Αυτές τις μέρες μπήκα σε ζαχαροπλαστείο και είδα τα άπειρα σοκολατένια αυγά και κουνελάκια, άκουσα και νονούς που διάλεγαν για τα βαφτιστήρια τους και θυμήθηκα πάλι.
Η μικρή κλέφτρα
Όταν ήμουν μικρή στο σπίτι μας είχαμε όπως έλεγε η μαμά μου του κόσμου τα καλά.
Φρούτα όλων των ειδών, άλλα παραγωγής μας, και άλλα που αγοράζαμε.
Σύκα, σταφύλια, καρπούζια , πεπόνια, ειρίκια, ρεγκλό, αχλάδια, κυδώνια, ρόδια, βύσσινα, όλα από τα χωράφια μας, αλλά και μήλα και μανταρίνια και πορτοκάλια που τα παίρναμε από τα μαγαζιά ή από γυρολόγους.
Σύκα ξερά για το χειμώνα, σταφίδες και αμύγδαλα, αλλά και καρύδια και κάστανα από την Αγιάσο.
Γλυκά πολλά έφτιαχνε η μαμά μου, και του κουταλιού, αλλά και του ταψιού.
Συκαλάκι, σταφύλι, ξυστό κυδώνι, μπελτέ, κολοκύθι, βύσσινο.
Και φνίτσια, και μακαρόνες και κουραμπιέδες και πλατσέδα και κανταΐφι και μπακλαβά και πίτες, ρυζόπιτα και κολοκυθόπιτα.
Τίποτα δεν μας έλειπε, κατά την μαμά μου.
Αλλά απλά, μόνο κατά την μαμά μου.
Γιατί εμείς δεν συμφωνούσαμε, γιατί δεν τα είχαμε κάθε μέρα και στις ποσότητες που τα θέλαμε.
Πολλές φορές κάναμε επιδρομές με άλλα παιδιά σε ξένα τσάγαλα και ειρίκια και άλλα φρούτα.
Αλλά και στο σπίτι πάντα βρίσκαμε τρόπο να βρούμε το κρυμμένο κλειδί του μπουφέ και να κλέψουμε γλυκό που προοριζόταν για κέρασμα ή κανένα φοντάν ή καραμέλα βουτύρου.
Όλα αυτά ήταν συνηθισμένα, και κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε ό,τι ήταν μικροκλοπές.
Όλα τα γλυκά, ειδικά όταν κόντευαν να τελειώσουν, τα έκρυβε η μαμά μου, για να μην τα…κλέψουμε, αλλά ποτέ τα λεφτά και το πορτοφόλι της.
Της ήταν αδιανόητο ό,τι παιδί δικό της, μπορούσε να πάρει λεφτά χωρίς να την ρωτήσει
Αυτό ναι, ήταν κλοπή!
Αλλά η καυμενούλα λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, ή μάλλον χωρίς το διαβολάκο που είχε…καβαλήσει το σβέρκο της μικρής της κόρης.
Γιατί έτσι μας έλεγε όταν μαλώνανε ή κάναμε τρέλες και φασαρία με τον αδερφό μου.
-Πάλι ου τρισκατάρατος έκατσι στου σβιρκέλ’ σας.
Ήταν δε ο…τρισκατάρατος μια ωραία τεράστια σοκολάτα στην προθήκη του περίπτερου του κ. Νίκου του Ψουμαδέλ’ όπως τον λέγαμε.
Κάθε φορά που πήγαινα να πάρω κάτι, συνήθως αμερικάνικη τσιχλόφουσκα και μάλιστα μισό κομμάτι, το μάτι μου καρφωνόταν επάνω της και δεν έφευγε.
Αλλά η τιμή της απαγορευτική.
Ένα τάληρο ολόκληρο, όταν το χαρτζιλίκι μας ήταν μισή δραχμούλα τις Κυριακές.
