Από την Κατερίνα Γραγουδά
Ευχές πολλές στους χωριανούς μου και στα παιδάκια τους για καλά Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Το χωριό μας το χτύπησε άσχημα η μοίρα. Αλλά πιστεύω και εύχομαι ότι θα ξαναχτιστεί και εσείς οι νέοι θα το χαρείται και θα το αγαπήσετε. Εμείς οι παλιοί ζούμε με τις αναμνήσεις μας που προσπαθούμε με κάποιο τρόπο να σας τις μεταφέρουμε για να δείτε ότι τα χρόνια που ζήσαμε είχαν δυσκολίες μεγάλες που όμως τις ξεπεράσαμε. Το ίδιο θα κάνετε και εσείς αρκεί να το θελήσετε και να το πιστέψετε. Και πάλι καλές γιορτές.
Χριστουγεννιάτικα στολίδια
Την δεκαετία του πενήντα αμέσως μετά τον εμφύλιο η ζωή στα χωριά ήταν πολύ φτωχική και μετρημένη.
Ίσα ίσα που τα φέρνανε βόλτα οι άνθρωποι που ως επί το πλείστον ήταν αγρότες .
Τις περισσότερες φορές το αν θα είχαν ακόμα και κάθε μέρα φαγητό στο σπίτι εξαρτιόταν από τις παγωνιές, τους καύσωνες, τις αρρώστιες των δέντρων και των φυτών, από την ανομβρία ή τις πλημύρες.
Μετρούσαν και το παραμικρό έξοδο και ψωνίζανε μόνο τα απαραίτητα.
Στις γιορτές των Χριστουγέννων τα πράγματα ήταν διαφορετικά, λίγο καλύτερα από τις συνηθισμένες μέρες.
Ψωνίζανε ρούχα καινούργια και παπούτσια φτιάχνανε γλυκά, και σφάζανε το “μνούχο” ή το γουρούνι.
´Ηταν δε μνούχος ένα αρσενικό αρνί ή κατσίκι ευνουχισμένο που το κρατούσανε και το μεγαλώνανε για τα Χριστούγεννα.
Το κρέας τις υπόλοιπες μέρες ήταν πολύ σπάνιο γιατί τα ζώα τους οι άνθρωποι τα χρειαζόταν, αλλά και γιατί ήταν ακριβό για να το αγοράσεις.
Ενας μικρός χαμός γινόταν στις αυλές των σπιτιών εκείνες τις μέρες.
Γιατί τα ζώα ήταν μεγάλα και εκτός από το κρέας που κρατούσαν για να το καταναλώσουν, φτιάχνανε λουκάνικα, καβουρμάδες και παστό χοιρινό για να το διατηρήσουν, μια και ψυγεία και καταψύκτες δεν υπήρχαν.
Το βορινό παράθυρο και το κατώνι έκανε χρέη ψυγείου για λίγες μέρες μια που υπήρχε εκεί φυσική παγωνιά.
Ακόμα και το δέρμα το κατεργαζόταν και το χρησιμοποιούσαν για να το στρώνουν στο πάτωμα.
Και οι φούρνοι που υπήρχαν σε κάθε σπίτι, είχαν την τιμητική τους εκείνες τις μέρες με τα ψωμιά και τις πίτες τα γλυκά και τα ψητά κρέατα.
Δεν θυμάμαι τι γλυκά συνηθίζαμε σε αυτές τις γιορτές.
Τα κανταίφια και οι ρυζόπιτες ήταν για τις απόκριες, το Πάσχα είχαμε τσουρέκια και κουλουράκια, πάντως μελομακάρονα δεν ήταν όπως τώρα.
Θυμάμαι την μαμά μου που τις “μακαρόνες” δεν τις θεωρούσε επίσημο γλυκό ειδικό για την περίσταση.
Ίσως να ήταν οι κουραμπιέδες ή τα αμυγδαλωτά αλλά ποιό ήταν αυτό καθ’ εαυτό το παραδοσιακό γλυκό των Χριστουγέννων δεν θυμάμαι.
Για μας τα παιδιά ήταν ξεχωριστά τα Χριστούγεννα.
Κλείναν τα σχολεία, υπήρχε κίνηση και” ζωή” στο χωριό και στα σπίτια, βάζαμε στην εκκλησία τα καινούργια μας, και οι γονείς μας δεν λείπανε συνέχεια στα χωράφια.
