Το δικό μας Πολυτεχνείο όπως το ζήσαμε
Δεν ξέρω αν οι ήρωες γεννιούνται ή γίνονται πάντως εγώ ήρωας δεν έγινα ποτέ.
Οι γονείς μου ειδικά η μαμά μου ήταν από τους ανθρώπους που είχαν φοβηθεί τα πολιτικά και τα κομματικά λόγω και του αδερφού της που κυνηγήθηκε γιατί ήταν κομμουνιστής και πάντα μας απέτρεπε από το να ανακατευθούμε σε οτιδήποτε, λέγοντας μας να κοιτάμε τις σπουδές μας, και δε χρειάζεται να βγάλουμε εμείς το φίδι από την τρύπα, και να μην ανακατευόμαστε με τα πίτουρα, που παρεπιπτόντως δεν καταλάβαινα και ποιά ήταν τα πίτουρα, γιατί θα μας φάνε οι κότες, και τέτοια.
Δεν ξέρω αν και αυτό το “καθήστε στα αυγά σας” το έλεγε σε αυτή την περίπτωση ή για κάτι άλλο, πάντως ταίριαζε και εδώ.
Αυτά περισσότερο στον αδερφό μου ειδικά όταν έγινε φοιτητής και είχε το αγωνιστικό πνεύμα των νέων γιατί εγώ περί άλλων ετύρβαζα εκείνη την εποχή.
Μιλάμε για το 1960-61 που ήμουν σχετικά μικρή και φυσικά καθόλου πολιτικοποιημένη.
Και όμως λυπήθηκα πολύ, γιατί είδα τον μπαμπά μου λυπημένο το 1961 ,που ήταν Παπανδρεϊκός και δεν ψήφισε τον βουλευτή που ήθελε γιατί εμμέσως πλην σαφώς εκφοβήθηκε και ψήφισε αυτόν της ΕΡΕ που μάλιστα αναγκαστήκαμε να πάμε και στον πλάτανο στην προεκλογική του συγκέντρωση και να χειροκροτάμε
Το λόγο δεν τον έμαθα ποτέ.
Ένοιωσα μέσα μου όμως μια μεγάλη ντροπή και ένα μίσος για αυτούς που μας έκαναν να νοιώσουμε μειωμένοι και αυτό δεν τους το συγχώρησα ποτέ.
Και μετά άρχισε ο ανένδοτος, και βγήκε ο Παπανδρέου, που τον ψήφισαν οι δικοί μου αυτή τη φορά, και τον λάτρεψα και προσωπικά, γιατί μας έδωσε την δυνατότητα να γράψουμε στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο την έκθεση στην δημοτική, που την χειριζόμουν πολύ ωραία, και με βοήθησε στην εισαγωγή μου γιατί πήρα πολύ μεγάλο βαθμό.
Αλλά μέχρι εκεί πάλι.
Μπήκα λοιπόν στο πανεπιστήμιο και εξακολούθησα να τυρβάζω περί άλλων, ίσως δεν βρέθηκα και στο κατάλληλο περιβάλλον και δεν πρόλαβα να ασχοληθώ καθόλου με την πολιτική, απλά μάθαινα λίγα από συζητήσεις, περί κατάπτυστων επιστολών του βασιλιά και παραίτηση του Παπανδρέου, αποστασίες βουλευτών και διορισμένους πρωθυπουργούς, και μετά που άρχισα να ωριμάζω λίγο, με πρόλαβε η δικτατορία.
Κατά βάθος, πολύ στο βάθος όμως, επαναστάτρια ήμουν, και με τον φτωχό και τον κατατρεγμένο ήμουν, είχα διαβάσει και πολλά βιβλία ανάλογου περιεχομένου, αλλά στα φανερά “έκανα την πάπια” γιατί φοβόμουν, και μάλλον αυτά τα περί πίτουρων και φίδια που βγαίνουν από τρύπες και δε συμμαζεύεται, μου είχαν μείνει κάτι σαν φοβος στα κόκκαλά μου, επηρεασμένη από τις συμβουλές της μαμάς μου.