Και μου είχε κολλήσει η σοκολάτα, γιατί ένα παιδί που είχε έρθει στο χωριό από την Αθήνα το καλοκαίρι, αγόρασε μία, και μου είχε δώσει μία πλακίτσα.
Εμ αυτή δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτές που αγοράζαμε με την μισή δραχμούλα μας. Άλλη γεύση!!! Αληθινής πλούσιας σοκολάτας!!!
Και εγώ συνέχεια να την ονειρεύομαι.
Και το πορτοφόλι μπροστά μου, και το τάληρο μπροστά μου.
Όσπου μια μέρα δεν άντεξα και…έκλεισα πρώτη θέση για την κόλαση.
Έκανα το αδιανόητο .
Άνοιξα το πορτοφόλι και πήρα το τάληρο.
Το έχωσα στην τσέπη μου, έκανα γρήγορα κάτι δουλειές που είχα, και ζήτησα την άδεια να πάω να παίξω στο σπίτι της φίλης μου της Μαίρης.
Σαν αναμένο κάρβουνο ήταν το τάληρο στην τσέπη μου, αλλά όταν βγήκα από την πόρτα το ένοιωθα ήδη μεταμορφωμένο σε ολόγλυκη σοκολάτα.
Ο κοντινός δρόμος για το περίπτερο ήταν να κατέβω από τον Πλάτανο, αλλά έτσι θα με έβλεπε η μαμά μου και θα με ρώταγε για πιό λόγο πάω από εκεί, αφού το σπίτι της Μαίρης είναι από την αντίθετη πλευρά.
Έτσι, έκανα κύκλο.
Ανέβηκα την ανηφόρα από του Προκόπα το καφενείο, που τότε ακόμα δεν υπήρχε, προσπέρασα γρήγορα το σπίτι της φίλης μου, κατέβηκα από του Μενέλαου, πέρασα μπροστά από το μπακάλικο του Γιατρέλλη τρέχοντας, και γρήγορα χώθηκα στου Ψωμαδέλλη για την εκπλήρωση του πιό γλυκού ονείρου μου.
Η σοκολάτα που με έκανε να γίνω κλέφτρα, επιτέλους στην τσέπη μου!
Με λαχτάρα έκοψα το πρώτο κομματάκι και το έχωσα στο στόμα μου.
Και με πλημμύρισε η γλύκα της, και συγχρόνως με πλημμύρισαν οι τύψεις και η ντροπή για αυτό που έκανα.
Μερικούς ανθρώπους που συνάντησα στον δρόμο του γυρισμού, νόμιζα ό,τι με κοίταζαν επιτιμητικά γιατί ήξεραν.
Μπούκωσα το στόμα μου να φάω όσο γινόταν πιο πολλή, αλλά συγχρόνως ήθελα να πάω να κρυφτώ στο σπίτι της φίλης μου, να μην με βλέπουν οι άνθρωποι.
Κλέφτρα, κλέφτρα ήταν σαν να φώναζαν όλοι.
Και έφτασα, και σκουπίστηκα καλά καλά, και χτύπησα την πόρτα, και μου άνοιξαν και μπήκα, για να κρύψω την ντροπή μου.
Και να θέλω να μοιραστώ την υπόλοιπη σοκολάτα με τα κορίτσια, για να γλυτώσω επιτέλους από το προϊόν του εγκλήματός μου, αλλά πώς να το κάνω, που μπορεί στην συζήτηση επάνω να έλεγε κάτι στην μαμά μου η μαμά τους, όταν συναντιώταν, που ήταν και φιλενάδες;
Έτσι έκατσα σε μία γωνίτσα, και δεν είχα κέφι ούτε για παιχνίδι, ούτε για κουβέντα.
Περίμενα πώς και πώς να περάσει λίγο η ώρα, για να γυρίσω στο σπίτι μας.
Καταραμένη η σοκολάτα που με έκανε κλέφτρα, καταραμένη και εγώ που θα πήγαινα καί στην κόλαση.