Βέβαια πολλές φορές αν ήταν καλός ο καιρός πηγαίναμε και εμείς τις καθημερινές στις ελιές για βοήθεια, αλλά πιό πολύ κάτι σαν εκδρομή μας φαινόταν.
Μέσα σε όλα αυτά τα ωραία μέτραγε και το ότι είχαμε εξοικονομήσει κάποιο μικρό χαρτζιλίκι όταν κοινωνούσαμε και φιλάγαμε τα χέρια των δικών μας και της νονάς μας, και όταν λέγαμε τα κάλαντα.
Και με αυτό το μικροποσό τρέχαμε να αγοράσουμε ένα κατιτίς, ένα φτηνοπραγματάκι, που το είχαμε βάλει στο μάτι μήνες μπορεί πιό μπροστά.
Αλλά μέχρι εκεί.
Από βιβλία μόνο και από παραμύθια είχαμε ακούσει για δέντρα χριστουγεννιάτικα, για Άι Βασίληδες που έμπαιναν από καμινάδες, για κάλτσες στο τζάκι και δώρα κάτω από το δέντρο, και πουτίγκες και ζαχαρωτά.
Κανείς μας δεν τα είχε δει ούτε και πίστευε βέβαια σε τέτοια πράγματα.
Για μένα όμως μιά χρονιά το 1954 νομίζω, ήρθε ο Άι Βασίλης στο σπίτι μας μέσα σε ένα μεγάλο χαρτόκουτο από την Αθήνα.
Η μαμά μου είχε δύο αδερφές παντρεμένες εκεί και κάθε χρόνο ανταλλάσαμε δώρα.
Εμείς σε καλάθια βάζαμε προϊόντα παραγωγής μας και εκείνες μας στέλνανε πράγματα που δεν βρίσκαμε στο χωριό.
Ως επί το πλείστον ρούχα, παπούτσια, κάλτσες ή ακόμα και κάποιο παιχνίδι.
Και ήρθε που λέτε ο ταχυδρόμος που ήταν χωριανός μας και έκανε δρομολόγια γι’ αυτή τη δουλειά, και μας έφερε το χαρτόκουτο.
Και το ανοίξαμε και τι να δώ!!!
Μέσα σε τρία μικρότερα κουτιά υπήρχαν μπάλες χριστουγεννιάτικες.
Ναι όπως το ακούτε. Μπάλες χριστουγεννιάτικες που στολίζουν τα δέντρα!!!
Πρώτη φορά στην ζωή μου είδα και έπιασα στα χέρια μου, τέτοια πράγματα.
Τριών μεγεθών, οι μεγάλες και οι πολύ μικρές ολοστρόγγυλες, μονόχρωμες, σε διάφορα όμως χρώματα η κάθε μια, και γυαλιστερές μα τόσο γυαλιστερές σαν καθρέφτες.
Και οι μεσαίου μεγέθους με εσοχές, και μέσα στις εσοχές, πολύχρωμες!
Και για να συμπληρωθεί η ευτυχία ένα μικρό κουκλάκι κάτι σαν ξανθό αγγελάκι και ένας μικρούλης πολύ μικρούλης όμως Άι Βασίλης.
Να σαν το δακτυλάκι μου.
Το κουκλάκι δεν είχε χέρια ούτε πόδια μόνο ένα κεφαλάκι, και από κάτω ένα γαλάζιο φορεματάκι που σκέπαζε, και συγχρόνως ήταν κολημένο, σε ένα στρογγυλό κουτάκι που άνοιγε κιόλας από κάτω.
Από μπομπονιέρα βάφτισης είναι, απεφάνθη η θεία μου η Παναγιώτα, αλλά εμένα τί με ένοιαζε;
Το μουτράκι του κουκλιού ήταν πανέμορφο και είχε και ξανθά αληθινά μαλάκια και όχι ζωγραφιστά όπως είχαν οι περισσότερες κούκλες εκείνης της εποχής.
Όχι ο Άι Βασίλης, ο Χριστούλης ο ίδιος ήταν σαν να ήρθε στο σπίτι μας.
Κανένα άλλο παιδί στο χωριό δεν είχε δει τέτοια μαγικά πράγματα.
Πόση χαρά και ευτυχία.
