Από την Κατερίνα Γεωργή
Τώρα που ο κόσμος θα κλειστεί μέσα στα σπίτια του και θα πιάσουν τα κρύα χρειάζεται μεγάλη προσοχή όσον αφορά κάρβουνα και μαγκάλι.
Και ενώ όλοι ξέρουμε, μια αβλεψία, μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα.
Η ανάρρωση
Η αρρώστια στα παιδικά μας χρόνια ήταν άσχημο πράγμα αλλά οι μέρες της ανάρρωσης ήταν το κάτι άλλο!
Καθόμαστε στο δωμάτιο μας πάνω από την κουζίνα που ήταν νοτιανατολικό και ζεστό, γιατί άναβε μόνιμα τον χειμώνα το τζάκι από κάτω, με τα παιχνίδια μας, καλό φαγητό και μια μαμά να γίνεται χίλια κομμάτια για να μας ευχαριστήσει.
Και δεν είχαμε πια πυρετούς, ούτε πονοκεφάλους, ούτε εμετούς, ούτε ενέσεις, άντε να είχαμε καμιά μύξα αλλά καθόλου δεν μας πείραζε αυτό.
Και να οι πουρέδες και να οι σούπες με κότα και να οι πορτοκαλάδες, και να οι κομπόστες!
Και όλα μέλι μας φαινότανε γιατί είμαστε και “ξενηστκουμέν”, όπως έλεγε η γιαγιά μου μετά από τόσες μέρες νηστεία.
Σε μια αρρώστεια μάλιστα, νομίζω η ιλαρά ήταν, μας έφερε ο μπαμπάς μου ένα ολόκληρο κουτί με σοκολάτες από την Μυτιλήνη.
Έκαναν λέει καλό σε αυτήν την αρρώστια.
Μη φανταστείτε τίποτα μεγάλες και χοντρές, μικρές ήταν και λεπτούλες,
αλλά για εμάς ήταν η αμβροσία προσωποποιημένη.
Θεϊκές!!!
Το κακό ήταν ότι ήταν φάρμακο μόνο για αυτήν την αρρώστεια, που την περνούσες μόνο μία φορά, όχι για τις γρίπες που τις παθαίναμε συχνά πυκνά.
Και να μας διαβάζει εκείνη βιβλία, για να μην κουραζόμαστε εμείς, και νά τα αστεία και νά οι αγκαλιές και νά τα φιλιά.
Ο αδερφός μου της έλεγε:
-Ναι, άμα είμι άρρωστους είμι του αγγιλούδς, τσι άμα είμι καλά, είμι του κουπρόστσλου.
Έτσι λοιπόν μία φορά, που είμαστε πάλι στην ανάρρωση και καθόμαστε στο προνομιούχο δωμάτιο και βλέπαμε μέσα από το τζάμι τι γινόταν στο δρόμο, έγινε μια μεγάλη φασαρία απέναντι στο σοκάκι, σκληρίδες πολλές, τρεξίματα, και ανέβηκε η μαμά μου τρομαγμένη και αναστατωμένη, με το μαγκάλι με τα κάρβουνα, για επί πλέον θέρμανση, και μας είπε να κάτσουμε φρόνιμα γιατί αυτή θα πεταγόταν να δει τι έγινε.
Κάτι είχε πάθει η γειτόνισά μας η Φροσύνα.
Και έφυγε πολύ αναστατωμένη και κλαμένη η μαμά μου γιατί ήξερε, αλλά δεν ήθελε να μας πει τι έγινε, και μας άφησε μόνους.
Είχε πεθάνει ξαφνικά χωρίς να έχει τίποτα.
Την μία στιγμή στεκόταν στην πόρτα της μπροστά μια χαρά και την άλλη πέθανε.
Και κοιτάξαμε και εμείς για λίγο ακόμα από το παράθυρο τις γειτόνισσες που ήταν σε πηγαδάκια και συζητούσαν μεταξύ τους, αλλά γρήγορα βαρεθήκαμε, δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε και τα τζάμια να μάθουμε τι συνέβηκε γιατί έκανε κρύο, και ασχοληθήκαμε με τα παιχνίδια μας.
