Από την Κατερίνα Γεωργή
Οι οβομαλτίνες.
Ενα Σάββατο του 74 στις 20 Ιουλίου στο ιατρείο μου προσπαθούσα με νύχια, δόντια και χέρια να βγάλω ένα δόντι-γομφίο, κοινώς τραπεζίτη, από μια κοπελίτσα που το άφησε και χάλασε.
Και ναί μεν είχε χαλάσει και δεν μπορούσα να το πιάσω καλά με την οδοντάγρα, κοινώς τανάλια, αλλά οι εναπομείνασες ρίζες ήταν ρίζες δοντιού νέου παιδιού, όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει, ό,τι μου έβγαλε την πίστη ανάποδα.
Και ενώ προσπαθούσα να το βγάλω το μυαλό μου έτρεχε στο χωριό μου που ήταν το μικρό μου το κοριτσάκι ενάμισι χρόνων με τους γονείς για διακοπές, αλλά και για ένα άλλο λόγο.
´Ηταν η γιορτή του Προφήτη Ηλία και στην παραλία του χωριού μας στα Βατερά εκείνη την ημέρα γινόταν μεγάλο πανηγύρι.
Από τα παιδικά μας χρόνια θυμάμαι με τί λαχτάρα περιμέναμε εκείνη την ημέρα.
Γιατί τότε δεν παραθερίζαμε στην θάλασσα αλλά μέναμε στο χωριό.
Τα σπίτια στην παραλία ήταν μετρημένα στα δάχτυλα.
´Ετσι το να κατέβει όλο το χωριό σχεδόν, και τότε ήταν με πολύ κόσμο, από το απόγευμα με φαγητά και γλυκά στην αμμουδιά παρέες παρέες, εμείς τα παιδιά να παίζουμε και το βράδυ να αρχίζουν οι μουσικές, οι χοροί και τα γλέντια ήταν ό,τι περισσότερο μπορούσε να ζητήσει ένα παιδί εκείνα τα χρόνια.
Μέρες νωρίτερα το ονειρευόμαστε αυτό το πανηγύρι.
Και μολονότι μετά άλλαξαν τα πράγματα και ο γιαλός που λέγαμε ήρθε “πολύ κοντά μας ” οι θύμησες ήταν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μας.
´Ετσι και κείνη την ημέρα τράβαγα το “τερσενέδικο” δόντι και συγχρόνως νοερώς σκεφτόμουν το χωριό, το μωράκι μου και το πανηγύρι.
Και όπως λέει ο σοφός λαός μας τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες, χτυπάει το κουδούνι και έρχεται μέσα ένας φίλος και συνομήλικος του άντρα μου και με φωνή και ύφος που δεν άφηνε καμιά αμφιβολία ό,τι κάτι τραγικό συνέβει, με ρώτησε που ήταν ο Γιώργος ο άντρας μου γιατί έγινε επιστράτευση και έπρεπε να παρουσιαστούν.
Επιστράτευση; Τί επιστράτευση και πού να παρουσιαστούν;
Χριστό που λένε δεν καταλάβαινα.
Και άρχισε να μου εξηγεί ότι έγινε εισβολή στην Κύπρο και θα κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία και γι’αυτό έπρεπε να πάνε στρατιώτες και ο κόσμος αδειάζει τα σούπερ μάρκετ και μού ‘κανε την καρδιά περιβόλι που λένε.
Να έχεις παιδί στην Μυτιλήνη δυό βήματα από την Τουρκία, άνδρα ήδη αγνοούμενο που θα πάει στρατιώτης, σούπερ μάρκετ προφανώς λεηλατημένα και ένα κωλόδοντο, συγνώμη για την έκφραση αλλά οι περιστάσεις το επιτρέπουν, που δεν έβγαινε με τίποτα.
Και να με πιάσουν τα κλάματα και να τραβάω το δόντι και να προσεύχομαι σε θεούς και δαίμονες να βγεί το καταραμένο για να μπορέσω να οργανωθώ.
Και να με παρηγορεί και το κοριτσάκι, και για λίγο ακόμα, ιδιοκτήτρια του δοντιού.
