Κάτι σαν εισαγωγή..
Τις προάλλες στο καφενείο ένας δευτεροξάδερφός μου μου είπε:
Πολύ την κατηγορείς την κυρά Πελαγία στα διηγήματά σου, ενώ ήταν καλή γυναίκα.
Εγώ πιστεύω ότι αντίθετα την παινεύω εμμέσως γιατί ήταν κυρία, σωστός άνθρωπος με αρχές, καλή μάνα και νοικοκυρά, που μας ήθελε και εμάς καλούς και σωστούς, και γι αυτό γινόταν πολλές φορές αυστηρή μαζί μας.
Απλά εγώ προτιμούσα το…παιδαγωγικό σύστημα του μπαμπά μου γιατί δεν μου πολυάρεσε η πειθαρχία.
Ελπίζω κάποιο από τα συστήματα, ή ο συνδυασμός τους, να είχαν καλό αποτέλεσμα επάνω μου.
Το αφήνω στην κρίση σας.
Η μπουγάδα
Η μαμά μου ήταν “περίεργα” πολύ καλή νοικοκυρά για τις συνήθειες του χωριού.
Δεν έκανε στο σπίτι μας καβουρμάδες και λουκάνικα και χοιρινό παστό, ούτε βούτυρα και τζιτζιρίδια, ούτε ζυμωτά ψωμιά παξιμάδια και πίτες, ούτε σιτάρια καθαρίζαμε, ούτε έφαινε, και δεν ήξερε να ανοίγει και φύλλο με την ματσόπτα.
Μετά έμαθε μεγάλη πια, αλλά το έμαθε καλά και το άνοιγε πολύ ωραίο.
Μέχρι διαφανές μπορεί να το έκανε για την μπακλαβού.
Για χρόνια πολλά μετά που παντρεύτηκε, αυτά γινόταν στο πατρικό της με όλη την υπόλοιπη οικογένεια και παίρναμε και εμείς μερίδιο, από τα “καμουτκά” όπως τα λέγαμε και που εγώ τα έτρωγα πολύ.
Εκείνο που μου άρεσε επίσης αλλά δεν το έφτιαχναν ούτε στης γιαγιάς μου, ήταν τα υπόλοιπα από το βούτυρο, “τζιτζιρίδια” τα λέγαμε, που μας έδινε όμως η θεία μου η Κατίνα η Μπαμπάλαινα, η μαμά της φίλης μου της Μαίρης να φάμε, απλωμένα στο ζυμωτό ψωμί.
Ήταν περίεργα στην γεύση, λίγο βουτυρένια και λίγο αλμυρά με ωραίο ροζοπορτοκαλί χρώμα αν θυμάμαι και καλά τόσο καιρό που έχω να φάω.
Και το άλλο πάλι που ευχαριστιόμουνα, ήταν όταν πήγαινα στο σπίτι τους και καθαρίζαμε σιτάρι στο “σοφρά”, που είναι στρογγυλός και μοιάζει σαν χαμηλό τραπέζι.
Εκεί που ανοίγανε το φύλλο που λέγαμε, για γλυκά και πίτες με την ματσόπτα.
Εγώ λοιπόν, η Μαίρη, και οι δύο αδερφές της, η μεγάλη η Ρηνούλα και η μικρή το Ελενάκι, καθισμένες γύρω του, να κουβεντιάζουμε, να λέμε αστεία, ιστορίες και μυστικά, και να ψάχνουμε μέσα στο σιτάρι, για κομματάκια μαστίχας χιώτικιας.
Τα ανακάτευε η θεία μου η Κατίνα μέσα, για να μας κάνει να καθαρίζουμε γρήγορα, αφού θέλαμε να τα βρούμε και να τα μασήσουμε.
Μικρά, σκληρά, και στρογγυλούτσικα ήταν, και τα κοπανούσαν για να τα βάζουν για μυρωδιά στα γλυκά, αλλά εμάς μας άρεσαν πολύ να τα μασάμε σαν τσίχλα.
Μερικές φορές όταν ήταν πολύ σκληρά και μαδούσαν στο στόμα μας τα μαλακώναμε μασώντας μαζί και λίγο αληθινό κερί, από μέλισσες.