Και τρέχω στο σπίτι της φίλης μου της Μαίρης και την φωνάζω και της τα δείχνω και αποφασίζουμε ότι πρέπει να πάμε να κόψουμε ένα πεύκο, έλατα δεν υπήρχαν στο χωριό μας, για να στολίσουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Που έχει μικρά πευκάκια;
Σ’ Λουβιαρούδας του λαγκάδ’.
Αυτό που είναι στα δεξιά όπως κοιτάμε του Βαγγέλη του Βαλελή το βενζινάδικο που τότε φυσικά δεν υπήρχε.
Και φτάνουμε οι καλές σου μέσα βαθιά στο “τσαμλίκ’ ” και να προσπαθούμε να ξεριζώσουμε κάποια μικρά δεντράκια που βρίσκαμε, και πού να βγούνε.
Και ούτε να τα κόψουμε φυσικά μπορούσαμε με ένα παλιομάχαιρο που είχαμε.
Ώρες προσπαθούσαμε αλλά τίποτα.
Με τα χίλια ζόρια και ενωμένες δυνάμεις κάποια στιγμή, καταφέραμε να κόψουμε μια “κλαδούρα” κατάλληλη για την περίσταση, και να επιστρέψουμε με πρόσωπο στο σπίτι.
Και την “φυτέψαμε” σε ένα μεγάλο μεταλλικό κουτί από χαλβά, και την βάλαμε σε μία μικρή εσοχή που είχε ο πάγκος δίπλα στην “κουθέση” μπροστά σε ένα μεγάλο καθρέφτη που κρεμόταν από τον τοίχο.
Και αρχίσαμε να το στολίζουμε.
Το δέντρο μας!!!
Έτσι το λέγαμε πια από δω και τώρα.
Κόβαμε κλωστές από ένα καρούλι και δέναμε τις μπάλες επάνω στα κλαδιά.
Δεν ήταν και τόσο εύκολο ούτε πολύ όμορφο, γιατί η ” κλαδούρα- δέντρο μας” δεν είχε καμιά συμμετρία σαν το έλατο, αλλά στα μάτια μας φάνταζε σαν όνειρο.
Οι δύο Αλίκες, εγώ και η Μαίρη, στην χώρα των θαυμάτων!!!
Και μας έδωσε η μαμά μου και λίγο μπαμπάκι και το ” ξεξέναμε” να γίνει απαλό και λίγο διάφανο σαν χιόνι και το ρίχναμε πάνω στα κλαδιά.
Και μας άρεσε και αυτό πολύ μια και σπάνια βλέπαμε χιόνι στο χωριό μας.
Και έφυγε η Μαίρη,και εγώ για μέρες δεν ξεκόλαγα τα μάτια μου από το δέντρο.
Ειδικά την νύχτα, που ανάβαμε την λάμπα και καθρεφτιζόταν μέσα στις μπάλες.
Όταν δε κουνιόντουσαν από τον αέρα που έμπαινε μέσα στο δωμάτιο, όταν ανοίγαμε το “πορτί” που βγαίναμε στην αυλή, ήταν σαν ένα όνειρο, μια πανδαισία χρωμάτων και λάμψεων.
Μόνο που κουνιόταν λίγο παραπάνω όταν περπατάγαμε στα σανίδια με δύναμη και μία από τις μπάλες χτυπούσε λίγο στον καθρέφτη που ήταν από πίσω, αλλά δεν απέπνεε και καμιά ανησυχία ή δεν πήγε, και πολύ κακώς, το μυαλό μας στο…κακό.
Γιατί μια αποφράδα μέρα που σκυλοβαριόμουνα και έβρεχε απ’ έξω αποφάσισα να κάνω λίγη άσκηση μέσα στο σπίτι μιά και δεν μπορούσα να βγω έξω.
Η μαμά μου ήταν για κάποια δουλειά στην αυλή.
Μπροστά στο παράθυρό μας υπήρχε ένας καναπές.
Έ λοιπόν εγώ ανέβαινα στο περβάζι του παραθύρου και πήδαγα πάνω από τον καναπέ και προσγειωνόμουν στο πάτωμα.
Και πάλι από την αρχή.
Και…νταντανιζόταν το πάτωμα και μετακινιόταν ο τενεκές-βάση του δέντρου και είδηση δεν πήρα, μόνο έβαζα σημάδι τις γραμμές στην κουρελού για να πηδήξω πιό μακρυά κάθε φορά, και δεν ξέρω αν τα κατάφερα, εκείνο όμως που ξέρω είναι ότι κατάφερα να ρίξω κάτω το δέντρο.