Εν τω μεταξύ είχα γνωρίσει και τον κόσμο των καλλυντικών και άνθρωποι σοβαροί που πιθανώς να θέλαν να με προσεγγίσουν για κάτι ηρωικό, λέμε τώρα, με απέφευγαν γιατί δεν τους ενέπνεε η εξωτερική εμφάνισή μου, κάτι σε χαζογκόμενα έφερνα, έτσι “πασαλειμμένη” με μπογιές που κυκλοφορούσα, όπως έλεγε η μαμά μου, μολονότι μερικές φορές σε συζητήσεις μεταξύ συμφοιτητών, από άγνοια κινδύνου, εξέφραζα ιδέες επαναστατικές, που είχα ξεσηκώσει από τα βιβλία.
Και τελείωσα το πανεπιστήμιο “αβρόχοις ποσί” και κοιτάγαμε την δουλειά μας όπως είπε κάποτε ο Παπαδόπουλος ο δικτάτορας και τίποτα δεν παθαίναμε, και δεν μαθαίναμε και πολλά πράγματα για συλλήψεις και βασανισμούς ανθρώπων που έκαναν αντίσταση.
Παντρεύτηκα το 1971 και συγχρόνως άρχισα να εργάζομαι σαν οδοντίατρος.
Σπίτι και ιατρείο μαζί.
Και ένα μεσημέρι που είχαμε ξαπλώσει με τον άντρα μου χτυπάει το κουδούνι, σηκώνομαι νομίζοντας ότι είναι ασθενής, ντύνομαι όπως όπως, ανοίγω την πόρτα και…
Χαίρεται σας πιάσαμε εξ απροόπτου και στον ύπνο μήπως;
Δεν ειπώθηκε, αλλά εγώ έτσι αισθάνθηκα βλέποντας έναν αστυνομικό με στολή να στέκεται απ’ έξω.
Μικρός και γλυκός ήταν, αλλά η στολή του “οργάνου της τάξεως” δεν απέπνεε εκείνους τους χαλεπούς καιρούς καμία μα καμία εμπιστοσύνη.
Ο δε εφησυχασμός λόγω γλυκύτητας προσώπου προς το παρόν μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, άκαιρος.
Και μπαίνει μέσα ευγενέστατος μεν, αλλά η ανάκριση ανάκριση.
Από το πότε και πού γεννήθηκα, μέχρι τι χρώμα βρακί φορούσε η προγιαγιά μου η Παλογού, τρόπος του λέγειν.
Και να με κόβει κρύος ιδρώτας και να με ζώνουν τα μαύρα φίδια και να “κλάνω μέντες” έκφραση λίγο άκομψη μεν, αλλά που αποδίδει πλήρως το πώς ένοιωθα εκείνη την στιγμή.
Και ήταν τόσο εμφανής η ανησυχία μου που το παιδάκι με την στολή που στην αρχή ήταν και αυτό “ψαρωμένο” όταν με πρωτοαντίκρυσε στην πόρτα, διότι όχι που θα το παινευτώ, αλλά ήμουν τότε όμορφη και νέα, πήρε τα επάνω του και με υπερπροστατευτικό ύφος μου είπε:
-Μην ανησυχήτε τυπικό είναι το θέμα. Απλά κάνατε μία αίτηση για να συμβληθείτε με το ταμείο των στρατιωτικών και ελέγχουμε ποιά είστε.
Τώρα πώς συγκρατήθηκα και δεν τον φίλησα να πάω μέσα και για αποπλάνηση ανηλίκου είναι θαύμα.
Επίσης το τί κακό θα μπορούσα να κάνω εγώ στους στρατιωτικούς ως οδοντίατρος για να με περνάνε από τέτοια εξονυχιστική ανάκριση, απορίας άξιον και με ξεπερνάει.
Εκτός, αν φοβόταν ότι με τον τροχό ή την τανάλια στο χέρι θα μπορούσα να αποσπάσω κρατικά μυστικά από τους ασθενείς μου, πράγμα εδώ που τα λέμε καθόλου απίθανο να πέρναγε από το άρρωστημένο μυαλό τους, αν σκεφτείς την κακή φήμη των οδοντιάτρων και πιθανώς την μη χρησιμοποίηση αναισθητικού.