Και να βγάζουμε κραυγές ευχαρίστησης όταν τα βρίσκαμε ή να ζητιανεύουμε η μια από την άλλη ανάλογα με το ποιά ήταν πιό τυχερή και έβρισκε περισσότερα.
Και ήμουν πολύ χαρούμενη που είχα παρέα γιατί εγώ δεν είχα αδερφές για μυστικά και τέτοια, μόνο αδερφοξάδερφα, αλλά με τα αγόρια δεν τα μοιράζεσαι αυτά.
Να σας πω τώρα το λόγο για όλα όσα δεν έκανε η μαμά μου στο σπίτι μας, μην νομίζετε ότι ήταν τεμπέλα.
Αυτό γινόταν από την μια γιατί ο μπαμπάς μου ασχολιόταν μόνο με τις ελιές και δεν είχαμε πολλά ζώα και σπαρτά, από την άλλη γιατί στο πατρικό της “εξ απ’ ανέκαθεν” η γιαγιά μου έκανε τις περισσότερες σπιτικές δουλειές, μαγειρέματα και φουρνίσματα και φύλλα και τέτοια.
Εκείνη με τις αδερφές της πήγαιναν σε όλες τις αγροτικές εργασίες που ήταν πολλές και βαριές, και βασικά, ήταν και η κεντίστρα της οικογένειας όταν της περίσσευε χρόνος.
Κένταγε προικιά στην μηχανή τη Σίγγερ για τον εαυτό της και τις πέντε αδερφές της.
Κεντήματα όμορφα και δύσκολα και γι αυτό την λέγαν όσοι τα έβλεπαν “χρυσοχέρα”.
Όταν πρωτοπαντρεύτηκε αυτές οι δουλειές με τα “καμουτκά” και τα τέτοια που
έκαναν όλες οι αγρότισσες, εξακολουθούσαν να γίνονται όπως σας είπα στο πατρικό της με αρχηγό την μητέρα της και βοηθούς όλους τους άλλους, άντρες και γυναίκες.
Ήταν που είχαν έρθει και όλοι οι συγγενείς μας από την Αθήνα στην κατοχή, αλλά και μετά, και μαζευόμαστε όλοι σε αυτό το σπίτι που ήταν το κέντρο και η χαρά των παιδικών μου χρόνων, με κόσμο να μπαινοβγαίνει, και ζωντάνια, και φασαρία, και γέλια, και κλάματα, και φωνές, και τραγούδια, και από όλα.
Το τελευταίο και χειρότερο όμως με την μαμά μου ήταν ότι είχε ένα μεγάλο ατύχημα που θα σας πω μετά πώς το έπαθε, και απαγορευόταν να κάνει βαριές δουλειές.
Ούτε στις ελιές δεν πήγαινε.
Η μαμά που έζησα και θυμάμαι λοιπόν καλά εγώ, ήταν του “τύπου και του υπογραμμού”, που έλεγε ο μπαμπάς μου για να την παινέψει, της τάξεως, του κεντήματος, του πλεξίματος, και του ραψίματος και γενικά πολύ της άρεσε η καθαριότητα.
Αποστειρωμένο το ήθελε το σπίτι μας.
Και πάνω απ’ όλα νομίζω λάτρευε το διάβασμα.
Και όταν ήμουν μικρή αυτές οι μανίες που είχε με αυτά τα πράματα, εμένα πολύ με πείραζαν και καθόλου δεν μου άρεσαν.
Όλα σιδερωμένα, τακτοποιημένα και κρεμασμένα έπρεπε να είναι, και έβρισκα τον μπελά μου με αυτό το πλέξιμο της γιατί πολλές φορές έπρεπε να της κλώθω κλωστές με τον κλώστη την ώρα που ήθελα να βγω για παιχνίδι.
Και να σας πω ένα μυστικό, ανέβαινα και πατούσα στο χερούλι του καναπέ με το ενα πόδι και στην μηχανή του κεντήματος με το άλλο που ήταν δίπλα δίπλα, για να ψηλώνω και να τελειώνει γρήγορα η κλωστή.
