Χρόνια πολλά Κατερίνα να είσαι γερή, πολύχρονη και δημιουργική. Να χαίρεσαι την οικογένειά σου και να μας δίνεις πολλές ευκαιρίες να απολαμβάνουμε το γλαφυρό γράψιμό σου.
Σήμερα (χτες) στην κηδεία της κ. Αντιόπης αρκετοί συγχωριανοί με πλησίασαν και με ενθάρρυναν να συνεχίσω να γράφω. Πολλά από αυτά που ανέβασα εδώ και στον Αντίλαλο είναι ήδη γραμμένα από παλιά και συμπληρώνονται με καινούργια. Όσο ο Στρατής μου το επιτρέπει θα δημοσιεύω στην σελίδα του. Δεν θα γλυτώσετε τόσο εύκολα από μένα. Και ευχαρίστως δέχομαι κριτική αν κάτι δεν σας αρέσει.
Η οδήγηση
Έχετε δει μια ταινία με τον Βέγγο που προσπαθεί να μάθει οδήγηση σε μία χοντρή και κάποια στιγμή την κατεβάζει κάτω και της λέει:
-Πάμε από την αρχή. Αυτό λοιπόν, κυρία μου, είναι αυτοκίνητο.
-Έ, στο μόνο που διαφέρω από την κυρία είναι το ό,τι εγώ δεν είμαι τόσο χοντρή.
´Ασε που μπορεί να ήταν και καλύτερη από μένα σε γνώσεις γιατί εγώ ούτε τα αυτοκίνητα καλά καλά δεν ξέρω να ξεχωρίσω.
Λίγο το πίσω μέρος τους σε μερικά μου φαίνεται διαφορετικό, το χρώμα τους, και βασικά, ο αριθμός τους.
Γιατί με τα άλλα δύο στοιχεία, μπορεί να μπερδευτείς, πολλά μοιάζουν, ενώ ο αριθμός σταθερή αξία.
´Ετσι ξεχωρίζω και το δικό μας, εκτός αν ειναι μοναχό του στο κτήμα, οπότε οδεύω σταθερά προς αυτό χωρίς έλεγχο αριθμού γιατί είναι και το μοναδικό.
Εγώ λοιπόν με αυτές τις προδιαγραφές και με ένα παθολογικό φόβο προς τα τροχοφόρα και την ταχύτητα αυτών, “ήθελα” να μάθω να οδηγώ.
Το ανέκδοτο που λέει, πού πας βρε Καραμήτρο το ξέρετε;
´Ε σε μένα ταίριαζε γάντι.
Η πρώτη αποτυχημένη απόπειρα έγινε όταν ήμουν ακόμα νέα και ωραία που λένε, με εκπαιδευτή τον αγαπητό μου σύζυγο.
Και όλοι μου το λέγανε ό,τι ήταν μοιραίο λάθος αυτό, και το οσμιζόμουν και εγώ, τότε, γιατί τώρα που τον ξέρω καλά θα ήμουν σίγουρη, αλλά πού στο καλό να βρώ δάσκαλο στα Βατερά κατά την διάρκεια των διακοπών μας;
Αρκέστηκα σε ό,τι υπήρχε.
Και ξεκινήσαμε τις μικρές μετακινήσεις και ήταν και άδεια η παραλιακή την εποχή που σας λέω γιατί ήταν Σεπτέμβριος, και σιγά σιγά μέχρι την Παναγιούδα έφθασα η άτιμη, από Μυρίχια μεριά.
Και ο αγαπημένος μου σύζυγος που ώρες ώρες μουρχόταν, και εξακολουθεί να μούρχεται, να τον καρυδώσω, δώστου να κάνει πλάκες εις βάρος μου λέγοντας στην παρέα, ότι δήθεν μια φορά ήταν στο δρόμο ένα γαϊδούρι, και από την άλλη ήταν τα γρί-γρί στη θάλασσα και ψαρεύανε, και τρόμαξα, και του φώναζα, πώς θα περάσω εγώ τώρα ανάμεσα τους, και αυτός μου έλεγε:
-Κατερίνα σφύρα, και παίξ’ το αδιάφορη!!!
Και ότι άλλη μια φορά βοσκούσαν μερικά αρνάκια σε ένα χωράφι και του είπα:
-Πώ πώ κίνηση που έχει σήμερα!!!
Ανοστιές που απλώς μου τη σπάγανε, πλην όμως, δεν με πτοούσανε.
Αυτό που με έκανε να εγκαταλείψω την απέλπιδα προσπάθεια ήταν δυστυχώς η όπισθεν.
Με έβαλε μια μέρα επί ώρες να οδηγώ σε ένα χωράφι και νά στρίψε αριστερά με την όπισθεν και νά στρίψε δεξιά με διέλυσε.