Τα οποία παιχνίδια ήταν το…”όταν λείπει η γάτα χορεύουν τα ποντίκια”.
Απαγορευμένα πράγματα που είχαν σχέση με το μαγκάλι και την φωτιά.
Κατέβηκε δηλαδή ο αδερφός μου γρήγορα γρήγορα κάτω, και βρήκε κάτι κουτιά παλιά από μπογιές Κάμελ για τα παπούτσια που ήταν τελειωμένες σχεδόν, και τα ανέβασε επάνω.
Και τα βάλαμε στα κάρβουνα, όχι απευθείας αλλά σε κάτι σίδερα που περπάταγαν σε δύο ράγες, για να μπορείς να βάζεις επάνω κάτι να ψήνεις, και κάναμε ότι μαγειρεύαμε.
Και άρχισαν να μυρίζουν οι μπογιές που είχε καί απ’ έξω καί από μέσα, και εμείς είμαστε σκυμμένοι από πάνω, και σε λίγο μας έπιασε μια ζαλάδα, μια κακουχία, ένα κάτι τις και πέσαμε εξαντλημένοι στο κρεββάτι.
Και κάποια στιγμή αντέδρασε λίγο ο αδερφός μου και σύρθηκε μέχρι το παράθυρο προσπαθώντας να το ανοίξει και να φωνάξει την μαμά μου.
Δεν κατάφερε όμως να βγάλει ” του παραντέλ”.
Έπεσε μισολιπόθυμος στο περβάζι.
Η μαμά μου όμως που μας είχε “το νού της” και έριχνε καμιά ματιά από απέναντι, τον πήρε το μάτι της πεσμένο και ακίνητο, κάτι κατάλαβε, και έτρεξε στο σπίτι μας σαν τρελή.
Ούρλιαζε ανεβαίνοντας τις σκάλες και μπήκε μέσα και άνοιξε χειμωνιάτικα το παράθυρο, και με άρπαξε και με πήγε και μένα κοντά, να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα.
Ο αδερφός μου ήταν λίγο καλύτερα, γιατί καθώς ήταν κοντά στο παράθυρο πήρε λίγο οξυγόνο, από τα κανάτια που δεν εφαρμόζανε και πολύ καλά.
Εγώ όμως είμουνα χάλια.
Και μπήκαν οι γειτόνισσες μέσα, όσες είχαν το θάρρος, και ειδοποιήσαν και τον μπαμπά μου στο καφενείο, και κάναμε και εμετό, και μετά από ώρα συνήλθαμε, και έκλαιγε από χαρά η μαμά μου και τρέχανε οι μύξες της πιό πολύ από τις δικές μας και καθόλου δεν την ένοιαζε.
Και κλείσαμε το παράθυρο μην πάθουμε “καμιά πνευμονία” ,όπως έλεγε γελώντας δήθεν η γιαγιά μου, που είχε έρθει και εκείνη εν τω μεταξύ, αλλά τα μάτια της γυαλίζανε από τα δάκρυα.
Το έλα και να δεις έγινε!!!
Και βγήκε το πόρισμα, δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακος.
Πολύ μου άρεσε σαν όνομα αρρώστιας. Πολύ δύσκολο, αλλά ωραίο μου ακουγόταν!
Τώρα εγώ δεν ξέρω αν αυτό που πάθαμε ήταν απο το πώς το λένε του άνθρακος, δηλαδή τα κάρβουνα, που ήταν όμως από την φωτιά μας καλά αναμμένα ή ήταν από τις αναθυμιάσεις από τις μπογιές.
Πάντως γλιτώσαμε εμείς τον θάνατο, και η μάνα μου την τρέλα.
Γλιτώσαμε και το ξύλο που το είχα έννοια τις πρώτες ώρες γιατί ήταν χεσμένη η φωλιά μας που πλησιάσαμε το μαγκάλι που ήταν απαγορευμένο πράγμα, πόσο μάλλον που κάναμε και παλιοδουλειές.
Αντίθετα διπλασιάστηκαν οι γλύκες και οι περιποιήσεις της καημένης της Πελαγίας που ένοιωθε τρόμο στην ιδέα ότι μπορούσε να της είχαμε πεθάνει.