Μόνο που έστριβα απ’ τα βιαστικά μου πολύ δυνατά τον κλώστη στο πόδι μου και κατακοκκίνιζε και μου μένανε μετά μικρά μικρά στίγματα κάτι σαν τελίτσες από αίμα.
Τώρα δεν ξέρω και άν καταλαβαίνετε τί σας λέω όσοι δεν ξέρετε από κλώσιμο, αλλά τέλος πάντων τί να κάνω που δεν μπορώ να σας το δείξω κιόλας.
Και όλο να πλενόμαστε ήθελε, ειδικά χέρια και πόδια κάθε βράδυ, καλοκαίρι χειμώνα με παγωμένο νερό, να βγάζουμε τα παπούτσια μας για να μπούμε μέσα, να σκουπίζουμε και να σφουγκαρίζουμε όλο το σπίτι Τετάρτη και Σάββατο, την κουζίνα την σκουπίζαμε κάθε μέρα, να τινάζουμε χράμια και κουρελούδες, μέχρι να ξεσκονίζουμε τα έπιπλα του σαλονιού που είχαν σκαλίσματα και ήταν δύσκολα.
Και έβαζε εμένα να το κάνω γιατί λέει είχα μικρά δαχτυλάκια και χωρούσαν μέσα στις τρύπες των σκαλισμάτων
Άσε που πήγαιναν και χαμένες οι καθαριότητες σε αυτό το δωμάτιο, γιατί σπάνια ερχόταν επίσημες επισκέψεις, και τον χειμώνα ήταν και παγωμένο που ήταν και βορινό.
Και γκρίνιαζε με τον αέρα που έφερνε λέει όλα τα σκουπίδια μπροστά στην πόρτα μας και όλο το χώμα μέσα στο σπίτι.
Λες και ο αέρας είχε εμάς μόνο άχτι.
Και να πλένουμε τζάμια, όχι με Αζαξ και τέτοια αλλά με νεράκι και σκούπισμα με εφημερίδες, και το γυαλί της λάμπας κάθε μέρα, και να τρέμει η ψυχή μου ότι θα σπάσει έτσι λεπτό που ήταν.
Και έπρεπε να προσέχουμε σαν τα μάτια μας τα ρούχα μας να μην καθόμαστε όπου όπου και τα λερώνουμε.
Και συνέχεια με ασβέστη και βούρτσα ήταν στο χέρι, νά μιά το πεζοδρόμιο, νά μιά τις φτύνες, νά την αυλή, νά τους γκαζοτενεκέδες με τους βασιλικούς, πρωί απόγευμα την “γωνιά”, και κάθε άνοιξη οπωσδήποτε την κουζίνα μας και τα υπνοδωμάτια να ασπρίζει.
Σκοτώνονται τα μικρόβια με αυτόν τον τρόπο, μας έλεγε.
Εγώ ξέρω ότι αυτή και εμείς σκοτωνόμαστε στην κούραση, που δεν της το επιτρέπαν κιόλας οι γιατροί, αλλά δεν έβαζε μυαλό.
Αλλά το χειρότερο για μένα ήταν, που επειδή της άρεσε να διαβάζει και επειδή δεν σπούδασε, τότε τα κορίτσια στα χωριά σπάνια σπουδάζαν, έβγαζε όλο το άχτι της σε μας τα παιδιά της, και όλο διαβάστε και διαβάστε να μορφωθήτε και να φορέσετε “χρυσό βραχιόλι” στο χέρι σας, έτσι έλεγαν για τα πτυχία και τους σπουδαγμένους και ας μην φορούσαν κιόλας οι άνθρωποι βραχιόλι, και να μην έχετε ανάγκη κανέναν, και τέτοια.
Και καλά τα εξωσχολικά και μένα πολύ μου άρεσαν, αλλά όχι και Ιστορία και Γεωγραφία και θρησκευτικά.
Όλο ονόματα δύσκολα ήταν, και ημερομηνίες που δεν τα θυμόμουν.
Εκείνη καμία διάκριση δεν έκανε.