Σημειωτέον ούτε μια φορά σωστά δεν το έκανα.
Πώς μου είχε κολήσει ό,τι στρίβοντας το τιμόνι δεξιά, ο κώλος του αυτοκινήτου πάει αριστερά, όπως γίνεται με την έμπροσθεν;
Και μόλις πήγαινα να το συνειδητοποιήσω και να λέω,νά το, τό’χω βρε παιδί μου, ενστικτωδώς πάλι λάθος το έκανα.
Και πείσμα του συζύγου να την μάθω, και πείσμα δικό μου να μην την μαθαίνω, με την συμπλήρωση κανά τρίωρου με το κεφάλι στραμμένο προς τα πίσω αρχίζει ένας πονοκέφαλος που δεν σταμάταγε με τίποτα.
Ούτε κάν όταν έκατσα στην θέση του συνοδηγού, που ήταν πάντα ηρεμία, ανακούφιση και πανάκεια για όλες τις παθήσεις μου τις προηγούμενες φορές.
Και συνέχισαν να με ξεσκίζουν οι πονοκέφαλοι, και ποιός νοιαζόταν για οδήγηση που τελείωσαν και οι διακοπές και άρχισα και την δουλειά, στην οποία σημειωτέον ο λαιμός μου στραμπουλιζόταν, ούτως η άλλως.
Και για τους μή γνωρίζοντες, οδοντίατρος το επάγγελμα η επίδοξη οδηγός.
Είδα και έπαθα να συνέλθω και η επιθυμία να μάθω να οδηγώ καταχωνιάστηκε στο “χρονοντούλαπο της ιστορίας.”.
Και πέρασαν αρκετά χρόνια, και αγοράσαμε δικό μας σπίτι μακρυά απο την δουλειά μου, και το ξανασκέφτηκα, είχαν ξεθωριάσει και οι κακές αναμνήσεις από τους πονοκεφάλους, και αποφάσισα να ξαναπιάσω το τιμόνι στα στιβαρά μου χέρια αλλά αυτή τη φορά όμορφα και νοικοκυρεμένα.
Βγάλαμε τα παράβολα και ξεκινήσαμε την γύρα στους γιατρούς.
Δηλαδή στον γιατρό.
Γιατί πήγαμε στον φίλο μας τον Κωστή τον Κώστα τον παθολόγο και έπρεπε να πάμε και στον οφθαλμίατρο και….ακόμα πηγαίνω.
Εμπλεξα με την δουλειά, αλλάξαμε και προγράμματα εργασίας με τον άντρα μου γιατί μας έφυγε η κοπέλα που είχαμε για τα παιδιά, δεν είχα κατά βάθος και καμία πρεμούρα να μπλέξω πάλι με το σωφάρισμα, και όλο το ανέβαλα, και έτσι τελείωσε η δεύτερη απόπειρα πριν καλά καλά αρχίσει.
Και χάσαμε και τα παράβολα.
Η τρίτη και φαρμακερή που λένε ήταν μετά από μια εικοσαετία περίπου, όταν ξεκινήσαμε το σπίτι στον Άγιο Φωκά.
Στου διαβόλου τη μάνα, ας μου επιτραπεί η εκφραση, χωρίς τίποτα τριγύρω για να ψωνίσεις και χωρίς συγκοινωνία, πώς να πορευτείς χωρίς να ξέρεις οδήγηση;
Και βγάζουμε καινούργια παράβολα και τελειώνω με τους γιατρούς, και βρίσκω σχολή οδηγών και νά με στα μαθήματα για τα σήματα.
Και παίρνω το βιβλίο τους που σημειωτέον ήταν σαν τηλεφωνικός κατάλογος , και ένα σιντί για το κομπιούτερ και αρχίζω το διάβασμα και κανείς δεν με έπιανε σε αυτό.
Σε κάτι πιτσιρίκια συμμαθητές μου των δεκαοκτώ ετών, που δεν μπορούσαν να τα μάθουν αλλά ήξεραν οδήγηση από τα δώδεκα, έκανα ανήθικες προτάσεις.
Να δώσω εγώ για εκείνους τα σήματα και αυτοί για μένα οδήγηση.
Και μακάρι να γινόταν, γιατί και τα δύο μέρη είχαν το μερίδιο τους στην ασχετοσύνη.
Εκείνοι δεν μπορούσαν να πιάσουν βιβλίο στα χέρια τους, και εγώ…τιμόνι.
Τέλος πάντων όλα καλά μέχρι εδώ ήρθε και η μέρα που θα δίναμε τις εξετάσεις και όταν είπα στον ταξιτζή που πηγαίνω σαν να με λοξοκοίταξε λίγο αλλά είπα δε βαριέσαι ιδέα μου θα είναι τί τον νοιάζει αυτόν που πάω.
