε, μολονότι η κάθε νοικοκυρά σκούπιζε το πρωί μπροστά από το σπίτι της και μάζευε τις βιρβιτσίλες και τις καβαλίνες, την κοπριά δηλαδή, για καθαριότητα αλλά και γιατί την χρησιμοποιούσαν σαν λίπασμα αφού προηγουμένως την άφηναν να «χωνέψει». Ντάμια και χαλάσματα έβρισκες σε κάθε γειτονιά που τα τελευταία ήταν συνήθως σκουπιδότοποι αλλά και παράδεισος για εμάς τους μικρούς επειδή σκαλίζοντας βρίσκαμε θησαυρούς από σπασμένα πιάτα ή τέστα πήλινα, ντενεκεδάκια από κονσέρβες της αμερικάνικης βοήθειας, ακόμα και απλά κεραμίδια, για να παίζουμε στολίζοντας τα στα σπιτάκια που φτιάχναμε με πετρούλες. Η χαρά μας ήταν τεράστια όταν στο κομμάτι τού πιάτου που βρίσκαμε υπήρχαν χρώματα και σχέδια, συνήθως λουλουδάκια πανέμορφα.
Σπίτια καινούργια ή περιποιημένα παλιά, φρεσκοβαμμένα, γινόταν όταν επρόκειτο να παντρευτεί κάποια κοπέλα και την προίκιζαν οι γονείς της που και αυτά με τα χρόνια πάλιωναν και σπάνια τα συντηρούσαν. Μόνο οι νοικοκυρές στις μεγάλες γιορτές πάντα ασβέστωναν το κάτω κομμάτι του τοίχου του σπιτιού και τα πεζοδρόμια τους και ομόρφαιναν οι γειτονιές μας ή έστω είχαμε την αίσθηση της φρεσκάδας και της πάστρας.
Ένα τέτοιο συνηθισμένο σπίτι ήταν και το δικό μας αρκετά μεγάλο χωρίς όμως πολυτέλειες. Τέσσερις κάμαρες υπήρχαν, η καλοκαιρινή κουζίνα με τον φούρνο στην αυλή, δυο κατώνια και ένα αποχωρητήριο. Δέντρα πολλά δεν είχε το χωριό μας έτσι κολλητά που ήταν τα σπίτια το ένα με το άλλο σύριζα στο δρόμο και χωρίς μπροστινά προαύλια, λίγες εξαιρέσεις σε πιο καινούργια υπήρχαν, ούτε πολλά λουλούδια μπροστά παρά μόνο πίσω, στις αυλές. Καμιά φορά έβλεπες σε παράθυρο κανά βασιλικό σε γλάστρα ή κανά γκαζοτενεκέ δίπλα στην πόρτα με λουλούδια. Σε πολλά σπίτια όμως υπήρχαν μπροστά φρίτζες με κληματαριές για δροσιά και σκιά τους καλοκαιρινούς μήνες και από πολλές μάζευαν και τα σταφύλια αν προλάβαιναν από τις σφήγκες και τους μπαμπούρους.
Έτσι και εμείς στο πλάι της μπροστινής, της καλής μας πόρτας, είχαμε φυτέψει ένα κλήμα, που έγινε με τα χρόνια τεράστιο, και ανεβασμένο σε σιδεριά έπιανε όλη την πρόσοψη του σπιτιού. Στις αρχές της άνοιξης μόλις φουσκώναν τα «μάτια» του το κλαδεύαμε. Από τα μάτια που αφήναμε έβγαζε τα πρώτα φυλλαράκια του και μετά σιγά σιγά θέριευε και μεγάλωναν «κληματζούρες» με τους «αβλαστούς» τους και άπλωναν, και κρεμόταν σαν παραβάν μπροστά και στα πλάγια, και σκάλωναν πιασμένοι με τις ψαλίδες τους ψηλά στα σύρματα που κράταγαν την πέργκολα, και χωνότανε παντού, μέχρι που πολλές φορές τους κόβαμε γιατί κινδυνεύαν να κλείσουν τα πάνω παράθυρα μας ή να κατέβουν μέχρι κάτω στο δρόμο. Αλλά είχαμε φυσική και ολόδροση τέντα το καλοκαίρι και καθόμαστε στα σκαλοπάτια μας και στα φαρδιά πεζοδρόμιά μας και κάναμε γειτονιό. Και την Πρωτομαγιά από εκεί έκοβε η μαμά μου ένα αβλαστό τον καθάριζε και μου τον έφερνε πρωί πρωί στο κρεββάτι με μέλι και τριαντάφυλλο για να γίνω λέει, γλυκειά, ρόδινη και λυγερή.