Και επιστρέφω στην κρεββατοκάμαρα μας ανακουφισμένη, ο αντρούλης μου κοιμόταν μακαρίως, και τον ξυπνώ να του διηγηθώ την περιπέτεια μου και πώς ανταπεξήλθα ηρωικά στην ανάκριση, και βάζει τα γέλια και με προσφωνεί χαζό και μου λέει, βρε μες στο σπίτι σου θα σου κάνανε ανάκριση ή θα σε μπουζουργιάζαν στην ασφάλεια αν σε υποπτευόταν για κάτι;
Λέξεις και εκφράσεις χαμαιτυπείου, αλλά εμένα τίποτα δεν με άγγιζε εκείνη τη στιγμή γιατί πέταγα από την χαρά μου που γλύτωσα.
Τώρα από τί γλύτωσα μια και δεν είχα κάνει τίποτα είναι άλλο θέμα.
Το θέμα είναι “ου μπλέξεις”, άσε που είχα να διηγούμαι και κάτι στους φίλους μας.
Και υπεγράφη η σύμβαση και απέκτησα και ασθενή ταξίαρχο παρακαλώ, που με αγαπούσε και με εκτιμούσε πάρα πολύ διότι βοήθησα την μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι του που την έκανε και μεγάλος, μετράνε όλα αυτά που σας λέω και μην κοροϊδεύετε, να ξεφοβηθεί τον οδοντίατρο.
Κοντούλης και στρουμπουλούλης και γλυκούλης ήταν ο ταξίαρχός μου και δεν μου ενέπνεε κανένα φόβο ή σεβασμό αλλά μια οικειότητα και μια φιλία.
Και μια μέρα εκεί που συζητούσαμε για άσχετα πράγματα και γελάγαμε και έκανα εγώ πλακίτσες μου λέει με το ποιό σοβαρό ύφος του κόσμου:
-Κατερίνα μου καλά που είμαι εγώ που σε ξέρω καλά και σε συμπαθώ, αλλά δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, και το Λουντέμη φάτσα κάρτα στην βιβλιοθήκη σου και μάλιστα το “Οδός αβύσσου αριθμός μηδέν” γιατί το έχεις; Δε ξέρεις οτι μπορεί να σε κάψει και να σε τραβάνε στις ασφάλειες; Γρήγορα να τα εξαφανίσεις όλα.
Και εγώ το βλαμμένο συνέχισα να κάνω πλάκες του στύλ θα με βγάλεις εσύ για να μην με χάσεις και να έχεις καλό οδοντίατρο και για να μήν τα πολυλογώ την άλλη μέρα συνειδητοποίησα το μέγεθος της βλακείας μου και τα…εξαφάνισα κάνοντας και δεύτερη βλακεία.
Τα πήρα από την πρώτη θέση, την φάτσα κάρτα που λέμε, και τα έβαλα στην πίσω σειρά, είχα πολλά βιβλιά στην βιβλιοθήκη, να μην φαίνονται .
Λες και άμα αποφάσιζαν να ψάξουν θα κοίταζαν μόνο τους τίτλους των μπροστινών.
Άγνοια κινδύνου, αφέλεια ή δήθεν ενδομύχως αντίσταση και ηρωική πράξη να μην είμαστε και τελείως “ρόμπες και ξεφτίλες”;
Ιδέα δεν έχω τί μπορεί να σκεφτόμουν εκείνη την εποχή.
Μάλλον το ανευθυνότητα και χαζομάρα μου κολλάει καλύτερα.
Πάντως δόξα τω Θεώ, την βγάλαμε καθαρή και τα βιβλία υπάρχουν ακόμα.
Καλοκαίρι του 1973 στο “Μεγάλο μας τσίρκο” του Καμπανέλλη πρώτοι και καλύτεροι και μια αίσθηση υπερηφάνειας για τον προδομένο λαό μας και σύμπνοιας και ελευθερίας μας κατέκλυσε.