Αλλά δεν έβγαλα και άχνα, σαν να ντρεπόμουνα, εγώ που συνήθως είμαι λαλίστατη σε τέτοιες περιπτώσεις.
Στο δρόμο όμως, κάποιος της ηλικίας μου περίπου, με ένα ποδήλατο παρ’ ολίγον να πέσει πάνω μας και άρχισε την γκρίνια ο ταξιτζής για τους γέρους που κυκλοφορούν στους δρόμους και προκαλούν ατυχήματα και μπλά μπλά μπλά…..
Και να με “κόβει” και από το καθρεφτάκι με λίγο υποτιμητικό ύφος.
Και να λέω από μέσα μου, κάτι κατάλαβε αυτός, και βρέ μπάς και είναι σημαδιακό, και κάτι μου λέει στόπ μην προχωράς, και είπα, μπά, απλή σύμπτωση, επιρεάστηκα από το ΣΤΟΠ των σημάτων που έμαθα.
Και μπαίνουμε στον περίβολο και ψιλοντρεπόμουνα γιατί ήμουν η μεγαλύτερη εκεί, μέχρι που είδα και έναν κύριο της ηλικίας μου και ανέπνευσα , αλλά γρήγορα διαπίστωσα ό,τι ήταν ο πατέρας μιας κοπελίτσας μάλλον, που την συνόδευε, και έφυγε σχεδόν αμέσως.
Και μέσα σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, εννοώ εγώ παρέα με τα… εγγόνια μου και την ντροπή μου, μπαίνουμε μέσα μας δίνουν τα θέματα στο κομπιούτερ και εν ριπή οφθαλμού τα τελειώνω, και μετά….το απόλυτο κενό.
Δεν θυμόμουνα τι έγραψα ούτε κάν ποιές ήταν οι ερωτήσεις.
Η δε επιτηρήτρια που με είδε να μην γράφω και να κοιτάω το…ταβάνι με πλησίασε και με ρώτησε προστατευτικά, με λίγη λύπηση στο βλέμμα, αν ήταν όλα καλά.
Εγώ δε της είπα, ναι μεν, μάλλον όλα καλά, αλλά νά, σαν να μου φαίνεται ό,τι τελείωσα γρήγορα.
Και η απάντηση της κοπελίτσας:
-Μήπως δίνατε για βέσπα;
Παιδιά το γέλιο μου πρέπει να ακούστηκε μέχρι έξω στην αυλή.
-Με κόβεις γλυκειά μου, της λέω μόλις πήρα ανάσα, στη ηλικία μου, για βέσπα;
Και εκείνη απολογητικά μου λέει οτι ο αριθμός των σημάτων για βέσπα ειναι ο μισός αυτών του αυτοκινήτου και υπέθεσε ότι γι αυτό ίσως να τέλειωσα γρήγορα.
Το ενδεχόμενο να ήμουν άριστη μαθήτρια το παρέκαμψε, πλην όμως διαψεύστηκε οικτρώς.
Γιατί βγήκανε τα αποτελέσματα και… ναί, ήμουν κάτοχος διπλώματος επιτυχούς περάσματος σημάτων χωρίς κανένα λάθος.
Το πρώτο σκαλοπάτι της ανηφόρας το διαβήκαμε και “τίποτα τίποτα δεν μας σταματά ” που λέγανε ή τα λυκόπουλα στους προσκόπους ή τα χριστιανόπουλα στο κατηχητικό μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή.
Και ήρθε η ώρα να βγώ στο δρόμο, τον αυτοκινητόδρομο εννοώ, προς αποφυγή παρεξηγήσεων.
Και ζήτησα, και μου δώθηκε, δάσκαλος καλαμπουρτζής, τυχαίως εκ Μυτιλήνης ορμώμενος, ο οποίος όμως ήταν ο μοιραίος ως απεδείχθει άνθρωπος για μένα.
Τις πρώτες τρεις τέσσερις φορές κουβεντούλα και γελάκια, μίλαγε και πολλή ώρα στο τηλέφωνο, και που και που ασχολιόταν και με μένα δίνοντας μου οδηγίες του στύλ, σταμάτα, ξεκίνα, στρίψε, βγάλε φλας, σε ένα ερημικό ή άντε σχεδόν ερημικό δρομάκι στο Παλιό Ψυχικό.
Στο γυρισμό όμως η ψυχή μου πήγαινε στην κούλουρη γιατί βγαίναμε στην Κηφησίας από εκεί που γινόταν τα μαθήματα, και πάταγε το δικό του γκάζι, στο τιμόνι εγώ, για να προλάβει το επόμενο μάθημα που είχε, και εγώ η δόλια έβλεπα το χάρο με τα μάτια μου.