Άμ δεν έπεφτα εγώ να σκοτωθώ καλύτερα.
Μαχαιριά κατευθείαν στην καρδιά.
Και να βάλω τις τσιρίδες και τα κλάματα και να μπεί και η μάνα μου, και στα έλεγα εγώ να μου λέει, που τίποτα δεν μου έλεγε εδώ που τα λέμε, γιατι δεν ήταν και μπροστά να με βλέπει που πήδαγα, με λίγα λόγια πάνε οι πιο πολλές μπάλες.
Θρύψαλα γίνανε.
Και πάει το Χριστουγεννιάτικο όνειρο, άντε το μισό, μια και κάτι περίσσεψε, δεν σπάσανε και όλες, και έφαγα και ξύλο τελικά από την Πελαγία όχι επειδή έριξα το δέντρο, γιατί φυσικά δεν είμουν βλάκας να της πω πώς έπεσε, αλλά γιατί την εκνεύρισα που δεν σταμάταγα να κλαίω.
Και πως να σταματήσω βρε παιδιά που δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβρώ τέτοια πράγματα στο χωριό στον “αιώνα τον άπαντα” ;
Και με τι μούτρα θα έβλεπα και την φιλεναδίτσα μου την Μαίρη που μαζί το είχαμε στολίσει και το καμαρώναμε;
Στάλθηκε από το iPad μου
Τέλειο ως συνήθως. Να ‘σαι καλα Κατερίνα να μας θυμίζεις τα παλιά με τον τόσο διασκεδαστικό τρόπο σου. Και το κυριότερο να μεταφέρεις τις αναμνήσεις αυτές στους νέους με το αισιόδοξο μήνυμα πως η κάθε γενιά περνα δυσκολίες αλλα με θέληση και αγαπη στον τόπο τις ξεπερνάει. Καλές γιορτές!
Και του χρόνου κυρία Κατερίνα.
Συγχαρητήρια κυρία Κατερίνα που μας ταξιδεύετε σ αυτά τα όμορφα χρόνια! Το παραδοσιακό γλυκό των Χριστουγέννων κ τις Πρωτοχρονιάς ήταν η πλατσεδα κ οι συμβατές που ανοιγονταν στον σοφρα με την ματσοβεργα. Καλές γιορτές σε όλων τον κόσμο με υγεία κ αισιοδοξία για το χωριό μας!
Σαμσαδες εννοούσα, συγνώμη
Να είσαστε όλοι καλα. Καί για τις ευχές καί για την πληροφορία της πλατσέδας και των σαμσάδων.
ΑΧ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΑΣ ΕΦΕΡΕΣ ΠΙΣΩ!!!!!!!!!!!!!!. ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΕΧΘΕΣ ΟΛΑ ΑΥΤΑ. ΤΑ ΖΗΣΑΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΛΕΠΤΟΜΕΡΙΑ ΟΠΩΣ ΤΑ ΛΕΣ. ΤΟΝ ΜΝΟΥΧΟ ΣΤΗΝ ΕΞΩΠΟΡΤΑ ΚΡΕΜΑΣΝΕΝΟΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΝΑ ΤΡΕΧΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΥΛΕΣ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΟ ΜΑ ΜΠΟΛΙΚΟ ΒΑΜΒΑΚΙ ΚΑΙ ΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΧΕΙΡΟ ΣΤΟΛΙΔΙ, ΤΟΥΣ ΣΑΜΣΑΔΕΣ Η ΤΗΝ ΠΛΑΤΣΕΔΑ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ ,ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΧΑΡΖΙΛΑΚΟΘΟΥΜΕ ΕΝ ΟΛΙΓΙΣ. ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΡΧΟΝΤΕ ΣΤΟΝ ΝΟΥ ΜΟΥ ΚΑΙΔΑΚΡΙΖΩ ΑΠΟ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑΤΙ ΟΛΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΗΤΑΝ ΕΝΝΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ. ΝΑΣΑΙ ΚΑΛΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ ΠΟΥ ΜΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ ΠΙΣΩ. ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΥΓΕΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑΚΑΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΟΥ.