Απότην Κατερίνα Γεωργή
Τον τελευταίο καιρό με κατακλύζουν θύμησες. Θύμησες που θέλω να μοιραστώ με άλλους. Με ανθρώπους που έχουν τα ίδια βιώματα με μένα και που τους θεωρώ δικούς μου.Δεν ξέρω αν φταίει η θλίψη για το κατεστραμμένο χωριό μας που τις ξυπνάει, ή το ό,τι γερνάω.
Τα κοφίνια
Η οικογένεια της μαμάς ήταν μεγάλη.
Ο μπαμπάς της, η μαμά της και έξη παιδιά. Πέντε κορίτσια και ένα αγόρι.
Επίσης υπήρχαν δύο γιαγιάδες, εκ των οποίων η μια ήταν τυφλή και έμενε μόνιμα μαζί τους, αλλά και η άλλη έφευγε μόνο την ώρα του ύπνου.
Στο σπίτι μπαινόβγαιναν παραγιοί και παρακόρες άλλοι μόνιμοι και άλλοι εποχιακοί, γιατί οι δουλειές ήταν πολλές και δύσκολες, αλλά το βάρος το πολύ, ήταν στους ώμους της γιαγιάς μου.
Η καημένη βασικά, γεννούσε και μεγάλωνε παιδιά με μικρή διαφορά ηλικίας, το ένα πίσω από το άλλο, όπως άλλως τε οι περισσότερες γυναίκες της εποχής της.
´Αλλα τρία είχε γεννήσει που πεθάνανε, γιατί τότε δεν υπήρχαν τα εμβόλια και τα σημερινά μέσα, και η παιδική θνησιμότητα ήταν μεγάλη.
Δηλαδή σύνολο εννιά.
Αλλά συγχρόνως είχε και τα μαγειρέματα της οικογένειας και των παραγιών, τα γλυκά του κουταλιού, τα βράσματα, τα ριτσέλια, τις μαρμελάδες, τα σύκα, τις σταφίδες, τους τραχανάδες, τα κριθαράκια, τα αποξηραμένα λαχανικά και φρούτα, το καθάρισμα των αμυγδάλων για τους μπακλαβάδες με το φύλλο που άνοιγε μόνη της με την ματσόπτα, τις πλατσέδες, τις ρυζόπιτες, τις κολοκυθόπιτες, τα κρασιά, τα ξύδια, τους καβουρμάδες από τα σφαχτάρια, το παστό χοιρινό, το καθάρισμα των ορτυκιών και των άλλων πουλιών που σκότωνε στο κυνήγι ο παππούς, το μπαμπάκι που το χτύπαγε να φύγουν τα κουκούτσια και μετά το έξενε και το έκλωθε, καθώς και το μαλλί από τα πρόβατα, τους μεταξοσκώληκες, τα πλεξίματα, τα παραματίσματα και τα υφαντά, την περιποίηση των κουνελιών, τις κλώσσες με τα κοτοπουλάκια τους, τις όρνιθες, τα αρμέγματα, τα γιαούρτια, τα τυριά, τα ρυζόγαλα, τα ζυμώματα και φουρνίσματα των ψωμιών, των παξιμαδιών και της πίτας.
Από τα μαύρα χαράματα σηκωνόταν και μέχρι το βράδυ δεν καθόταν δευτερόλεπτο.
Τότε βλέπεις, δεν υπήρχαν τα έτοιμα να τα αγοράσεις.
Είχε βοήθεια στο σπίτι και στα χωράφια δεν πήγαινε, αλλά και πάλι οι δουλειές ήταν πάρα πολλές και τα μέσα βοήθειας λίγα.
Ούτε νερό, ούτε ηλεκτρικό, ούτε καμία συσκευή στο σπίτι.´Ολα από τα χέρια της περνούσαν.
Και ήταν και πολλά άλλα, όπως το καθάρισμα του σταριού, το πλύσιμο στο χέρι των ρούχων, των κουρελούδων, των κουβερτών, το σιδέρωμα με το σίδερο με τα κάρβουνα, το τίναγμα και χτύπημα των στρωμάτων, το καπλάντισμα των παπλωμάτων και πολλά πολλά άλλα, που δεν μου έρχονται στο μυαλό.
Και να έχεις να αλλάξεις και μικρά παιδια, και πάμπερς δεν υπήρχαν τότε, να τα πλύνεις, να τα θηλάσεις και να τα κοιμήσεις.
Ο παππούς μου ήταν άξιος άνθρωπος, νοικοκύρης με τα όλα του.
Δούλευε πολύ, έκοβε όμως και το μυαλό του.
Δεν ήταν διαχυτικός άνθρωπος, αλλά ήταν σωστός και δίκαιος.
Η ´Αννα η Πιρπιρίδαινα πρόσφυγας από την Ανατολή, που δούλεψε για τον παππού μου πολλά χρόνια και ήταν σαν δικός μας άνθρωπος, όταν με έβλεπε μου έλεγε:
-Δουξάζου του μπάρμπα Γιανν’ του μπαππού σ’, που μας έμαθι να μη φουβούμαστι την δλειά.
Όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά από την Μικρασιατική καταστροφή, με δάνειο από την τράπεζα αγόρασε ένα πολύ μεγάλο ελαιόκτημα στην Λαγκάδα.
Τούρκικα ήταν τα κτήματα, το κράτος έδωσε στους πρόσφυγες, αλλά πούλησε και σε ´Ελληνες.
Πολλές και μεγάλες οι υποχρεώσεις, και ο παππούς μου δούλευε σκληρά, αλλά και οι τρεις πρώτες κόρες του με το που τελείωσαν το δημοτικό, βγήκαν στα χωράφια .
Οι εργάτες του ήταν πολλοί και φθηνοί, και δούλευαν και πολύ, γιατί οι περισσότεροι ήταν από την “Ανατολή”, που τα έβγαζαν δύσκολα πέρα, γιατί δεν είχαν πολλά δικά τους κτήματα.
Τον είχαν όμως εκτός από αφεντικό και σαν προστάτη τους, που πάντα τους βοηθούσε στις δυσκολίες τους, και γι’ αυτό τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν.
Οι κόρες, διπλά δουλεύανε από τις εργάτριες, για να δίνουν το καλό παράδειγμα, αλλά και για να βοηθήσουν στο εισόδημα του σπιτιού.
Ελιές, σπαρτά, περιβόλια, φρούτα, όσπρια και καπνά.
Η γιαγιά στο σπίτι με τα μικρότερα παιδιά,και όλοι οι υπόλοιποι στην δουλειά.
Η μαμά μου μου έλεγε ό,τι πέντε έξη μέρες τον χρόνο μόνο καθότανε, στις μεγάλες γιορτές, ή άμα έβρεχε πολύ και δεν μπορούσαν να δουλέψουν.
Όλες οι αγροτικές δουλειές εκείνη την εποχή ήταν δύσκολες και οι καιρικές συνθήκες άγριες.
Δεν υπήρχαν τα μέσα και οι σημερινές ευκολίες.
Ούτε αγροτικά, ούτε τρακτέρ και θεριστικές μηχανές, ούτε αλωνιστικές.
Τις ελιές τις ραβδίζανε με το χέρι χωρίς ραβδιστικά μηχανήματα, και δίχτυα δεν υπήρχαν.
Μιά μιά με τα χέρια τις μαζεύανε “ανεκούρκουδα”.
Καμιά δεν αφήνανε να πάει χαμένη.
Και μέσα από τα αγκάθια, και μέσα από τους πάγους, και στο ίσιωμα και στις κατρακύλες, όλες τις μαζεύανε.
Ξεκινούσαν δε από τον Σεπτέμβριο.
Πρώτα το ξιράδ’, μετά το πρώτο σήκωμα, το ράβδισμα, και τέλος άλλη μια γύρα για αυτές που είχανε ξεφύγει.
Και μετά περνούσανε τα πιτσιρίκια και οι πολύ φτωχοί για το “κουκουλόγ”.
Τα σπαρτά πάλι είχαν τον δικό τους γολγοθά.
Με τα ζώα οργώνανε τα χωράφια και σπέρνανε στα πρωτοβρόχια και μετά τα αφήνανε στα χέρια του θεού .
´Αν ήταν καλές οι καιρικές συνθήκες και μεγαλώνανε τα σπαρτά,ερχότανε η εποχή του θερίσματος.
Οι ελιές με κρύο, ο θερισμός μέσα στον καυτό ήλιο.
Και μετά στο αλώνι για το αλώνισμα και το λίχνισμα, και μετά στο σπίτι μέχρι να πάει στο μύλο να γίνει αλεύρι.
Και δεν ήταν μόνο το σιτάρι, αλλά και κριθάρι και ρόβι για τα ζώα, και ρεβύθια και πατάτες και μπαξέδες, και μποστάνια και αμπέλια.
Αλλά το πιο δύσκολο από όλα ήταν τα καπνά.
Τα καπνά, που όμως αφήνανε πολύ μεγάλο κέρδος.
Με τα καπνά ξεχρέωσε ο παππούς μου την Λαγκάδα.