Και επιτέλους κάποια στιγμή βγήκε το άτιμο και άρχισα να σκέφτομαι πού μπορεί να βρίσκεται αυτός ο άντρας μου και δε νοιάζεται να με πάρει ένα τηλέφωνο.
Και ξαφνικά εκείνη τη στιγμή μου έρχεται η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.
´Ηταν Σάββατο και κάθε Σάββατο πήγαινε στην Ελευσίνα να πληρώσει τους εργάτες στο εργοστάσιο.
Και πώς να τον βρείς που τα κινητά δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα;
Και να κάνω προσπάθεια να επικοινωνήσω με γονείς και το παιδί και….σιγά που θα τα κατάφερνα.
Όλες οι γραμμές ήταν υπέρ φορτωμένες.
Και η αγωνία στο κόκκινο.
Και για να μην σκέφτομαι απαισιόδοξα πράγματα, αποφασίζω να κάνω την τρίτη προσπάθεια για να αντιμετωπίσω τα δεινά του πολέμου.
Να έχω στο σπίτι κάτι για να τρώει το παιδί το οποίο ευελπιστούσα να πάρουμε από το στόμα του λύκου, όρα Μυτιλήνη.
Να φροντίσω για τρόφιμα.
Ακριβώς απο κάτω από την πολυκατοικία μας υπήρχε ένα σούπερ μάρκετ που ο ιδιοκτήτης ήταν καί ασθενής μου.
Και κατεβαίνω και μπαίνω μέσα και η έκφραση “λεηλατημένο τοπίο” αντιπροσώπευε επακριβώς αυτό που αντίκρυσαν τα μάτια μου.
Το πάτωμα γεμάτο με σακούλες άδειες και σκισμένες, σπασμένα πακέτα μακαρόνια, όσπρια χυμένα, μπουκάλια σπασμένα.
Εδώ πρέπει να είχε προηγηθεί μεγάλη μάχη.
Και σε ένα μόνο ράφι τί υπήρχαν; Δέκα κουτιά οβομαλτίνη!!!
Με απολογητικό ύφος και λίγο τσαλακωμένη εμφάνιση προφανώς από την προηγηθείσα μάχη ο μπακάλης μου μου είπε:
-Αργήσατε κυρία Κατερίνα μου. Δεν έμεινε τίποτα.
-Μπά τι μου λές και αυτό στο ράφι τι είναι;
-Μα θα πάρετε οβομαλτίνες;
Ναι οβομαλτίνες βρήκαμε, οβομαλτίνες θα πάρουμε.
Ούτε λεφτά δεν ήθελε να μου πάρει ο άνθρωπος.
Και εγώ τροπαιούχος και νικήτρια ανέβηκα στο διαμέρισμα σίγουρη ότι είχα τα όπλα για να νικήσω την πείνα, την δυστυχία καί την κατοχή.
Γιατί οι οβομαλτίνες, καί το κακάο τους είχαν καί την ζαχαρίτσα τους καί τις βιταμινούλες τους. ´Οχι άντε άντε.
Και μετά, από όλες αυτές τις μάχες, τις νίκες και τις ήττες , άρχισε το μαρτύριο της αναμονής του συζύγου.
Που ήταν, τι έκανε και γιατί αργούσε;
Και από το μέτωπο Μυτιλήνη άκρα του τάφου σιωπή.
Χωρίς άντρα και χωρίς παιδί!
Μόνο με τις οβομαλτίνες!
Μετά που ήρθε μου είπε ό,τι για την επιστράτευση έμαθαν από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου πηγαίνοντας για το εργοστάσιο.
Και μολονότι ο συνοδός του, που έτυχε να είναι και ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου του είπε να γυρίσουν πίσω, δεν δέχτηκε.
Γιατί το πρώτο που σκέφτηκε όταν άκουσε για την επιστράτευση ήταν να μην μείνουν οι εργάτες και οι οικογένειες τους χωρίς χρήματα.
Αλλά ήταν και το τελευταίο.
Εγώ και ένα τηλεφώνημα πρός εμένα, δεν ήταν μέσα στις προταιρεότητές του.
Υπολόγιζε δε ότι ώσπου να τελείωνα εγώ το ιατρείο θα ήταν πίσω.
Και ναί μεν τελείωσε με τους αιωνίως ευγνώμονες προς το προσωπό του εργάτες, γρήγορα, αλλά ο γυρισμός ήταν εφιάλτης.