Αλλά το ωραιότερο ήταν που γίναμε ήρωες στο σχολείο όταν ξαναπήγαμε σε λίγες μέρες και διηγιόμαστε την περιπέτειά μας.
Πώς σωθήκαμε δηλαδή από αυτή την αρρώστεια με το περίεργο όνομα που προσπάθησα πολύ για να το μάθω και να το λέω καμαρώνοντας.
Δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακος.
Καταπληκτικο οπως παντα. Συγχαρητηρια.
Μονοξειδιο του άνθρακα το ήξερε η μάνα σου από τη δεκαετία 1950 Μπράβο,,,
Βρε αγραματε βρισαγωτη,αμορφωτε,ξερεις αυτη ηγυναικα τι επιστημονες εχει βγαλει ,που τους αναγνωριζουν σολο τον κοσμο.
Τις κομπόστες με τι τις έκανε με ανανά, μήλα η ροδάκινα,
Με κυδώνια την έκανε. Και τί νομίζεις επειδή η λέξη κομπόστα σήμερα έχει την έννοια παίρνω κουτί από το σούπερ μάρκετ η μάνα η δική σου αν είσαι της ηλικίας μου δεν σας έβραζε κυδώνια ή μήλα; Κανονικά δεν θα έπρεπε να απαντήσω γιατί διήγημα είναι και ότι θέλω γράφω αλλά αφού θέλεις να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση εγώ δεν έχω πρόβλημα. Και μου αρέσει που από όλο το κείμενο επισήμανες αυτό. Και ας έχει πεθάνει κόσμος από κάρβουνα και ας κινδυνέψαμε να πεθάνουμε και εγώ και ο αδερφός μου. Και ναι το ξέρανε οι γονείς μου το μονοξείδιο του άνθρακα.
Και μου αρέσει που έγραψες την πρώτη κακιούλα και μετά από δυόμισι ώρες έκρινες ότι δεν ήταν αρκετή και συμπλήρωσες με μία δεύτερη. Μην εξαντλήσαι γιατί θα επακολουθήσουν και άλλα διηγήματά μου. Επίσης ξέχασα να αναφέρω ότι ξέρανε και το διοξείδιο του άνθρακα.
Καλες απαντήσεις Κατερίνα! Χαίρομαι που θα συνεχίσεις να γράφεις, να μας ψυχαγωγεις και να μας θυμίζεις τα παλιά.
Μα πως μπορείς ενώ δεν καταφέρνεις να γράψεις δυο αράδες σωστά να θες να κάνεις κριτική σε ένα λογοτεχνικό κείμενο; Πως μπορείς;
Είναι το κακό της ελευθερίας αυτό. Μπορεί ο κάθε τελευταίος να κάνει κριτική στον πρώτο! Είτε ανώνυμος, είτε επώνυμος, τελευταίος…
Και αντί να βγάλει το σκασμό, πάντα έχει κάτι να πει…
Μην πτοείστε! “Ο φθόνος είναι ο συντετριμμένος θαυμασμός” (Σέρεν Κίρκεγκορ)
Αχ… Κατερίνα , γιατί δίνεις σημασία σ´αυτούς τους κακόβουλους ;
Τέτοιοι άρρωστοι από κακία υπάρχουν παντού και πάντοτε ..
Κρίμα για το όνομα ( Βρισαγώτης )
Σας ευχαριστώ όλους. Και αν όπως έγραψε ο φίλος μου ,ο φθόνος είναι ο Συντετριμμένος θαυμασμός, οφείλω ευχαριστίες και στον “Βρισαγώτη” που κατά βάθος με θαυμάζει. Και για το ότι με διασκεδάζει αφού αγνοεί ότι ο γράφων διήγημα, μυθιστόρημα ή ποίημα μπορεί να το γράψει όπως θέλει. Και για να ελαφρύνουμε το κλίμα βραστά και ψητά κυδώνια ” χάμα λίμα” στο χωριό. Και μήλα μυρωδάτα από την Αγιάςο. Δεν ξέρω αν γράφω και σωστά το…λίμα.
Και έμαθα και τον Σέρεν Κιρκεγκορ.