Όλα μου φαίνεται της άρεσαν το ίδιο, και τα μαθήματα τα δικά μου τα μάθαινε απ’ έξω έτσι που με “άκουγε” κάθε μέρα, πολύ πιό γρήγορα από μένα.
Θα μου πείτε ότι τα είχε ξανακάνει με τον αδερφό μου, αλλά τα θυμότανε μετά από τέσσερα χρόνια;
Τόση διαφορά ηλικίας είχα μαζί του, και εδώ εγώ τα ξεχνούσα την επαύριο.
Μάλλον ήταν πιό έξυπνη από μένα και είχε και “θέληση”.
Όποτε της έλεγα δεν μπορώ για κάτι, μου απαντούσε:
“Δεν υπάρχει δεν μπορώ, δεν θέλω υπάρχει”.
Μπορεί να το έλεγε και ανάποδα.
” Όταν θέλω ίσον μπορώ”, δεν θυμάμαι και καλά, πάντως κάτι τέτοιο, και το νόημα ίδιο μου φαίνεται ότι είναι και στα δυό.
Αλλά από αυτά και αυτά και τις βιασύνες της, “έφαγε το κεφάλι της” που της έλεγε ο μπαμπάς μου.
Γιατί για το ατύχημά της έφταιγε το “όλα τα μπορώ”, μια μπουγάδα, και μια ανεμόσκαλα.
Λοιπόν σας το λέω για να ξέρετε, η μπουγάδα στα χωριά παλιά, ήταν μεγάλη και δύσκολη υπόθεση.
Σε πολλά πλούσια σπίτια όταν ήταν και πολλά άτομα, παίρνανε γυναίκες πλύστρες για βοήθεια.
Γιατί δεν πλέναν και συχνά, και τα ρούχα ήταν βαριά και δύσκολα ειδικά τον χειμώνα.
Και η μαμά μου την έκανε ακόμα πιό δύσκολη αυτή τη δουλειά, γιατί μέχρι να στεγνώσουν τα ρούχα και να τα σιδερώσει, τα σιδέρωνε την ίδια μέρα νωπά για ευκολία επειδή στρώνανε καλύτερα, έτσι τουλάχιστον μας έλεγε, σκούπιζε όλο το σπίτι και λουζόμαστε κιόλας να μην πέσουμε βρώμικοι στα καθαρά σεντόνια αφού είχαμε και ζεστό νερό από το καζάνι.
Το μόνο εύκολο ήταν το φαΐ που ήταν πάντα γραγούδα με φασόλια και έβραζε εκεί στην φωτιά που υπήρχε.
Εμείς όλοι, όταν έβαζε ρούχα για πλύσιμο είμαστε πολύ συνεργάσιμοι.
Και νερό κουβαλούσαμε συνέχεια από βρύσες μακρινές, που καθώς ήταν λίγες στο χωριό τότε, καθόμαστε “στου νιμπέτ” με τις ώρες, και ξύλα για την φωτιά φέρναμε κοντά στο πυρομάχι, “σβάζαμε” την φωτιά, βάζαμε νερό στην γραγούδα και καθόλου φασαρίες και μαλώματα μεταξύ μας δεν κάναμε, γιατί πάντα μας προειδοποιούσε ο μπαμπάς μου.
“Μουρέλιαμ σήμιρα καθόλ δε θα μλούμι γιατί η μαμά σας είνι πουλί κουρασμέν, τσι θα βρούμι ούλ του μπιλά μας”.
Γιατί το βράδυ ήταν “κουσιάφ” από την κούραση και όλο νεύρα.
Από τα χαράματα σηκωνόταν και άναβε την φωτιά κάτω από το καζάνι που ήταν από βραδύς γεμάτο με νερό και άρχιζε το πλύσιμο στην σκάφη με το χέρι.
Συνήθως μάζευε πολλά ρούχα, ειδικά το χειμώνα, γιατί δεν ήταν εύκολα πράγματα να βάζεις μπουγάδα κάθε μέρα, άσε που έπρεπε να έχει και “καλουσίν”.