Και κάποια στιγμή χαιρέτησα και βγήκα έξω, και κοίταξα καλά καλά γύρω μου μη με βλέπει κανείς, και πέταξα σε μια γωνίτσα την υπόλοιπη σοκολάτα.
Αμέσως ένοιωσα μια ανακούφιση και ελαφράδα.
Τόννους ζύγιζε η άτιμη στην τσέπη μου.
Και μπήκα στο σπίτι μας, ποιός ξέρει σε τι κατάσταση, γιατί η μαμά μου μου έβαλε αμέσως θερμόμετρο νομίζοντας ό,τι είχα πυρετό.
Εγώ της είπα πως απλά πόναγε το κεφάλι μου, και πήγα γρήγορα γρήγορα και κουκουλώθηκα στα σκεπάσματα μέσα να κρύψω την ντροπή μου.
Μέρες μετά πίστευα ό,τι η λέξη κλέφτρα, ήταν γραμμένη με πυρωμένα γράμματα στο κούτελό μου, όλοι ήξεραν τι έκανα, και δεν ξεμύτιζα από το σπίτι.
Η δέ καρδιά μου κόντευε να σπάσει όταν έπιανε η μαμά μου το πορτοφόλι της να πάει στον Πλάτανο για ψώνια.
Έτσι μη βιαστείτε να με καταδικάσετε γιατί αρκετά τιμωρήθηκα από μόνη μου.
Πάντως, ποτέ δεν ξεχνάω την ολόγλυκη και συγχρόνως ολόπικρη γεύση της πρώτης αληθινής σοκολάτας της ζωής μου, που εξ αιτίας της, φοβόμουν ότι θα πάω στην κόλαση.
Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν αυτό που είχε πει ο Χριστούλης μας:
-Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω.
Πολυ ωραίο! Ενα συχώριο και για τον θιο μου που αναφέρεις, του Ψωμαδελ. Να εισαι καλα Κατερίνα.
Καλημέρα και Χριστός Ανέστη σε όλους μας Μαίρη μου. Τον θυμάμαι τον θείο σου. Πάντα πρόθυμος ,ευγενικός και εξυπηρετικός. Και το μαγαζάκι του ο παράδεισος για εμάς τα παιδιά, που εκείνη την εποχή όλα ήταν λιγοστά και μετρημένα.
Αθώες διηγήσεις Κατερίνα, με τόσο έντονα συναισθήματα.Τα παιδικά βιώματα και αναμνήσεις του καθ´ενος από εμάς, ταυτίζονται με τις ρίζες μας,το χωριό,και τα πρόσωπα που δεν υπάρχουν ποιά.
Δίπλα στο περίπτερο του θείου Νίκου ήταν το πρώτο κουρείο του πατέρα μου.
Τα ίδια δίδυμα μαγαζάκια που δυστυχώς σήμερα είναι χαλάσματα, με ένα βάζω λουλούδια στη μνήμη της αδικοχαμένης Ελένης που έχασε τη ζωή της σ´αυτό ακριβώς το σημείο.
Χριστός Ανέστη
Χριστός Ανέστη Μιλτιάδη μου. Τα θυμάμαι όλα αυτά με νοσταλγία και αγάπη. Ο χρόνος έχει σβήσει όλες τις άσχημες αναμνήσεις μας, και έχουν μείνει μόνο οι καλές, ειδικά από την εποχή που το χωριό έσφυζε από ζωή. Μετά έφυγε πολύς κόσμος αλλά πάντα αυτό ήταν εκεί και μας περίμενε. Ας ευχηθούμε να ξαναζωντανέψει και να είναι τόπος αναφοράς των απανταχού Βρισαγωτών.
Χρόνια Πολλά Κατερίνα μου! Να είσαι πάντα καλά και να θυμάσαι! Ιδιαίτερα οι σκανταλιές έχουν μεγάλη χάρη! Και η πένα σου μεγάλη δύναμη!
Σε ευχαριστώ πολύ. Μου χρωστάς κάποια στιγμη ένα όνομα.