Το έργο τελικά κατέβηκε λίγο πρίν από το “Πολυτεχνείο” μετά και την σύλληψη της Καρέζη και του Καζάκου, και ξανανέβηκε με την ίδια τεράστια επιτυχία αμέσως μετά.
Και κάθε φορά που ανέβαινε πηγαίναμε και το βλέπαμε για την αίσθηση της αδερφοσύνης και την ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας που μας χάριζε.
Νοέμβριος του 1973 και περνάει ένας πολύ φίλος από τα παλιά, που δούλευε στην ασφάλεια, όπως βλέπετε είχα “κονέξια” με όλους τους τύπους εξουσίας, δημοκρατικό παιδί και δεν ξέρω πώς ξέμεινε στην ασφάλεια αλλά ξέρω ότι βοήθησε πολύ κόσμο, και μου είπε να βρω ένα σταθμό στο ραδιόφωνο, σταθμό ερασιτεχνικό που θα λέει:
-Εδώ Πολυτεχνείο εδώ Πολυτεχνείο σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων μαθητών, των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων.
Είχαν προηγηθεί οι διεκδικήσεις και η κατάληψη στην Νομική των φοιτητών, αυτά επί Μαρκεζίνη με την επίφαση λίγης δημοκρατίας που τα επέτρεψε, και κάτι μαθαίναμε και εμείς αλλά όχι σπουδαία πράγματα αφού υπήρχε παντού λογοκρισία.
Και βρίσκω το σταθμό και αυτό ήταν, κόλλησα.
Με το που τελείωνα από ασθενή έτρεχα να ακούσω τις φωνές των παιδιών που με γέμιζαν λαχτάρα και περηφάνεια και προσμονή για την αλλαγή.
Μέχρι που ήρθε η αποφράδα μέρα της 16ης του Νοέμβρη βράδυ αργά, ο άντρας μου είχε γυρίσει από την δουλειά κατά τις έντεκα, κολλημένη όπως σας είπα στο ραδιόφωνο, και τα παιδιά να κάνουν εκκλήσεις να κατέβουμε με φάρμακα και τρόφιμα όλοι στο Πολυτεχνείο γιατί τους πυροβολούσαν και ζητούσαν και γιατρούς, και πριν προλάβει καν κάτι να φάει τον πείθω να πάμε εκεί, και να προσφέρουμε ότι μπορούμε.
Και αδειάζουμε το φαρμακείο μας σε σακούλα, και ξεκινάμε με τα πόδια από περιοχή Γηροκομείου παίρνοντας την Πανόρμου και φτάνουμε Αλεξάνδρας.
Ο δρόμος άδειος από αυτοκίνητα και γεμάτος κόσμο που με ενθουσιασμό κατέβαινε προς τα οδοφράγματα που είχαν στηθεί παρακάτω.
Μαζί τους και εμείς είχαμε φτάσει μέχρι τα Παναθήναια.
Και ξαφνικά ακούγεται κάτι σαν βουή, ένας θόρυβος που σιγά σιγά δυνάμωνε, μέχρι που έγινε αποκρουστικά δυνατός και η γη άρχισε να τρέμει κάτω από τα πόδια μας.
Ήταν οι σειρήνες και οι ερπύστριες των τάνκς που κατέβαιναν την Αλεξάνδρας.
Ο θόρυβος συνέχισε να δυναμώνει και έκαναν και αυτά την εμφάνισή τους έχοντας ένα τεράστιο προβολέα το καθένα που σάρωνε την περιοχή, και ο κόσμος ο ενθουσιώδης μέχρι πριν λίγη ώρα, έτρεχε τώρα να κρυφτεί αλλόφρονας στα στενά και στους παράδρομους.
Και να έχω και τον ξύπνιο τον άντρα μου να με κρατά καθηλωμένη στην μέση του δρόμου πάνω στην κεντρική νησίδα, και να μου λέει λες και είμαστε στην χώρα του παραλόγου:
-Την γενναία δεν ήθελες να μου κάνεις; Εδώ σε θέλω.
