Στη μνήμη της Στρατούλας
´Ηταν εκεί μεσ’ στο σοκάκι με τις τσουκνίδες και τις μολόχες,
με το “έβγα τσουκνίδα έμπα μολόχα”όταν μας τσίμπαγαν τα πόδια
με τις ανοιχτές ολοκόκκινες παπαρούνες
και τις άλλες που ήταν μπουμπούκια ακόμα
και τις κάναμε ανοίγοντας τες να μοιάζουν με κυρίες
με μακρυά τουαλέτα και πράσινη μπέρτα αλλά χωρίς κεφαλάκι.
´Ηταν οι άσπρολουλούδες και τα χαμομηλάκια που μοσχομύριζαν
και οι συμβουλές των μαμάδων μας: Προσέχετε τα φίδια.
Ήταν του Σφούνη ο μπαξές με τον θόρυβο του νερού
που έτρεχε στην χαβούζα,
με τα καλάμια τα δέντρα και τα μπαξαβανκά,
το κουάξ κουάξ των βατράχων.
Τα παιχνίδια μας στην σκαλίτσα του μικρού σπιτιού
που ακατοίκητο περίμενε τον επόμενο ένοικό του.
Το δήθεν νοικοκυριό από κομμάτια σπασμένων πιάτων
και κεραμίδια μαζεμένα από τα χαλάσματα.
Είμαστε εμείς που χωρίς κανένα φόβο και ντροπή
κατεβάζαμε το βρακί μας και κατουράγαμε στο χώμα
για να μην γυρίσουμε σπίτι και σταματήσουμε το παιχνίδι.
Ήταν η Αγία Μαρίνα μας η γειτονιά της καρδιάς μου,
η γιαγιά μου, η Τακτικούδαινα, η Αγγέλα με το τρανταχτό γέλιο.
Ήμουν εγώ, η Στρατούλα, η Χρύσα, ο Γιώργος, ο Μανώλης…
Ήταν τα όμορφα παιδικά μας χρόνια.
Τώρα το πουλόβερ ξηλώνεται χωρίς σταματημό.
Έφυγε και η Στρατούλα της κυρα-Αγγέλας η μοναχοκόρη.
Και μένουμε εμείς όλο και φτωχότεροι με τις θύμισες.
Θύμισες που ο σεισμός και η καταστροφή του χωριού
τις κάνει πιό δυνατές και πιό έντονες
αλλά που συγχρόνως με συγκινούν και με πονάνε.