Οι δρόμοι γεμάτοι αυτοκίνητα και ανθρώπους που πήγαιναν να καταταγούν.
Απο κάποιο σημείο και μετά δεν θυμάμαι απο πού, νομίζω από το ποτάμι, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και συνέχισε με τα πόδια.
Κάποτε στον κάποτε έφθασε στο σπίτι μας στους Αμπελοκήπους στο οποίο κλαίουσα και οδυρόμενη τον περίμενε η υποφαινόμενη συμβία του.
Ευτυχώς που με είχανε πάρει κάποια στιγμή απο Μυτιλήνη και είχα μόνο εκείνον να σκέφτομαι άμεσα.
Περιττόν βέβαια να περιγράψω την λεκτική μάχη που διεμήφθει μεταξύ μας.
Και ήμουν και συγκρατημένη διότι θα έφευγε για τον πόλεμο.
Με ένα…έχεις και σύ τα δίκια σου, ξεμπέρδεψε μαζί μου.
Νικήτρια φαινομενικώς εγώ, αλλά στην ουσία ο σύζυγος και μάλιστα ικανοποιημένος απόλυτα γιατί έπραξε το καθήκον του απέναντι στους φτωχούς επιστρευμένους εργάτες, κάτσαμε για να προγραμματίσουμε τις επόμενες κινήσεις μας.
Αυτό πίστευα εγώ.
Γιατί όταν του είπα να φύγει για να πάει να παρουσιαστεί μου πέταξε ένα…έχουμε χρόνο μέχρι την Δύση του ηλίου και ένα άλλο….βάλε να φάμε, και αυτό ήταν.
Και φάγαμε, και ήπιαμε, και βράσαμε στο ζουμί μας, αυτό το τελευταίο μόνη μου,
ανάψαμε και τον θερμοσίφωνα και κάναμε το μπάνιο μας, αυτό εκείνος, και βάλαμε και τον φιλέ μας και πέσαμε για ύπνο, πάλι εκείνος.
Ο δε φιλές ήταν κάτι σαν καπελάκι που έμπαινε μετά από το λούσιμο για να στρώσουν τα μαλλιά και να μην πετάνε.
´Ετσι λοιπόν σαν τους αρχαίους ημών προγόνους λουσμένοι και πλυμένοι, αλλά και φαγωμένοι και κοιμισμένοι και με το μαλλί στρωμένο, το απογευματάκι πήγαμε ετοιμοπόλεμοι να καταταγούμε, μόνο εκείνος.
Και ναι μεν δεν μας πήραν διότι είμεθα ήδη τριάντα εφτά και είμεθα στην εφεδρεία, εκείνος και κάποιοι άλλοι, και ναι μεν δεν έγινε πόλεμος, αλλά το καθήκον μας ως πατριώτες το κάναμε στο ακέραιον.
Και μάλιστα απαστράπτοντες απο καθαριότητα.
Και μας έμειναν και οι οβομαλτίνες!!!!
Μας κανεις να διαβαζουμε δυο και τρεις φορες οτι και να γραψης!Συνεχισε εγω προσωπικα σ,ευχαριστω!
Κυρία Κατερίνα συνεχίστε να γράφετε. .. Σας ευχαριστούμε. …
Δε θελουμε να φτασουμε στο τελος ,Σε ευχαριστουμε Πολυ.
Κατερίνα, ειλικρινά ο τρόπος με τον οποίον αρθρογραφείς είναι πραγματικά απίθανα γλαφυρός, αληθινός και συγκλονιστικός. Μη σταματάς να γράφεις. Μπαίνουμε σε αυτήν εδώ στη καταπληκτική ιστοσελίδα του Στρατή, που τον ευχαριστούμε θερμά, και ψάχνουμε να δούμε τι νέο έχεις γράψει. Σε ευχαριστούμε για ότι έχεις δημοσιεύσει μέχρι τώρα. Ξέρεις βέβαια οτι σε αγαπούμε, όπως αξίζει σε σένα και το Γιώργο σου.
Με συγκινήτε. Σας ευχαριστώ.
Κατινιώ μου δάκρυσα! ΚΑΙ από συγκίνηση ΚΑΙ από τα γέλια!