Ένα σωρό δυσκολίες, αφού να φανταστείτε, για να αλλάξουμε πανωσέντονα που με αυτά “καπλαντίζαμε” τα παπλώματα ήταν ολόκληρη διαδικασία για να ξηλώσεις το βρώμικο και μετά να ξαναράψεις το καθαρό.
Γιατί τα έραβε η μαμά μου τα σεντόνια στο πάπλωμα για να μην ξεφεύγουν και το λερώνουμε, που ήταν και πολύ δύσκολο να πλυθεί.
Μετά έπρεπε να χωρίσεις τα ρούχα σε μάλλινα και βαμβακερά, σε άσπρα και χρωματιστά, και σε πιό καθαρά ή πολύ βρώμικα, όπως τα ρούχα της δουλειάς τους στις ελιές.
Όλα πλενότανε ξεχωριστά, και το κάθε είδος είχε το πρόγραμμά του.
Τα μάλλινα δεν θέλαν καυτό νερό ούτε πολύ στύψιμο για να μην “μπούν” και μικρύνουν, τα χρωματιστά ζεστό νερό και τρία χέρια σαπούνι, στα τής δουλειάς που ήταν πιό βρώμικα χρησιμοποιούσε και κοπανίδα, και το πιό δύσκολο νομίζω ήταν τα άσπρα, τα σεντόνια και τα εσώρουχά μας.
Εκτός από μερικά μάλλινα του μπαμπά για τον χειμώνα, από φανέλα και κάποτο ήταν φτιαγμένα τα υπόλοιπα, ραμμένα από την ίδια, και τα σώβρακα των ανδρών, και τα κομπιναιζόν τα δικά μας, και τα βρακιά μας, και μόνο τις Κυριακές εμείς οι γυναίκες φοράγαμε ζέρσεϋ που ήταν “έτοιμα”, γυαλιστερά και μαλακά.
Από τον κ. Χιωτίδη και τον κ. Αξιωτάκη τα αγοράζαμε τα “κάμποτα”, που είχαν μαγαζί με υφάσματα κοντά στον Πλάτανο λίγο πιο πάνω από του Μανώλα το μπακάλικο προς το σπίτι μας.
Και αφού πλυνόταν τα άσπρα στο χέρι με πολύ ζεστό νερό για να μην “γαργιάσουν” μέχρι να καθαρίσουν, μετά τα έβαζε όμορφα όμορφα σε μια μεγάλη καλαθάρα, τα σκέπαζε με ένα παλιό σεντόνι και έβαζε από πάνω κοσκινισμένη “αχλιά” και τα περιέχυνε με πολλά καυτά νερά.
Η στάχτη ήταν κάτι σαν χλωρίνη της εποχής και ερχόταν και ασπρίζαν, “σαν χασές” γινόταν, και “ακράτα” που λέγανε παλιά.
Και μετά τα ξέπλενε, έβαζε και λουλάκι, και λάμπανε, και μοσχομυρίζαν καθαριότητα και “φρεσκάδα” αληθινή.
Και τρέχαν τα νερά στον “ντουσιμέ” και φτάναν στον Πλάτανο και στην Λέσχη, μέχρι του “Θουδουρή του πγάδ” φτάναν και ερχόταν ο μπαμπάς μου και της έλεγε ότι θα φωνάζει ο κόσμος και θα μας γράψει ο χωροφύλακας γιατί απαγορευόταν, αλλά και τι να έκανε η μαμά μου;
Να τα πάει πού τα νερά αφού δεν είχαμε ούτε υπόνομο ούτε τίποτα;
Τα ρούχα δεν τα απλώναμε στην αυλή, ήταν τότε και μικρή δεν είχαμε αγοράσει ακόμα το δίπλα οικόπεδο, γιατί φοβόταν λέει, ότι έτσι που περνάγαμε συνέχεια μέσα έξω, θα τα ακουμπούσαμε και θα τα λερώναμε.
Γι’ αυτό τα ανεβάζαμε στην ταράτσα μας και τα απλώναμε σε “τέλια” με καρφίτσες που τις αγοράζαμε καρφιτσωμένες σε ένα κίτρινο χαρτί που δίπλωνε σαν φυσαρμόνικα.