Δεν ξέρω ακριβώς πώς ήταν όλη η διαδικασία γιατί τα έχω μισό ξεχάσει αλλά θα προσπαθήσω να σας πω ό,τι θυμάμαι.
Πρώτα φυτευόταν ο σπόρος και βγαίνανε τα φυντάνια.
Ξέρω ό,τι ήταν ειδικός ο τρόπος και δύσκολη η διαδικασία για να φυτρώσει, και όταν φύτρωνε, το παίρνανε το φυντάνι και τραβούσανε “καρίκι”, στο ειδικά διαμορφωμένο χωράφι.
Δεν ξέρω τι σημαίνει η λέξη καρίκι, ξέρω όμως, ό,τι στη σειρά τους όλοι, και πολύ νύχτα, κρατώντας ένα φανάρι με το μικρό δάχτυλο του χεριού τους για να βλέπουν, στα αυλάκια που είχαν ανοιχτεί, φυτεύανε ένα ένα τα φυντάνια ανοίγοντας μια τρύπα με ένα μυτερό εργαλείο.
Και μετά κάποιος άλλος πέρναγε από πίσω, τα παράχωνε, και τα πότιζε με ένα ποτιστήρι.
Εκείνες τις μέρες το θέαμα στα χωράφια ήταν λίγο εξωπραγματικό, με τα φωτάκια από τα φανάρια, και λίγο σαν πανηγύρι μεταμεσονύχτιο, με τις φωνές και τα γέλια.
Μετά από πολλά ποτίσματα, ξεβοτανίσματα και δεν ξέρω τι άλλο, άρχιζε η συγκομιδή. Πάλι πολύ νύχτα πηγαίνανε στα χωράφια και “κιρντίζανε” τα κάτω φύλλα του φυτού που είχαν μεγαλώσει, τα στοιχίζανε σε στοίβες για να είναι εύκολα στο βελόνιασμα και τα βάζανε προσεχτικά μέσα στα μεγάλα κοφίνια.
Πηγαίνανε νύχτα γιατί δεν έπρεπε να τα δει ο ήλιος, γιατί βγάζανε κόλλα.
Και μετά τα πηγαίνανε στα τσαρντάκια, που ήταν μικρά καλυβάκια πρόχειρα φτιαγμένα,αλλά που τους προστάτευαν από την ζέστη και τον ήλιο, για να τα περάσουν με μεγάλες μυτερές βελόνες σε κλωστές , και να πάνε για αποξήρανση.
Ας με συγχωρήσουν αυτοί που ξέρουν από καπνά αν κάτι εγραψα λάθος ή παρέλειψα.
Αυτά θυμάμαι από αυτά που μου λέγανε.
´Ετσι λοιπόν μια μέρα όπως μου διηγείται η μαμά μου, ξεκινήσανε κατά τις δυό μετά τα μεσάνυχτα να πάνε στο μάζεμα του καπνού.
Πολλές γυναίκες και άντρες, και μουλάρια, και γαϊδούρια φορτωμένα με άδεια κοφίνια, μέσα στα οποία θα βάζανε τα φύλλα του καπνού που θα μαζεύανε.
´Ενας μεγάλος, καθότανε στο σαμάρι και οδηγούσε το ζώο, και οι πιο μικροί, μεταξύ αυτών και η θεία μου η Ειρήνη, η μαμά μου η Πελαγία, η θεία Σοφία και η Πηνελόπη της θείας Βενετίας η κόρη, στον κόλο που λέγαμε.
Η θεία μου κοριτσάκι δεκατριών χρόνων τότε, είχε κοιμηθεί πάνω στο μουλάρι.
Και κάποια στιγμή έλυσε η “πστιά”, ένα τριγωνικό κομμάτι δέρμα που κάλυπτε τα οπίσθια του μουλαριού και ήταν δεμένη από το σαμάρι, εκεί δηλαδή που καθότανε η θεία μου, εκείνη γλίστρισε μαζί της σιγά σιγά κάτω, δεν πήρε είδηση τίποτα, και συνέχισε να κοιμάται εκεί που έπεσε, στη μέση του δρόμου.
Τόση κούραση και νύστα!!!!!
Το κακό ήτανε ό,τι ήταν το τελευταίο μουλάρι και κανείς δεν πήρε είδηση τίποτα.
Συνέχισαν το δρόμο τους μέσα στην νύχτα και μόνο όταν φτάσανε στο κτήμα “αναγόρεψαν” το κορίτσι που έλειπε.
Εδώ η Ειρήνη, εκεί η Ειρήνη, πουθενά η Ειρήνη.
Φωνές, φασαρία, ψάξιμο, τίποτα.