Το χωριό μας έτσι που το θυμάμαι εγώ στην δεκαετία του πενήντα- εξήντα μπορεί να φάνταζε στα μάτια μου ταπεινό και φτωχικό αλλά συγχρόνως ήταν γεμάτο ζωή. Με όλα τα σπίτια του κατοικημένα, οι δρόμοι γεμάτοι παιδιά, με πολλά μαγαζιά και καφενεία, με κόκκορες να μας ξυπνούν το πρωί με τα κικιρίκου τους μαζί με την μπουρού της μηχανής το χειμώνα και την καμπάνα για το σχολείο, βόδια να μουγκανίζουν, γαϊδούρια να γκαρίζουν, φωνές, γέλια και κλάματα, τραγούδια, χαμηλές ομιλίες για τα κουτσομπολιά αλλά και βρισιές και καυγάδες. Στα ανοιχτά παράθυρα σεντόνια απλωμένα να αεριστούν το πρωί, γυναίκες να παίρνουν νερό στην σειρά, παλιά από τα πηγάδια και μετά από τις βρύσες τις κοινοτικές, πριν βάλουμε νερό στα σπίτια μας, άλλες να τινάζουν χράμια και κουρελούδες, οι κρεββατές να δουλεύουν, οι κοπανίδες να χτυπούν τα ρούχα για να καθαρίσουν, τα μαναρέλια να κόβουν ξύλα, ταϊφάδες να φεύγουν για αγροτικές δουλειές, γυρολόγοι να διαλαλούν την πραμάτεια τους, αραμπάδες με τουλούμια γεμάτα λάδι ή δεμάτια σιταριού και κριθαριού να τα μεταφέρουν στα σπίτια, ζώα φορτωμένα με γομάρια ελιές ή κλαδιά και ξύλα και κόσμος πολύς και ζωή και ζωντάνια μέσα στους δρόμους.
Ραφτάδικα,τσαγκαράδικα, τουλγκέρικα, φαναρτζίδικα, σαμαρτζίδικα, πεταλωτίδικα, ατσγκαναριά, μπακάλικα, εμπορικά με υφάσματα, ψιλικατζίδικα, καπνοπωλεία, φουρνάρικα, ψαράδικα, και πολλά καφενεία υπήρχαν, εκτός από το κέντρο και σε πολλές γειτονιές. Αλευρόμυλους και δύο ελαιοτριβεία είχαμε ακόμα και εργοστάσιο που έφτιαχνε πιάτα, πιατέλες, φλιτζάνια και κούπες.
Υπήρχαν δύο μεγάλες εκκλησίες πανέμορφες, δύο σχολεία, το παλιό και το καινούργιο, κοινοτικό γραφείο και αργότερα έγινε και η αγροτολέσχη. Και γιατρό είχαμε, και συνεταιρισμό, και σύλλογο η Ομόνοια που παίζανε τα μέλη του μέχρι και μπρίτζ και πιο παλιά υπήρχε και φαρμακείο με φάρμακα φτιαγμένα και τριμμένα στο γουδί.
Αυτό ήταν με λίγα λόγια το χωριό μας μέχρι που άρχισε σιγά σιγά να αδειάζει. Πολύς κόσμος έφευγε στις πόλεις για καλύτερη τύχη και για να σπουδάσει τα παιδιά του, η κίνηση και τα μαγαζιά άρχισαν να λιγοστεύουν και χάθηκε η ζωντάνια. Μόνο τα σπίτια άρχισαν σιγά σιγά να φτιάχνονται από τους ξενιτεμένους που «καζάντισαν» στην πόλη και τό ‘χαν τάμα και καμάρι να φτιάξουν το πατρικό τους. Αλλάξανε τα παλιά κεραμίδια με γαλλικά για να μην φεύγουν από την θέση τους, τα παλιά ξεχαρβαλωμένα κουφώματα αντικαταστάθηκαν με καινούργια, προστέθηκαν δωμάτια και βάφτηκαν με ωραία χρώματα. Και ομόρφαινε το χωριό αλλά βασικά τα μάτια μας σηκώθηκαν ψηλά και είδαν λεπτομέρειες ακόμα και σε ταπεινά σπιτάκια, είδαν και θαύμασαν την τέχνη και το μεράκι των παλιών μαστόρων, είδαν όλα αυτά που πέρναγαν μέχρι τώρα απαρατήρητα, και έμαθαν να ξεχωρίζουν την αρχοντιά του παλιού και του παραδοσιακού και ακούγαμε και τα λόγια θαυμασμού των φίλων-επισκεπτών και αρχίσαμε να εκτιμούμε και εμείς το μικρό και μέχρι τότε «άγνωστο» και περιφρονημένο χωριό μας αλλά πάντα τόσο αγαπημένο.