Πού θα την κάνω χριστιανέ μου την γενναία; Στα τάνκς;
Πώς δεν φάγαμε καμιά αδέσποτη έτσι που είχαν πλησιάσει εν τω μεταξύ πολύ, ένας θεός το ξέρει.
Και τελικά τρέξαμε και εμείς και χωθήκαμε σε μια πάροδο λαχανιασμένοι και τρομαγμένοι να γλυτώσουμε.
Είχε πάει 1.30 η ώρα όταν πήραμε τελικά τον δρόμο της επιστροφής μέσα από του Γκύζη και πίσω από τις φυλακές Αβέρωφ και ακούγαμε τον θόρυβο από το σπάσιμο των οδοφραγμάτων που είχαν στηθεί εκεί κάπου στην στάση Σόνια.
Και πλήθος κόσμος στα ανοιχτά παράθυρα και τις βεράντες να μας ρωτάει χαμηλόφωνα τί έγινε, με σπαραγμό και λυγμό στην φωνή, λες και είχαμε επιτάφιο.
Κανείς δεν κοιμόταν εκείνη τη νύχτα στην Αθήνα.
Φτάνουμε σπίτι και ανοίγουμε πάλι το ραδιόφωνο και ειλικρινά ούτε στον χειρότερο εχθρό μου αυτό που ζήσαμε εγώ και ο άντρας μου ακούγοντας τις σπαρακτικές εκκλήσεις των παιδιών που δεν ήταν δικά μας, που δεν τα γνωρίζαμε προσωπικά, αλλά ήταν σαν δικά μας, παιδιά όλης της Ελλάδας, αδέρφια μας όπως λέγαν.
Και εκεί στον εθνικό ύμνο που θα ράγιζαν και τα βουνά άν τους άκουγαν, “σπάσαμε” και αρχίσαμε τα κλάματα και τους λυγμούς ειδικά εγώ, χωρίς σταματημό.
Με πρισμένα μάτια, με χολή στο στόμα και πίκρα στην καρδιά πέσαμε να κοιμηθούμε.
Απέναντι από το διαμέρισμά μας στην ίδια πολυκατοικία μένανε δυό κοπελίτσες που σπουδάζαν στο Πολυτεχνείο, από μια μπουκιά άνθρωποι η κάθε μία, αδυνατούλες και κοντούλες, που ξέραμε ότι ήταν μέσα τις προηγούμενες μέρες και ανησυχούσαμε.
Χτυπάει την επομένη η πόρτα μας Σαββάτο πρωί, και ήταν η μαμά της μίας και μας ρώτησε άν μπορούσαν να έρθουν μαζί με τα κορίτσια σπίτι μας να μάθουν νέα από εμάς, μας είχαν ακούσει που γυρίζαμε το προηγούμενο βράδυ αλλά δεν τόλμησαν να μας ρωτήσουν τί ξέραμε που ήταν και πολύ αργά, αλλά και από την τηλεόραση που αυτές δεν είχαν, και να μιλήσουμε για τα συμβάντα.
Εγώ υποπτεύθηκα ότι θέλαν να λείπουν και από το σπίτι τους για παν ενδεχόμενο. Αυτό μας το εκμυστηρεύθηκαν και οι ίδιες μετά.
Ήξεραν ότι θα είχαν συλληφθεί φίλοι τους οι οποίοι αργά ή γρήγορα θα μιλούσαν και για εκείνες, θα τις κάρφωναν δηλαδή, πράγμα που το θεωρούσαν όμως τελείως φυσιολογικό.
Το θέμα είναι μας έλεγαν, να μην σε πιάσουν. Διαφορετικά δεν αντέχονται τα βασανιστήρια και σε κάνουν αυτοί και μιλάς.
Και μας είπαν ότι τυχαία δεν ήταν το βράδυ στο Πολυτεχνείο γιατί ήρθαν να πλυθούν και να επιστρέψουν μετά, αλλά τις πρόλαβαν τα γεγονότα, μπλοκαρίστηκαν απ’ έξω και γύρισαν πίσω, αλλά θα φύγουν ελπίζουν σήμερα για να κρυφτούν επειδή αργά ή γρήγορα θα τις ψάξουν, και να κάνουμε λίγο παρέα στην μαμά η οποία θα έφευγε την επομένη για τα Γιάννενα και να την στηρίξουμε ψυχολογικά.