Ολοι παγωμένοι δεν ξέρανε τι να υποθέσουν και τί να κάνουνε.
Τότε ο παππούς μου είδε την σπασμένη πστιά και κατάλαβε τι συνέβηκε.
Πήδηξε πάνω στο μουλάρι έβγαλε μια κραυγή και άρχισε να τρέχει πίσω να βρει την θεία μου.
Η οποία κακομοιρούλα μετά από λίγο ξύπνησε και βρέθηκε στη μέση του πουθενά, χωρίς να μπορεί να καταλάβει μέσα στη σκοτεινιά τί της συνέβη.
Στην αρχή μέχρι να προσανατολιστεί, νόμιζε ό,τι της κάνανε πλάκα οι άλλοι και κρυφτήκανε για να την τρομάξουν, γιατί κοιμήθηκε.
Μετά όμως είδε ό,τι βρισκότανε στη μέση του δρόμου, στα σκοτεινά, χωρίς κανέναν γύρω της και άρχισε ο φόβος.
´Εβαλε τις φωνές και τα κλάματα.
Συμπτωματικά δεν υπήρχε άλλο καπνοχώραφο εκεί κοντά για να την ακούσουν.
Ευτυχώς ήταν πολύ κοντά στο κτήμα, και σαν από μηχανής θεός εμφανίστηκε ο παππούς μου που της φώναξε από μακρυά να μην φοβάται, και έφθασε κοντά της, την ανέβασε στο μουλάρι και γυρίσανε στους άλλους που αγωνιούσαν για το τι συνέβηκε στην κόρη του αφεντικού.
Απο την άλλη μέρα όλοι οι μικροί της παρέας στον πηγαιμό για τα καπνά, κατ’ εντολή του παππού, ταξιδεύανε στα σίγουρα, μέσα στα….κοφίνια.
Πρόθεσή μου ήταν να περιγράψω την σκληρή ζωή και εργασία των ανθρώπων και όχι την ζωή σε “αρχοντόσπιτο”. Θυμάμαι που μας διηγόταν η μαμά μου ό,τι σε μια μεγάλη γιορτή, δεν θυμάμαι ποιά, όταν όλος ο κόςμος πήγαινε στην εκκληςία,τους έστειλε ο μπαμπάς της να σπείρουν ρεβύθια.
Δεν φύτρωσε κανένα και είχαν να το λένε ό,τι δήθεν τιμωρήθηκαν…εκ της άνωθεν θείας δύναμης, για την ασέβειά τους.
Κατερίνα ας απολογηθώ σύντομα. Ο τίτλος που έβαλα στο όμορφο κείμενό σου αναφέρεται στην παραγωγική διαδικασία σε ένα αρχοντόσπιτο και όχι γενικά στη ζωή σ’αυτό. Όλα όσα γράφεις αναφέρονται στην παραγωγική διαδικασία. Στην παραγωγή των αγαθών στο χωράφι και στη μεταποίηση ορισμένων από αυτά στο σπίτι. Η παραγωγική διαδικασία τότε ήταν σίγουρα πολύ πιο σκληρή απ’ την αντίσοιχη σημερινή και τη σκληρότητα αυτή την παρουσιάζεις πολύ παραστατικά και γλαφυρά. Ήταν όμως η παραγωγική διαδικασία σε ένα αρχοντόσπιτο που είχε από όλα τα καλά, που είχε πολλά κτήματα και πολλούς εργάτες, μόνιμους και παροδικούς. Η παραγωγική διαδικασία σε ένα φτωχόσπιτο ήταν εξίσου σκληρή αλλά εντελώς διαφορετική.Διαφορετική και στο είδος των αγαθών που αποκτιόνταν και στον τρόπο.
Εμείς με τη γέννησή μας δεν επιλέξαμε το περιβάλλον στο οποίο θα μεγαλώναμε, μας έτυχε. Κι ο καθένας αντιμετώπισε τα προβλήματα της ζωής και όσο μπορούσε (αυτός και η οικογένειά του) τα αντιπάλεψε.
Θεωρώ όμως ότι ο προσδιορισμός ότι η παραγωγική διαδικασία που περιέγραφες ήταν σε αρχοντόσπιτο (αφού εσύ δεν είχες βάλει τίτλο) ήταν απαραίτητος για να μην δημιουργούνται στους νεώτερους λαθεμένες εικόνες για το πως, εμείς και οι γονείς μας, περάσαμε τα χρόνια εκείνα.
Πιστεύω ‘οτι αν βρω χρόνο και περιγράψω την αντίστοιχη παραγωγική διαδικασία σε ένα φτωχόσπιτο που τη γνωρίζψω πολύ καλά θα …με δικαιώσεις.