Εμάς το σπίτι μας δεν είχε πολλά στολίδια. Το μεγάλο του στολίδι και σήμα κατατεθέν του ήταν η τεράστια κληματαριά μας που έπιανε από την μία του άκρη μέχρι την άλλη όπως σας είπα. -Πενήντα μέτρα αριστερά από τον πλάτανο το σπίτι με την μεγάλη κληματαριά, έλεγα όταν πήγα στο σχολείο στα παιδιά που με ρωτούσαν πιο είναι το δικό μας σπίτι, και καμάρωνα. Το χειμώνα έπεφταν τα φύλλα της και τής έμεναν μόνο οι κληματζούρες αλλά να την πάλι την άνοιξη, φρεσκοκλαδεμένη, πιστή στο ραντεβού της μεγάλωνε και μας χάριζε την σκιά της. Μόνο που μια αποφράδα μέρα ένα μεγάλο φορτηγό φορτωμένο μέχρι πάνω με άχυρα περνώντας, έμπλεξε στα σίδερα, τα στράβωσε, την μισό έριξε κάτω, και αναγκαστήκαμε να κόψουμε ένα μεγάλο κομμάτι της για να ισιώσουμε την πέργκολα περιμένοντας τον επόμενο χρόνο να ξαναζωντανέψει. Τον επόμενο όμως χρόνο η κληματαριά μας έμεινε ξερή δεν «άνοιξαν τα μάτια της» χωρίς να ξέρουμε την αιτία. Κάποιος είπε ότι της έριξαν δηλητήριο, άλλος ότι έπαθε σοκ. Το σοκ όμως ήταν δικό μας που κλαίγαμε όταν έπεσε και ξανακλαίγαμε όταν δεν ξαναπέταξε φυλλαράκια και αναγκαστήκαμε να την κόψουμε από την ρίζα. Και μου φαινόταν άσχημο το σπίτι μας και αγνώριστο όταν ξηλώσαμε και τα σίδερα και δεν ξαναφυτέψαμε κληματαριά πια, απλά μετά από λίγο καιρό το βάψαμε και εξαφανίστηκαν και τα τελευταία σημάδια της από τον τοίχο μας και πάλι απλά έμεινε μόνο η εικόνα της στην ψυχή μας να μας στοιχειώνει.
Εγώ έμενα πια Αθήνα και μόνο τα καλοκαίρια κατέβαινα στο χωριό. Στο χωριό που είχε αλλάξει πολύ, με κλειστά παράθυρα στα άδεια σπίτια, με κλειστά και τα περισσότερα καφενεία και μαγαζιά, με εξαφανισμένα τα πεζοδρόμια του και με τους δρόμους του τσιμεντένιους, χωρίς πολύ κόσμο, χωρίς ζώα να κυκλοφορούν με τα κουδούνια τους, χωρίς κοκόρια να μας ξυπνούν, χωρίς πολλά παιδιά να τρέχουν και να παίζουν στους δρόμους και στις αλάνες. Και στο σπίτι μας όμως υπήρξε αλλαγή. Κάναμε και εμείς προσθήκη δωματίου αλλά και στην θέση του κλήματος μας ένα νυχτολούλουδο κατακόκκινο είχε φυτρώσει από μόνο του. Σε λίγο χώμα που βρήκε εκεί δίπλα στην πόρτα. Όπως και σε πολλά άλλα μέρη άλλως τε του χωριού, δεν ξέρω και πως ούτε πότε φύτρωσαν γιατί παλιά δεν υπήρχαν εκτός αν τα έτρωγαν τα ζώα που πολλές φορές τότε γυρίζαν ελεύθερα στο χωριό. Και λουλούδισαν και γέμισαν χρώμα οι σκονισμένες γωνιές του όπου είχε μείνει ακόμα λίγο χωματάκι. Το δικό μας το φρόντιζε η μαμά μου όσο ζούσε και το πότιζε και αυτό μας έδινε απλόχερα την ζωντάνια το χρώμα και την ομορφιά του. Και κάθε χρόνο, ακόμα και όταν εκείνη πέθανε, αυτό εκεί, μας περίμενε, χωρίς να έχει καμιά φροντίδα από κανέναν, πανέμορφο και λουλουδιασμένο.