Και καθήσαμε και φάγαμε και είπαμε και του κόσμου τα πράγματα άσχετα και σχετικά με το θέμα, και έφυγαν μόλις ψιλονύχτωσε τα κορίτσια και έμεινε μαζί μας η γυναίκα, και προσπαθήσαμε όσο μπορούσαμε να την στηρίξουμε πράγμα λίγο δύσκολο εκ των πραγμάτων.
Γιατί τί να πεις σε μια μάνα που έστειλε τα παιδιά της για σπουδές και τώρα τα βλέπει να φεύγουν για να κρυφτούν και να μην ξέρει ούτε που θα παν ούτε τι θα απογίνουν.
Έτσι έγινε, και ενημερωτικά σας λέω ότι τα κορίτσια κρυβόταν μέχρι την μεταπολίτευση σε ένα πατάρι γνωστών ενός γνωστού των γονιών τους υπεράνω υποψίας, και μπράβο στους ανθρώπους που καθόλου δεν ήξεραν τα κορίτσια αλλά από ιδεολογία και μόνο τα βοήθησαν, και το κράτος των συνταγματαρχών με αυτόν τον τρόπο εξουδετέρωσε δύο από τους τρομερούς εχθρούς της πατρίδας.
Ήρθαν αμέσως να μας δουν αρχές Αυγούστου του 1974 και όταν τις είδα ήταν από μισή μπουκιά και οι δύο, αδυνατισμένες και ταλαιπωρημένες.
Η δε μία τους που είχε μαλλιά πολύ σγουρά και τα έκοβε πολύ κοντά παλιά, έμοιαζε σαν τους “μαύρους πάνθηρες” με το άφρο μαλλί τους, αφού είχε να κουρευτεί δέκα μήνες περίπου, όσο το διάστημα που κρυβόταν.
Εν τω μεταξύ για να γυρίσουμε σε μας, την Κυριακή παντρευόταν ο φίλος μας ο Δημητράκης που μας είχε παντρέψει κιόλας, στην Αγία Σοφία του Νέου Ψυχικού, και το δώρο για το γάμο του που ήταν και βαρύ, ο άντρας μου το είχε αφήσει στο γραφείο του που ήταν πίσω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη.
Από το κατάστημα το είχαν πάει εκεί και θα το έφερνε με ταξί στο σπίτι μεσημέρι Σαββάτου μετά την δουλειά.
Δουλειά δεν πήγε αφού υπήρχε χαμός και φασαρίες στο κέντρο και ξεκινάει την επομένη, από τους Αμπελόκηπους να πάει με τα πόδια στο Σύνταγμα.
Για το δώρο.
Με απαγόρευση κυκλοφορίας.
Και εγώ δεν τον απέτρεψα, εγώ η υποτίθεται συντηρητική και φοβιτσιάρα.
Ίσως πάλι από άγνοια κινδύνου, ίσως από περιέργεια, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, διασχίζει τους έρημους δρόμους της Αθήνας, και φτάνει στο κέντρο.
Αντιμέτωπος με τον στρατό.
Αυτός και τα τάνκς.
Ήταν ακροβολισμένα εκεί γύρω από τον άγνωστο στρατιώτη.
Όταν με το καλό γύρισε μου εξομολογήθηκε πόσο καταθλιπτικό και άγριο ήταν το θέαμα της ερημιάς και της φοβέρας που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα και πόσο τραγικά άσχημα ένοιωσε.
Τώρα το πώς δεν έφαγε σφαίρα, υποθέτω ότι τον πέρασαν μάλλον για δικό τους παιδί, γιατί πόση αποκοτιά μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι υπάρχει στον κόσμο, όταν είναι μάλιστα μέσα στο τάνκς με ένα οπλοπολυβόλο στο χέρι;
Εν τω μεταξύ με παίρνει τηλέφωνο η μέλλουσα νύφη και κουμπάρα μου για να μου πεί ότι λόγω απαγόρευσης κυκλοφορίας ο γάμος θα γινόταν μεν, αλλά με ειδική άδεια από την αστυνομία σε στενό οικογενειακό κύκλο, μα τόσο στενό που δεν μπορούσαμε να παραβρεθούμε.