Και αυτός να με καθησυχάζει, ό,τι έχει φρένο, και ελέγχει το αυτοκίνητο, εντελώς ανυποψίαστος ό,τι εγώ έβλεπα ΚΑΙ τον δικό του χάρο παρέα με το δικό μου.
Και κάπου στο όγδοο μάθημα ήρθε με τα μούτρα κατεβασμένα, όλο νεύρα, και με πήγε σε κάτι στενούς διπλής κυκλοφορίας δρόμους, και με παρκαρισμένα αυτοκίνητα από την μια πλευρά και με άφησε στην τύχη μου λέγοντας μου μονολεκτικά:
-Οδήγα.
Μωρέ όπως τα υπολόγιζα εγώ δεν χώραγα ούτε μόνη μου να περάσω, όχι και με τα άλλα που ερχότανε από απέναντι.
´Η τρομάρα!!!!!!!
Και σε μια κατηφόρα βλέπω δεξιά μου έναν να έρχεται με φόρα από ένα στενό και ξέροντας καλά τα σήματα λέω από μέσα μου, αυτός έχει προτεραιότητα, και πατάω φρένο, και ποιός είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε.
Να βάλει κάτι φωνές, ο δάσκαλος εννοώ, ό,τι ο άλλος έχει στόπ, λες και εγώ το ήξερα, και ό,τι θα μας χτυπήσει το από πίσω αυτοκίνητο, που αυτό δεν ήταν σωστό εδώ που τα λέμε, αφού ο ΚΟΚ λέει ότι έπρεπε να διατηρεί απόσταση από το εκπαιδευτικό, αυτό σίγουρα το ήξερα, και το ήξερε και αυτός, αλλά έλεγε ψευτιές για να με κομπλάρει.
Και έλεγε και έλεγε και σταματημό δεν είχε.
Και εγώ να θέλω να τα παρατήσω την ίδια στιγμή και να χαθώ από προσώπου γής.
Εκ των υστέρων έμαθα βέβαια, ό,τι είχε προηγουμένως ένα ατύχημα με έναν άλλο μαθητή του, στο οποίο έφταιγε αυτός, ο δάσκαλος εννοώ, και την πλήρωσα εγώ και το μέλλον μου σαν οδηγός.
Από την μιά λέω ό,τι δεν ήταν το τυχερό μου να γίνω σωφερίνα.
Από την άλλη λέω ό,τι μάλλον ήταν το τυχερό μου, για να μην γίνω σωφερίνα με φωτοστέφανο στον παράδεισο των άσχετων οδηγών, και πάρω και άλλους αθώους στο λαιμό μου, αφού δεν “τό’ χω” βρε παιδί μου.
Γιατί όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, μετά από αυτό το εξευτελιστικό, για την αξιοπρέπεια μου περιστατικό, έδωσα δέκα μούντζες στον εκπαιδευτή και παράτησα τα μαθήματα.
Από τότε, ανελλιπώς μουτζώνω κάθε λίγο και λιγάκι τον εαυτό μου, εδώ στην ερημιά που βρίσκομαι εγκλωβισμένη, παρέα με τους γλάρους.
Και αυτό γιατί κιότεψα και…την έκανα με την όπισθεν, η συγκεκριμένη ήταν εύκολη και χωρίς πονοκεφάλους, με μικρά έως μεγάλα θα έλεγα πηδηματάκια.
Αλλά, και παρακαλώ να το λάβετε σοβαρά υπ’όψην αν περνάει από το μυαλό σας, μουτζώνω από μέσα μου και στέλνω, πάλι από μέσα μου, στο διάβολο με την καλή έννοια μερικούς μερικούς που μου λένε:
-Δεν το πιστεύουμε πώς είναι δυνατόν, εσύ, τόσο ζωντανός και έξυπνος άνθρωπος, να μην ξέρεις να οδηγείς. Εδώ και η κυρά Μαρία ξέρει.
Και δεν μου φταίνε και σε τίποτα οι άνθρωποι εδώ που τα λέμε, αλλά να μωρέ, ξύνουν πληγές.
Άλλως τε εγώ είμαι κυρά Κατίνα.
´
Ευχαριστώ Στρατή για τις ευχές σου και για όλη την προσφορά σου.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΓΕΜΤΑ ΥΓΕΙΑ- ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΑΓΑΠΗ. ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ…. ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΕΧΕ ΜΗ ΜΑΣ ΚΑΚΟΜΑΘΕΙΣ.
Κυρία Κατερίνα περιμένουμε Την νέα σας ανάρτηση με ανυπόμονα. ..