Και έγινε ο φοβερός σεισμός που έβαλε σημάδι το όμορφο χωριό μας, και κατακοκκίνησε ο τόπος όχι από νυχτολούλουδα μόνο αλλά και από κόκκινους σταυρούς στα καταδικασμένα να κατεδαφιστούν σπίτια. Ένα από τα καταδικασμένα ήταν και το πατρικό μου. Και έφθασε η μαύρη μέρα της κατεδάφισης και πάει η ζωή μας όλη, αυτή που ζήσαμε μαζί του, όλες οι γνωστές και αγαπημένες γωνίτσες, και ο φανός στην κρεββατοκάμαρα και το εικονοστάσι, η κουφέση και η γωνιά, μαζί και οι νεράιδες των παραμυθιών και τα φαντάσματα στο ταβάνι, οι αγωνίες και οι χαρές που νοιώσαμε μέσα στους τέσσερις τοίχους του πάνε όλες, έγιναν χαλάσματα, και τα χαλάσματα σκέπασαν και το νυχτολούλουδο που επί τόσα χρόνια μόνο του και αφρόντιστο επέμενε «να ανθεί και να λουλουδίζει». Και πάει τέλειωσαν τα κόκκινα χρώματα, θάφτηκαν τα μαρκαρίσματα με τους σταυρούς, θάφτηκαν και τα νυχτολούλουδα, και έμεινε μόνο πόνος και μαυρίλα στην καρδιά μας.
Μια μέρα βλέποντας φωτογραφίες φίλων στο Facebook είδα μία ανεβασμένη από την Μυρσίνη με τίτλο κάτι σαν, «ζωή και ελπίδα μέσα από τα χαλάσματα» που έδειχνε ένα μικρό φρεσκότατο φυτό να ξεφυτρώνει μέσα από κάποια μπάζα. Τότε δεν πήγε ακριβώς το μυαλό μου, άλλως τε γεμάτο μπάζα είναι το χωριό, μπάζα όμοια και απρόσωπα που δεν θυμίζουν σε τίποτα τα σπίτια από τα οποία προέρχονται, μέχρι που άλλος φίλος, ο Κώστας, μού αφιέρωσε μία άλλη φωτογραφία μετά από λίγο καιρό, μιλώντας και αυτός για μία νότα ελπίδας, που έδειχνε ένα ολάνθιστο νυχτολούλουδο να βγαίνει μέσα από τα μπάζα, ένα νυχτολούλουδο που επιτέλους το γνώρισα, ναι, ήταν το δικό μας νυχτολούλουδο εκεί που θα έπρεπε να ήταν το σπίτι, εκεί που θα έπρεπε να ήταν η καλή μας πόρτα, εκεί δίπλα της, στο κομματάκι από χώμα που έμεινε στο τσιμέντο, εκεί που πολύ παλιά φύτρωνε το κλήμα μας, εκεί που καθόμαστε τα βράδια του καλοκαιριού στα σκαλοπάτια μας και λέγαμε ατέλειωτες ιστορίες όλοι μαζί, με τους γονείς μου, τους συγγενείς μας και τους αγαπημένους μας γειτόνους.
Και συγκινήθηκα και ξαναέκλαψα για όλα που χάθηκαν, για όλους που δεν ζουν πια και για το ταπεινό λουλουδάκι που επιμένει «να ανθεί και να λουλουδίζει» ακόμα, δίνοντας με το πείσμα και την θέληση του για ζωή, ένα μήνυμα ελπίδας σε όλους μας.
Νομίζω ότι αυτό το λουλουδάκι με τον τρόπο του μας λέει: Μυρσίνη, Κώστα, Γιώργο, Μαρία, Δημήτρη, Κατερίνα, εγώ τα κατάφερα. Τα νίκησα τα μπάζα. Μην το βάζετε λοιπόν κάτω. Μπορείτε να τα καταφέρετε και εσείς.
Χρωστάω φωτό του ανθισμένου νυχτολούλουδου που κάπου προφανώς από υπαιτιότητα μου, δεν γνωρίζω καλά την τεχνολογία, χάθηκε. Σύντομα θα επανορθώσω.
Πάντα γλαφυρή Κατερίνα μας
Το ταλαιπώρησα λίγο τον Στρατή και τον ευχαριστώ γι αυτό αλλά τελικά τα καταφέραμε. Το νυχτολούλουδο και ανθισμένο. Επίσης ευχαριστώ την Μυρσίνη Μαργιετα και τον Κώστα Κωστακη που μου ξανά έστειλαν τις φωτό του λουλουδιού που εκείνοι τράβηξαν πριν από καιρό.
Και στη δική μου γειτονιά το σπίτι της Αντιοπης είναι σμπαραλια, ετοιμόρροπο, κι όμως απ έξω ανθίζει το χωνάκι και το πενταφυλο, υπάρχει ελπίδα……. Ειρήνη Λαμπριδου