Μόνο γαμπρός, νύφη, κουμπάρος, γονείς, αδέρφια και ο παπάς.
Και όχι τίποτα που έκανα και δίαιτα μήπως δεν μπαίνω στο στενό καλό φόρεμά μου.
Και ξαναγλύτωσαν οι συνταγματάρχες την ανατροπή τους την οποία σχεδίαζαν πιθανόν, οι καλεσμένοι ενός γάμου στο Νέο Ψυχικό.
Νάχουμε να θυμόμαστε που λένε.
Και ξημερώνει Τετάρτη πρωί, είχε αρθεί και η απαγόρευση της κυκλοφορίας, και ανοίγει την πόρτα ο Γιώργος ο άντρας μου να πάει στην δουλειά, και εκεί στον διάδρομο, βλέπει δυο τύπους λίγο ύποπτους απ’ ότι μου εκμυστηρεύτηκε μετά, που έδειχναν σαν να περιμένουν κάτι.
Και με περισσή αφέλεια τους ρωτάει αν έχουν πρόβλημα πόνου στα δόντια τους και περιμένουν τον οδοντίατρο να ανοίξει.
Και εισέπραξε ένα σκαιότατα και κατηγορηματικό όχι και προφανώς κατάλαβε ότι η συζήτηση δεν έπρεπε να συνεχιστεί.
Μπήκε λοιπόν στο ασανσέρ κατέβηκε στο ισόγειο έγνεψε ερωτηματικά στην θυρωρό, τότε υπήρχαν ακόμα θυρωροί, και εκείνη τον πήρε διακριτικά από το χέρι και μπήκαν στο διαμερισματάκι της δήθεν να του δείξει τα κοινόχρηστα, και του είπε ότι αυτοί οι επάνω ήταν ασφαλίτες που ήρθαν να συλλάβουν τους “εγκληματίες” δηλαδή τα κοριτσάκια, αλλά επειδή βάρεσαν το κουδούνι και δεν άνοιξε κανείς μάλλον περιμένουν κλειδαρά για να παραβιάσουν την πόρτα.
Και πράγματι ούτω και εγένετω, γιατί ήμουν αυτόπτης μάρτυς της ιστορίας, παρακολουθούσα δηλαδή τρέμοντας κυριολεκτικά από το ματάκι της πόρτας, αφ’ ενός γιατί είχα ειδοποιηθεί τηλεφωνικώς από την θυρωρό αλλά και γιατί γινόταν χαμός έξω από την πόρτα μου.
Βρίζοντας γιατί τους ταλαιπωρούσαν οι “πουτάνες”, έτσι τις χαρακτήρισαν, μπήκαν τελικά στο διαμέρισμα και άρχισαν να πετούν πράγματα και να σπάνε, αυτά δεν τα έβλεπα αλλά τα άκουγα, και η τρεμούλα δυνάμωνε, έστω και αν ήξερα ότι οι κοπέλες δεν ήταν μέσα.
Και κάποια στιγμή άκουσα την θριαμβευτική φωνή του ενός που ανακάλυψε το όπλο του εγκλήματος.
Δίσκοι του Θεοδωράκη!
Δεν ξέρω πόσο μεγάλο όπλο είναι η μουσική πάντως εμένα και τώρα τα τραγούδια του Μίκυ με ξεσηκώνουν.
Οπότε μάλλον δίκιο είχαν οι τύποι που τα θεώρησαν πειστήρια εγκληματικών ενεργειών.
Και άλλους έσπασαν και άλλους τους πήραν μαζί τους, αλλά βασικά ξεκουμπίστηκαν και χαλαρώσαμε για λίγο εκείνη την ημέρα πόσο μάλλον που δεν βρήκαν μέσα τα κορίτσια.