Αυτή η ταράτσα ήταν στην πίσω πλευρά του σπιτιού μας, και σκέπαζε το κατώνι μας, τον φούρνο και την καλοκαιρινή κουζινούλα μας.
Εκεί μπορούσες να ανεβείς με δύο τρόπους.
Ή μέσα από το σπίτι από ένα παράθυρο που υπήρχε στην εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια, ή με ανεμόσκαλα από την αυλή.
Και η μαμά μου πάντα ανέβαινε από την ανεμόσκαλα, ενώ την μάλωνε ο μπαμπάς μου, φορτωμένη με μια “ασήκωτη” κυριολεκτικά πανέρα που τα έβαζε μέσα, για να μην περνά από το σπίτι και στάζουν τα νερά και λερώνει.
Και μια μέρα γλίστρισε γιατί έκανε και τα βιαστικά της και έβαλε να ανεβάσει πιό πολλά ρούχα απ’ όσα μπορούσε να σηκώσει, και έπεσε από ψηλά, χτύπησε άσχημα, ράγισε την σπονδυλική της στήλη, και νά το ατύχημα που σας έλεγα.
Έξη μήνες ήταν στον γύψο με ένα πράγμα σαν πανοπλία στο στήθος, και μετά που το έβγαλε, οι γιατροί είπαν ότι δεν έπρεπε να κάνει καθόλου βαριές δουλειές.
Βέβαια όχι ότι την κράτησε αυτή τη συμβουλή για πολλά χρόνια αλλά έτσι έγιναν τα πράγματα.
Από την μανία της για την καθαριότητα και τα βιαστικά της και την “χαζοθέληση”, όλα τα μπορώ εγώ όλα τα καταφέρνω γιατί το θέλω, “έφαγε το κεφάλι της” που έλεγε ο μπαμπάς μου.
Έφαγε και το δικό μας όμως, γιατί όλο νεύρα ήτανε ειδικά που δεν μπορούσε να πάει στις ελιές, και δεν έφευγε από το σπίτι, και συνέχεια από πάνω μας καθόταν, και δερβέναγας με τα μαθήματά μας, και δεν μπορούσαμε να της ξεφύγουμε σε τίποτα.
Βασικά εγώ, που πολλές φορές βαριόμουν το διάβασμα του σχολείου και ήθελα να διαβάσω κανά εξωσχολικό ή να ζωγραφίσω ή να παίξω, γιατί ο αδερφός μου ήταν από μόνος του διαβαστερός.
Το μόνο καλό για εκείνη όμως, ήταν ότι ευχαριστήθηκε βιβλία “με το τσουβάλι” όσο καιρό ήταν στο γύψο και δεν μπορούσε να κάνει καθόλου δουλειές.
Και πάντα όταν μεγαλώσαμε το μόνο που μας ζητούσε σαν δώρο ήταν βιβλία, από αυτά που έχετε διαβασμένα, μας έλεγε, γιατί δεν ήθελε να μας βάζει και σε έξοδα.
Είναι πολύ όμορφα τα ταξίδια των αναμνήσεων σου. Μου αρέσει που έχω μια θέση στο καράβι σου…
Ποιητικότατο το σχόλιό σου Ζωή!
Ποιητικότατο το σχόλιό σου Ζωή.
Τα κείμενά σου γεμάτα εικόνες και συναισθήματα, ζωντανεύουν την εποχή εκείνη και σκιαγραφούν τους χαρακτήρες. Δεν μεγάλωσα εδώ αλλά και στο δικό μου χωριό έτσι γίνονταν κάποια πράγματα. Με ταξίδεψες πολλά χρόνια πίσω. Να είσαι καλά και να γράφεις.
Οι αναμνήσεις αυτών που τα έχουν ζήσει απλά ζωντανεύουν με τα κείμενά μου. Και εγώ γράφοντάς τα γυρίζω πίσω και ειλικρινά νοιώθω να με τυλίγει μια ζεστασιά και νοσταλγία για το παρελθόν και ειδικά για τα παιδικά μου χρόνια. Χαίρομαι που σας αρέσουν.