Περνάει μετά κόπου και ανησυχίας η εβδομάδα για αυτά που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα για τα παιδια που σκοτώθηκαν στο Πολυτεχνείο, φήμες μη διασταυρωμένες όμως, και δυστυχώς ή ευτυχώς η ζωή συνεχίστηκε.
Και είθισται στις 25 του Νοέμβρη να έχω την ονομαστική μου εορτή, η οποία έτυχε να πέφτει εκείνη τη χρονιά Κυριακή.
Ετοιμασίες από το Σάββατο, φαγητά γλυκά και όλα τα συμπαρομαρτούντα μέχρι και κομμωτήριο είχα πάει για να έρθουν οι φίλοι μας να μου ευχηθούν.
Και ξυπνάμε το πρωί της Κυριακής, ανοίγω την τηλεόραση και άντε ξανά μανά τα ίδια.
Εμβατήρια και η εμφάνιση του πουλιού στην οθόνη που είχε εκλείψει τον τελευταίο καιρό χωρίς να μας λείψει ευτυχώς, δεν θυμάμαι και πόσο καιρό πρίν.
Και μας ζώσαν τα φίδια και πολύ καλά έκαναν και μας ζώσαν όπως διαπιστώσαμε εκ των υστέρων, γιατί ο Ιωαννίδης ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο και η δικτατορία έγινε πάλι σκληρότερη, άν υποθέσουμε ότι υπάρχει μαλακή δικτατορία.
Ξανά άρση της κυκλοφορίας και τάνκς στους δρόμους και μείναμε μόνοι μας να φάμε τα γλυκά, τα φαγητά και τα ποτά εις υγείαν της εορτάζουσας.
Περνούσαν πάλι οι μήνες και γινόταν συλλήψεις πολιτικών και απλών ανθρώπων μέχρι που έφτασαν σε σημείο να οργανώσουν με άλλους ανεγκέφαλους στην Κύπρο το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, και είχαμε την εισβολή της Τουρκίας και το χάσιμο ενός μεγάλου μέρους του νησιού, με τραγελαφικές καταστάσεις στην χώρα μας όσον αφορά επιστρατεύσεις και άλλα.
Και από την τραγωδία της Κύπρου προέκυψε η δική μας σωτηρία.
Διότι έπεσε η χούντα και έγινε η μεταπολίτευση.
Με το που το μάθαμε, με τα πόδια, γιατί δεν γινόταν να κυκλοφορήσεις με αυτοκίνητο από τον κόσμο που ξεχύθηκε στους δρόμους, κατεβήκαμε Σύνταγμα.
Τα λόγια είναι φτωχά για να σας περιγράψω το κλίμα που επικρατούσε στο κέντρο της Αθήνας.
Χιλιάδες άνθρωποι να αλαλάζουν από χαρά, να φωνάζουν όλων των ειδών τα συνθήματα με γέλια, και να τραγουδούν Θεοδωράκη έτσι αυθόρμητα χωρίς καμιά οργάνωση.
Περιμένοντας τον Καραμανλή.
Από το Παρίσι.
Τον Καραμανλή, που εγώ είχα μισήσει το 1961 σαν αρχηγό της ΕΡΕ, και τώρα τον περίμενα με λαχτάρα σαν σωτήρα φωνάζοντας όπως όλος ο κόσμος γύρω μου:
-Έέέρχεται, Έέέρχεται!!!
Και όσα χρόνια και αν περάσουν δεν θα ξεχάσω την σκηνή, που απέναντι από το υπουργείο των Εξωτερικών είχαμε κολλήσει το αυτί μας με το Γιώργο σε ένα ραδιοφωνάκι αστυνομικού, οι τρεις μας, αστυνομικού που μέχρι τώρα τον βλέπαμε σαν “μπαμπούλα”, στη μέση του δρόμου, για να μάθουμε μαζί του αν επιτέλους ήρθε.
Έτσι “απλά και καθημερινά” χωρίς ηρωισμούς σαν πολλούς άλλους απλούς ανθρώπους ζήσαμε την χούντα και το δικό μας Πολυτεχνείο.